- Μηνύματα
- 25.961
- Reaction score
- 23.037
Ο Μιχάλης θίγει ένα θέμα που αποτελεί σημείο τριβής στο χώρο των καταναλωτικών ηλεκτρονικών, τουλάχιστον σε μια μερίδα καταναλωτών. Άραγε, τί πρέπει να προηγείται στην αξιολόγηση και τελικά την επιλογή μιας παραγωγής ενός κλασικού έργου, η τεχνική αρτιότητα της παραγωγής (δηλαδή η ηχητική ποιότητα), ή η καλλιτεχνική ερμηνεία;Costas καλησπέρα, αν δεν κόπος, μπορεις να μου υποδειξεις καποιες εγγραφες απο αυτα που προτεινεις,να ειναι audiophile η να θεωρεις οτι ειναι καλές....
ευχαριστώ
Βέβαια, καλό θα ήταν να συνυπάρχουν και τα δύο, αλλά αυτή η λύση απορρίπτει εν τη γενέσει της όλες τις παλαιότερες παραγωγές, από το 1955 και πριν, καθώς τότε δεν υπήρχαν τα ανάλογα τεχνικά μέσα για την πραγματοποίηση μιας πραγματικά καλής ηχογράφησης σε μεγάλη κλίμακα, ενώ ο B' Π.Π. συνετέλεσε στην καταστροφή του μεγίστου μέρους από το τότε υπάρχον ηχογραφημένο υλικό, (αλλά και έδωσε τεράστια ώθηση στην τεχνολογική εξέλιξη). Θέλω να πω δηλαδή, πως ναι μεν, κατά τη 10ετία του '30, πριν τον Β' Π.Π. υπήρχε η δυνατότητα ηχογράφησης υψηλής (ή, έστω, αρκετά υψηλής) πιστότητας, αλλά περιοριζόταν σε ένα κανάλι (κάτι όχι κατ' ανάγκην κακό), ενώ ήταν αδύνατον αυτή να έχει την κατά περίπτωσιν απαιτούμενη διάρκεια. Για παράδειγμα, το 1935 ήταν πολύ εύκολο να ηχογραφήσει ας πούμε ο Πέτερ Άντερς δύο άριες του Μότσαρτ, οι οποίες θα μπορούσαν να εκδοθούν σε ένα δίσκο 78 στροφών, αλλά για να εκδοθεί ολόκληρος ο Μαγικός Αυλός, ή, ακόμα χειρότερα, η Κάρμεν ή ο Βασιλιάς της Λαχώρης, απαιτούνταν δυό σεντούκια δίσκοι, πράγμα εμπορικά ανέφικτο. Προπολεμικά, ναι μεν είχαμε τη δυνατότητα πραγματοποίησης ηχογραφήσεων με αξιώσεις, αλλά το αποθηκευτικό μέσο που υπήρχε διαθέσιμο ήταν υπερβολικά ογκώδες και βαρύ, κάτι που απέβαινε εις βάρος της διαρκείας της.
Εν αντιθέσει προς αυτό το τεχνολογικό έλλειμμα, καλλιτεχνικό έλλειμμα δεν υπήρχε, κάτι που φυσικά είναι προφανέστατο, για να μην πω αυτονόητο. Τα 200 - 300 έτη που μεσολάβησαν από την πρώτη παρουσίαση ενός έργου του Μπαχ έως τότε, τον καιρό του Μεσοπολέμου, είναι χρονική περίοδος ελάχιστη, για να παρατηρήσει κανείς κάποια σοβαρή αλλαγή στη φυσιολογία του Ανθρώπου, τουλάχιστον στο βαθμό που αυτή καθορίζει την καλλιτεχνική του πλευρά, ενώ από την άλλη, αυτά που έχουμε επιτύχει τεχνολογικά μέσα στα τελευταία 200 - 210 χρόνια είναι ασύλληπτα περισσότερα εν συγκρίσει με αυτά που είχαμε επιτύχει έως τη χρονιά που ο Βατ έθεσε τον ατμό υπό τον ζυγό των ανθρώπων.
Συνεπώς, όχι μόνο για τους παραπάνω λόγους, αλλά και διότι ασφαλώς θα υπάρχουν καταγεγραμμένες και ανάλογες μαρτυρίες αυτοπτών ακροατών, τουλάχιστον όσον αφορά το χώρο της κλασσικής μουσικής, οι καλλιτέχνες που δεν πρόλαβαν χρονικά το μαγνητόφωνο ταινίας της 10ετίας του '50, δεν έχουν να ζηλέψουν τίποτε από τους μετέπειτα συναδέλφους τους. Απλώς, εμείς οι νεώτεροι δεν έχουμε στη διάθεσή μας ανάλογης πιστότητας γραπτά μνημεία, χωρίς αυτό βέβαια να μας εμποδίζει να νιώσουμε την ερμηνεία τους, ακόμη και μέσα από παραγωγές που προήλθαν από ταλαιπωρημένους δίσκους 78 στροφών, με την όποια επεξεργασία αποθορυβοποίησης έχουν αυτές υποστεί.
Προσωπικά, σε νεαρότερη ηλικία, έχοντας επηρεασθεί από τα δημοσιεύματα γνωστών δημοσιογράφων της τεχνικής πλευράς του χώρου, (Π. Κωνσταντέας, Α. Κατσένης, Θ. Σπίνουλας), επεδίωκα να αγοράζω μουσική δίνοντας πρώτιστη βάση στην ποιότητα της ηχογράφησης, και κατά δεύτερο λόγο στην ερμηνεία, δηλαδή έψαχνα αυτά που λέμε "ωντιοφίλ". Βέβαια, οι δηοσιογράφοι της άλλης προσσέγγισης, της καλλιτεχνικής, (Παπουτσόπουλος, Βαβλίδας, Λιάβας, Μονεμβασίτης), δεν έδειχναν να δίνουν δυάρα για το πόσο καλά είναι κάτι ηχογραφημένο, βεβαίως, υπό το πρίσμα των τεχνολογικών συνθηκών που επικρατούσαν κατά την ηχογράφηση. Αλλά εγώ, το βιολί μου. Ώσπου μια μέρα έπεσα από τα σύννεφα, πράγμα που προχτές με έκανε να μην απορώ καθόλου. Βρέθηκα σε φιλικό σπίτι, και μεταξύ σκωτσέζικου πνευματώδους τεΐου και ξηρών καρπών, μπήκε στο player και ένα CD από αυτά που προσφάτως προσέφερε το Βήμα, με κάποια δανέζικη ορχήστρα και κάποιον μαέστρο που δεν θυμάμαι, να ερμηνεύουν αποσπάσματα από τον Ρωμαίο και την Ιουλιέτα του Προκόφιεφ. Μια τέτοια ερμηνεία, συγκρινόμενη με αυτήν του Μητρόπουλου (κατά πολύ παλαιότερη), ή του Πρεβέν (επίσης ηλικιωμένη), φαντάζει σχεδόν σαν διεκπεραίωση, ενώ το ίδιο έχω διαπιστώσει και σε μια παλαιότερη παραγωγή με χορευτικά έργα των Στράους υπό τη διεύθυνση του Μποσκόφσκυ, συγκρινόμενη με άλλες παραγωγές υπό τον Μέτα ή τον Κλάιμπερ, ενώ πάμπολλες είναι και άλλες, αντίστοιχες περιπτώσεις.
Είτε έχει γίνει επί τούτου, είτε απλώς συνέβη ως αιτιατό, η καλλιέργεια και η προβολή αυτής περί τα τεχνικά σπουδής έχει δημιουργήσει στον κόσμο μεγάλο πρόβλημα, όπως αυτό αποτυπώνεται με διαφόρους τρόπους, κυριότεροι των οποίων είναι οι εξής:
Πρώτον, η υπερεκτίμηση τοου έρματος κάποιων καλλιτεχνών, οι οποίοι έτυχε ή επεδίωξαν να κάνουν πολύ καλές ηχογραφήσεις, όπως για παράδειγμα ο Alan Parsons.
Δεύτερον, το στερεότυπο της λεγομένης "μουσικής των εκθέσεων". Σε όποια έκθεση hi-fi και να πάει κανείς, θα ακούσει τα ίδια και τα ίδια, ή έστω, θα ακούσει διάφορα αδιάφορα πράγματα, ηχογραφημένα είτε πάρα πολύ καλά, είτε απλώς εντυπωσιακά. Θυμάμαι ένα άρθρο στο Στερεοφίλ, όπου ο συντάκτης διερωτάτο γιατί εκείνο το τάδε ζευγάρι ευκαταστάτων αμερικανών, που είναι και ταξιδεμένοι και πολύ διαβασμένοι περί τη μουσική, γιατί αντικατέστησαν τον παμπάλαιο ραδιοενισχυτή τους με έναν πολυκάναλο των 500 δολλαρίων. Εμ, με το επίπεδο και τον τουπέ και το κλίμα που συναντάει κανείς σ' αυτές τις εκθέσεις, πώς να τις επισκεφθούν σοβαροί άνθρωποι; Τί να πάνε να δουν, τί να ακούσουν, και -φεύ- τί να αποκομίσουν από μια τέτοια έκθεση; Άμα είσαι ευκατάστατος και το γλεντάς το χρήμα σου, και έχεις αλωνίσει τα μέγαρα και τις σκάλες και τα κόβεντ γκάρντεν και τα ρώυαλ άλμπερτ χωλ, τί να σου πει απ' τη ζωή του ο τάδε έμπορας ή ο δείνα κατασκευαστής; Πώς να αγγίξει μια τέτοια έκθεση ένα νεαρό παιδί, που θέλει να βάλει να ακούσει Eminem, γιατί αυτό γουστάρει, αυτό θα ακούει στπίτι του, και ντρέπεται και φοβάται μην τον πάρουν απ' τα μούτρα; Ξέρετε πώς λέγεται αυτό στο χωριό μου; Ανθρωποδιώχτης!
Και δεν είναι μόνον οι εκθέσεις! Ακόμα και σε κατ' ιδίαν ακροάσεις, δίκην επίδειξης, σε κάποιο κατάστημα, συναντά κανείς αυτό το στερεότυπο του "πρέπει να ακούσουμε τα σωστά, και όχι ό,τι κι ό,τι". Θυμάμαι χαρακτηριστικά προ ετών, που είχαμε επισκεφθεί το κατάστημα του Ορφέα Θεσσαλονίκης, όπου στο τέλος της συνάντησης, κι αφού οι περισσότεροι βγήκαν από το δωμάτιο, ζήτησα να ακούσω ένα δίσκο του Ζαμπέτα, (μια κυκλοφορία της Polydor με αρκετά καλά ηχογαφημένο μπουζούκι), και θυμάμαι την αμηχανία των παιδιών που είχαν το κατάστημα, (δεν ξέρω αν εξακολουθούν να δραστηριοποιούνται). Δηλαδή, όχι ότι αρνήθηκαν, αλλά συνάνητησα στο βλέμμα τους μια απορία που τη διαδέχθηκε η συγκατάβαση του στυλ, "μα είναι δυνατόν;, Ζαμπέτα;, τέλος πάντων, ας τον ακούσουμε, τί να κάνουμε τώρα".
Τρίτον, ένας άλλος τρόπος με τον οποίο αποτυπώνεται αυτό το πρόβλημα είναι αυτή ακριβώς η σπουδή που δείχνουν πάρα πολλοί μουσικόφιλοι, να αγοράζουν δίσκους με πρώτιστο κριτήριο την ποιότητα της ηχογράφησης, πράγμα που τους αποκλείει από πάρα πολλές και εξαιρετικές ερμηνείες του παρελθόντος - κι αυτό δεν αφορά αποκλειστικά την κλασική μουσική. Το πρόβλημα είναι γενικώτερο, καθώς αν κάποιος θέτει ως κριτήριο την ποιότητα της ηχογράφησης, αυτομάτως απορρίπτει όλες εκείνες τις παραγωγές που περιέχουν ηχογραφικά ελαττώματα επί τούτου. Θυμάμαι μια παλιότερη συνέντευξη του Μπάμπη Δαλίδη, όταν πήγαιναν να ηχογραφήσουν τα πρώτα single της Creep, που έλεγε για τον καυγά που έκαναν με τον άνθρωπο στου στούντιο, όπου αυτός επέμενε ότι κάτι πρέπει να γίνει έτσι κι έτσι, γιατί αλλιώς δεν θα ακούγεται σωστά, και δεν χωρούσε το μυαλό του πως οι Yell-O-Yell ήθελαν ακριβώς αυτό, να μην ακούγεται σωστά.
Τέλος πάντων, δεν έχω τη απαίτηση να πείσω κανέναν. Άλλωστε, αλλιώς μαθαίνεις κάτι όταν το λουστείς, παρά όταν σε πείσει κάποιος άλλος.