ΑΜΦΙΣΒΗΤΙΕΣ ΣΤΑ ΕΞΗΝΤΑ

Μηνύματα
16.613
Reaction score
4.299
ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΑΝΑΣΤΑΣΟΠΟΥΛΟΥ

Το 1972 ο Μαρκ Μπόλαν με τους Τ-Rex κυκλοφόρησε ένα τραγούδι που έμοιαζε να αντιμετωπίζει με σαρκασμό όλη την προηγούμενη γενιά του ροκ. Σε μια εποχή που οι κάποτε επαναστάτες ρόκερ κυκλοφορούσαν πια με λιμουζίνες και έδιναν συναυλίες σε μεγάλα στάδια, ο Μπόλαν μέσα σε μερικούς στίχους ξεμπέρδευε με όλην αυτή τη γενιά, που δεν μπορούσε πια να «ξεγελάσει τα παιδιά της επανάστασης», προετοιμάζοντας την έκρηξη του πανκ.


Μπρους Σπρίνγκστιν

Ομως οι βετεράνοι όχι μόνο άντεξαν στον χρόνο, αλλά πέρυσι κατάφεραν να μονοπωλήσουν και τη μουσική επικαιρότητα αποδεικνύοντας ότι παραμένουν δημιουργικοί. Το ζήτημα όμως είναι τι είδους μηνύματα φέρνουν οι δίσκοι τους και οι συναυλίες τους, είτε πρόκειται για το «Le Noise» του Νιλ Γιανγκ είτε για την περιοδεία του Μπομπ Ντίλαν.
Στη δεκαετία του '60 η εξίσωση ήταν απλή. Αν έπαιζες ροκ εντ ρολ, ήσουν ενάντια στον πόλεμο του Βιετνάμ, ανέμιζες τη σημαία των Βιετκόγκ, πίστευες στη σεξουαλική επανάσταση και τη διεύρυνση της συνείδησης με ψυχεδελικές ουσίες. Οποτε τραγουδούσες μαζί με τους Country Joe and The Fish, χειροκροτούσες τον Τζίμι Χέντριξ βλέποντάς τον να κατακρεουργεί τον αμερικανικό ύμνο, συμφωνούσες με το απεγνωσμένο «1969» των Stooges, εμπνεόσουν από τους Rolling Stones και το «Street Fighting Man», συγκρουόσουν με την εθνοφυλακή και έκαιγες τις σημαίες των ΗΠΑ. Η λέξη ροκ ισοδυναμούσε με το παιχνίδι της ανατροπής και οι κιθάρες επαναλάμβαναν την παλιά ρήση του Γούντι Γκάθρι ότι «ήταν όπλα που σκότωναν φασίστες».
Ο μόνος που φαινόταν να νιώθει από την αρχή ότι κάθε ετικέτα είναι παγίδα για έναν καλλιτέχνη ήταν ο Μπομπ Ντίλαν. Ηταν και ο πρώτος που, αφού νόθευσε τη φολκ διαμαρτυρίας της εποχής με ηλεκτρικό ήχο, αφοσιώθηκε στη μουσική εγκαταλείποντας τον ρόλο του επαναστάτη με την ακουστική κιθάρα. Αλλωστε στην αυτοβιογραφία του «Η ζωή μου», όπως κυκλοφόρησε εδώ, αφιερώνει κάμποσες σελίδες για την απέχθειά του στον τίτλο του «τσάρου της αμφισβήτησης» που του είχαν απονείμει οι θαυμαστές του. Στους πρόσφατους δίσκους του έχει βυθιστεί στην πλούσια μπλουζ παράδοση σαν να μη δίνει σημασία στις επιταγές της εποχής. Στις συναυλίες του όμως, όπως έδειξε και πέρυσι στη Μαλακάσα, συνεχίζει να αντλεί από τη δεξαμενή των τραγουδιών που τον καθιέρωσαν ως «προφήτη της επανάστασης».
Στον αντίποδα υπάρχει η περίπτωση του Μπρους Σπρίνγκστιν. Το «αφεντικό», για τους θαυμαστές του, δεν έγραψε ποτέ μουσική που θεωρούνταν de facto πολιτικό μανιφέστο. Μπορεί ο ίδιος να εξηγούσε ότι το χαμηλότονο «Nebraska» χρωστάει την έμπνευσή του στην «Ιστορία του λαού των Ηνωμένων Πολιτειών», δηλαδή την ιστορία των αγώνων των μαζών, του πρόσφατα εκλιπόντος Χάουαρντ Ζιν, αλλά ο ίδιος δεν διεκδίκησε δάφνες επαναστάτη. Αντίθετα, κάποια τραγούδια του, όπως στον δίσκο «Born in the USA», θεωρήθηκαν και εξόχως πατριωτικά σε μια Αμερική όπου κυριαρχούσε ο συντηρητισμός του Ρίγκαν. Μόνο πρόσφατα η συμμετοχή του στην εκστρατεία υπέρ του Ομπάμα και ο δίσκος «Working on a Dream», που σηματοδοτούσε την αλλαγή στο αμερικανικό πολιτικό σκηνικό, τον μεταμόρφωσε σε έναν μουσικό με σαφή πολιτική τοποθέτηση. Ακόμα και ο πιο νέος δίσκος του, «The Promise», που δεν είναι παρά ακυκλοφόρητα κομμάτια από το 1978, δείχνει ότι ο Σπρίνγκστιν μιλούσε για την καθημερινότητα του αμερικανικού λαού ως ένας παλιός τροβαδούρος, χωρίς να δείχνει ξεκάθαρα την πολιτική του στράτευση. Στο κάτω κάτω ποτέ δεν εμφανίστηκε στα πανεπιστημιακά συνέδρια που γίνονταν προς τιμήν του και ασχολούνταν με θέματα όπως «η μαρξιστική προσέγγιση στον δίσκο "Darkness on the Edge of Town"». Εκεί δηλαδή όπου οι εισηγητές προσπαθούσαν να συνδυάσουν την προλεταριακή συνείδηση των Αμερικανών με τον ρόλο που έπαιξαν τα τραγούδια του «αφεντικού» στην αφύπνισή τους.
«Προσεύχονται στον Αλλάχ και προσεύχονται στον Θεό, αλλά περισσότερο προσεύχονται για έρωτα και πόλεμο...» Οι στίχοι του «Love and War» του Νιλ Γιανγκ μοιάζουν λίγο δυσνόητοι. Οι κριτικοί γράφοντας για τον πρόσφατο δίσκο «Le Noise» του καναδού βετεράνου σημείωσαν ότι έχει χάσει την ικανότητά του να συνοψίζει σε λίγους στίχους την κατάσταση γύρω του. Οπως, για παράδειγμα, την εποχή του «After the Gold Rush» και του «Harvest», όπου μέσα από τα τραγούδια του ξεδιπλωνόταν η εικόνα της άλλης Αμερικής, πέρα από το αμερικανικό όνειρο που προωθούσαν οι κυρίαρχοι. Ακόμα και το δημοφιλές «Rockin' in the Free World», που τον ανέβασε ξαφνικά στην κορυφή το 1989, δεν ήταν ύμνος στη δυτικού τύπου δημοκρατία, αλλά ένα ειρωνικό κομμάτι για τη διακυβέρνηση του Τζορτζ Μπους πατρός, που είχε οδηγήσει τη χώρα σε αύξηση των ανέργων και των αστέγων. Το απέδειξε ξανά, λίγα χρόνια μετά, όταν ο δίσκος «Living with War» απεικόνιζε την Αμερική παραδομένη στον φόβο, υπό τον πρόεδρο Μπους τζούνιορ.
Φυσικά υπάρχουν και οι παλιοί επαναστάτες της σκηνής που μόνοι τους επέλεξαν να μην ασχολούνται πια με την πολιτική επικαιρότητα ή τα κοινωνικά ζητήματα. Κανείς δεν περιμένει από τους Rolling Stones να γράψουν κάτι ανάλογο με το «Paint it Black» ή το προβοκατόρικο «Sympathy for the Devil». Οπως κανείς δεν αναρωτιέται πια γιατί οι Deep Purple παίζουν καλεσμένοι στο πριβέ πάρτι του ρώσου προέδρου Μεντβέντεφ με κοινό τη ρωσική ολιγαρχία. Οσοι βετεράνοι ρόκερ που τα τραγούδια τους έγιναν σάουντρακ στις διαδηλώσεις και τις ολονυχτίες στις καταλήψεις των πανεπιστημίων είναι ακόμα ενεργοί, είτε στρέφονται σε μια πιο προσωπική θεματολογία, είτε περιφέρονται εξαργυρώνοντας το γεγονός ότι κάποτε κράδαιναν το λάβαρο της επανάστασης. Τα πιο νέα συγκροτήματα που ξεπήδησαν τη δεκαετία του '90 -από τους Rage Against the Machine και το σκληροπυρηνικό ροκ ραπ τους μέχρι τους πάντα καίριους Pearl Jam- φάνηκαν πολύ πιο αποτελεσματικά για να εκφράσουν την οργή μιας άλλης γενιάς. Και η τελευταία αμερικανική κυβέρνηση του Μπους, σε συνδυασμό με την πρόσφατη οικονομική ύφεση, δείχνει ότι θα ξεπηδούν συνεχώς νέοι μουσικοί με πολιτικό προσανατολισμό.
Οπως θα υπάρχουν και οι κυρίες σαν την Τζόαν Μπαέζ, που στα 70 της συνεχίζει να τραγουδάει το γκόσπελ «We Shall Overcome», είτε για να υποστηρίξει δύο χρόνια πριν την υποψηφιότητα του Ομπάμα, είτε για να καταγγείλει τη νοθεία στις εκλογές του Ιράν, πάντα πιστή στις αρχές της νιότης της. Οπως και η Πάτι Σμιθ, που βγαίνει συχνά από την καθημερινότητά της για να παρέμβει με τραγούδια για τη σφαγή των παιδιών από τον ισραηλινό στρατό στην Κάνα του Λιβάνου, ή να ερμηνεύσει τον γνωστό ύμνο «People Have the Power» ως «Where is my Vote?» διαμαρτυρόμενη για την έλλειψη δημοκρατίας στο Ιράν. Οσο για την Τζόνι Μίτσελ, είχε επιστρέψει το 2006 -μετά από εννέα χρόνια απουσίας- με το «Shine», μια κραυγή για τον πόλεμο στο Ιράκ, και συνεχίζει να μιλάει για την ανάγκη προάσπισης της δημοκρατίας στις ΗΠΑ και την καταπολέμηση του ρατσισμού και της φτώχειας.
Οι υπόλοιποι βετεράνοι; Αλλοι ανακαλύπτουν ξανά τα μπλουζ, όπως ο Ρόμπερτ Πλαντ στο περσινό «Band of Joy». Πειραματίζονται στον ήχο τους χωρίς κανόνες, όπως ο Λου Ριντ. Αποδομούν την παράδοση των μπλουζ και της τζαζ, όπως ο Κλάπτον στο πρόσφατο «Clapton». Και γενικότερα μοιάζουν απομονωμένοι και μοναχικοί σε σχέση με τις μέρες της δόξας. Ο Ντίλαν τελικά είχε δείξει νωρίς τον δρόμο, όταν αρνήθηκε να υποδέχονται τον κάθε στίχο του ως μήνυμα για ανατροπή της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων. Στο κάτω κάτω, καλύτερα να σε θυμούνται ως «προδότη» ενός κινήματος χρόνια πριν, παρά να θεωρείσαι ο πρώην επαναστάτης που κατάντησες διασκεδαστής των ισχυρών.


http://www.enet.gr/?i=news.el.texnes&id=248207
 


Μέλη online

ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΑ

Threads
175.876
Μηνύματα
3.031.900
Members
38.511
Νεότερο μέλος
ztv
Top