Μάριος Χάκκας - Ένας Χωρισμός

Pin

Θεΐτσα
Μηνύματα
8.042
Reaction score
4.486
Ἕνας χωρισμός


ΒΑΛΕΣ ΤΗ ΓΑΤΑ στὴν καπελιέρα, μετὰ τὴν κυλότα, ἐνῶ ἔξω ὁ νέος ἐραστής σου κόρναρε. Βιαζόσουνα τόσο ποὺ φόρεσες πρῶτα τὶς γόβες καὶ μετὰ τὸ καλτσόν.

Ἔφυγες καὶ μ’ ἄφησες μιὰ μουτζούρα στὴ μύτη (ἀπὸ τὰ μάτια σου ποὺ ξεβάψανε κλαίγοντας), τὶς τρίχες τῆς γάτας σου, καθὼς καὶ μιὰ γεύση ἀποσμητικοῦ στὰ χείλη.

Ἀπόμεινα ἕνας γερο-παλιάτσος ζητώντας βούρτσα καὶ καθρεφτάκι στ’ ἀναστατωμένο δωμάτιο, προσπαθώντας νὰ βγάλω ἀπὸ πάνω μου τὰ τελευταῖα ἀπομεινάρια σου.

Εἶπα νὰ γλιτώσω ἀπὸ σένα, ὅμως νιώθω τὴ γάτα σου νὰ μπήγει τὰ νύχια στὶς σάρκες μου, κι ἡ μουτζούρα νὰ κουλουριάζεται δίπλα μου στὶς νύχτες, πολλὲς φορὲς νὰ παραμένει ἐκεῖ ἀνεξίτηλο στίγμα, – τσακάρισμα γιὰ νὰ δηλώνει ἕναν ἀπὸ τοὺς χίλιους χωρισμούς σου.

Τὴν τελευταία στιγμὴ θυμήθηκες τὴ γλάστρα κι ἔξω κόρναρε ἀσταμάτητα ὁ μαντράχαλος. Χαίνουσα πληγὴ ἡ κάμαρα, ξεκοιλιασμένα τὰ συρτάρια, ὅλ’ ἀνακατωμένα καὶ ρημάδια.

Ξέχασες κι ἕνα στηθόδεσμο μαζὶ μὲ τρία κυλοτάκια, νὰ μουλιάζουν στὸν μπιντέ. Πάντα σοῦ ἔλεγα νὰ πάρεις βρακιὰ ποὺ νὰ φτάνουν ὣς τὴ μέση σου, ὄχι αὐτά, τέσσερα δάχτυλα ὕψος. Θὰ μοῦ κρυώσεις καὶ θὰ τρέχεις στοὺς γιατρούς. Ἀλλὰ τί μὲ νοιάζει τώρα; Τώρα γιὰ μένα μιὰ κουκκίδα, στὴν ἀπόσταση εἶναι ἕνας ἄνθρωπος ποὺ φεύγει, ὁ πανσὲς πανσές, κι ἡ πεταλούδα πεταλούδα.

Ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἱστορία βγῆκες πιὸ κερδισμένη. Κράτησες τὸν Κεραμεικὸ κι ἐμένα τὸ νεκρὸ ἐσὺ ἡ νεκρή στὴν ἀγκαλιά σου, μιὰ μικρὴ πευκόφυτη πλαγιὰ μὲ κάτω τὶς ἀνασκαφές, πιὸ πέρα μπαλωμένα μάρμαρα ἀπ’ τὶς ἀναστηλώσεις. Πῆρες καὶ τὸ κουλὸ ἄγαλμα ποὺ στεκόταν στὴ βροχὴ κάνοντας ντούς, φέρνοντας τὰ χέρια σὲ στήθη καὶ γοφοὺς (στὴν πλάτη πάντα δύσκολα). Τί κατάλαβες; Ἔφυγες καὶ μ’ ἄφησες χωρὶς χέρια, νὰ μὴ μπορῶ πιὰ νὰ τὸ συντροφέψω, νὰ περπατήσω στὴ βροχὴ ἢ νὰ στεγνώσω ἀχνίζοντας μαζί του στὴ λιακάδα, ἀπολαμβάνοντας μιὰ κάποια ἐλευθερία.

Τὸ κυριότερο: Πῆρες τὴ γλάστρα μὲ τὶς πεταλοῦδες ποὔμοιαζαν πανσέδες.

Λέω νὰ φύγω. Μά, νά, εἶμαι σὰ γερασμένο χελιδόνι, καὶ ποῦ ἀκμῆς φτερὰ πάνω ἀπ’ τὸ πέλαγο, καὶ ποῦ κουράγιο; Μᾶλλον θὰ μείνω γιὰ ξεχειμώνιασμα σὲ τοῦτο τὸ δωμάτιο. Ὄχι πὼς μὲ νοιάζει καὶ πολὺ ἡ ἀπουσία σου. Μὴ νομίσεις πὼς εἶναι ἀβάσταχτες οἱ συνθῆκες. Κάπως νὰ ξεχάσω, μιὰ μικρὴ προσαρμογὴ καὶ θὰ περάσει ὁ δύσκολος καιρός. Ἄλλωστε, μπορεῖ ὁ χειμώνας νἄναι ἤπιος μὲ σιγανὲς βροχὲς καὶ λίγες λάσπες κι ὅλα στεγνώνουνε στὸν ἐπισκέπτη ἥλιο, ψυχή, φτερά, καὶ μάτια.

Γέμισαν τὰ σταχτοδοχεῖα ἀποτσίγαρα, κλεισμένα τὰ παράθυρα κι ἡ τσιγαρίλα δὲ λέει νὰ σκεπάσει τ’ ἄρωμά σου.

Λέω νὰ φέρνω καμιὰ γυναίκα νὰ μοῦ συγυρίζει. Μετὰ θὰ τ’ ἀνακατώνω σὰ νἄσουνα ἐσύ, ἄστατη κι ἀκατάστατη, ὄχι γιὰ νὰ θυμᾶμαι τὴν παρουσία σου, ἀλλὰ ἔτσι, γιὰ νἄχει καὶ κάποια δουλειὰ ἡ γυναίκα ποὺ θὰ συγυρίζει.

Ἔχει καὶ κάποιο ὄφελος αὐτὸς ὁ χωρισμός. Βλέπω πιὰ τὴν ἀνατολὴ τοῦ ἥλιου, κάτι ποὺ τὄχα στερηθεῖ μαζί σου, ἄσχετα βέβαια ἂν περιμένω ἀπ’ τὰ μεσάνυχτα. Ὅμως στὸ λέω, κοντά σου εἶχε χοντρήνει τὸ κεφάλι μου ἀπ’ τὸν ὕπνο, κι ἂν ξαγρυπνάω τώρα εἶναι ποὺ περιμένω τὴν ἀνατολὴ καὶ τίποτε ἄλλο.

Ὅλοι οἱ σελιδοδεῖχτες στὶς πορνικὲς σκηνὲς τοῦ Χένρυ Μίλλερ. Ὅλα σου τὰ βιβλία φτηνὰ σέξυ ρομάντζα, «ἡ ὡραία τῆς ἡμέρας», «ἡ ματωμένη κομπινεζόν». Τὸ προσφιλές σου βιβλίο Κάμα Σούτρα, διαλυμένο, φύλλα καὶ φτερά, ρούφηξες μέχρι τὰ ἐξώφυλλα. Ὅμως ὁ Θουκυδίδης ποὺ σοῦ χάρισα, ἄκοπος. Κάθε φορὰ ποὺ τὸ παρατηροῦσα μοὔλεγες πὼς εἶχε χαθεῖ ὁ χαρτοκόπτης. Τώρα ψάχνω καὶ βρίσκω κάτω ἀπ’ τὸ κρεβάτι τρυπωμένους πέντε χαρτοκόπτες.

Δὲν ἤσουν ἄνθρωπος ἐσύ, δὲν ἤσουν. Καὶ στὰ μουσεῖα ποὺ σὲ πήγαινα, μόνο γιὰ σάτυρους νοιαζόσουνα καὶ γιὰ φαλλούς. Κι ἂν στάθηκες γιὰ ὥρα μπρὸς στὸ κουλὸ ἄγαλμα, ἦταν τὰ γεννητικά του ὄργανα ποὺ σὲ καθήλωσαν, ἐγκυμονούσα στιγμὴ πρὶν ἀπ’ τὴ στύση.

Δὲ μὲ χωράει τὸ κρεβάτι, ὁ χῶρος σου κι ἡ δύναμή σου, ὁμολογῶ, ἐκεῖ πάνω παραδίνομαι. Ἂν ἑξαιρέσουμε καὶ τὶς καρέκλες ποὺ φοβᾶμαι ὅτι μπορεῖ νὰ κάθεται ἡ γάτα σου, δὲ μένει παρὰ νὰ βηματίζω ὥσπου νὰ φέξει.

Τὸ πρόσωπό σου ἡ νύχτα· ἡ μέρα, τὰ μαλλιά σου. Ἂν ξαναμπλέξω μὲ γυναίκα θἄναι νύχτα τὰ μαλλιά της, τὸ πρόσωπό της μέρα. Θὰ βεβαιωθῶ ὅτι μπορεῖ νὰ διαβάσει Θουκυδίδη κι ὅτι κοιτάει τ’ ἀγάλματα στὸ πρόσωπο. Ὅταν βγαίνουμε, θ’ ἀκουμπάει στὰ γόνατα τὴν τσάντα. Δὲν εἶμαι ζηλιάρης καὶ σεμνότυφος, ἀλλὰ θέλω ἡσυχία κι ἠρεμία, ἔστω ἂς εἶναι καὶ νεκροταφείου.

Κατὰ τὰ ἄλλα, πίνω τὸ γάλα μου, πηγαίνω στὴ δουλειά, τ’ ἀπογεύματα κάνω κι ἕναν περίπατο πρὸς τὸν Κεραμεικό, ἀναζητώντας καινούργια μονοπάτια. Σκέφτομαι, ἐδῶ δὲν πάτησε αὐτὴ τὴν πέτρα, ἐκεῖνο τὸ χορτάρι δὲν τὸ εἶδε, ἂν καὶ δὲν εἶμαι βέβαιος ἀπόλυτα, ξέρω γὼ ποῦ ἔπεφτε τὸ μάτι σου; Ὅσο γιὰ τὸ πόδι σου, ἀφοῦ πάτησε πάνω στὴν καρδιά μου, σ’ ὅλο τὸ χῶρο πάτησε καὶ τὸν ἐκαταπάτησε.

Παρατηρῶ τὶς φλέβες τῶν μαρμάρων κι ἀγάλλομαι στὴ σκέψη πὼς κάποια μέρα θὰ γεμίσουνε τὰ πόδια σου μικρὲς φλεβίτσες. Τότε ἔρχεσαι καὶ σβήνεις ἀπ’ τὴ μύτη μου αὐτὴ τὴ μόνιμη μουτζούρα, ἀπ’ τὸ μυαλό μου αὐτὴ τὴ μόνιμη θολούρα. Περπατᾶς ἀνάμεσα στ’ ἀρχαῖα μνήματα ἐναποθέτοντας τὴν ψόφια γάτα σου σὲ κάποια σαρκοφάγο, αὐτὴν τὴ γάτα ποὺ ἔμπηξε τὰ νύχια της σὲ χίλιους ἐραστές, ποὺ σὲ εἶδε ξαπλωμένη σὲ χίλια διαφορετικὰ κρεβάτια κι ἔπαιξε μὲ χίλιες κυλότες σου ποὺ μπερδεύτηκαν μὲ τὰ σεντόνια καὶ τὶς ἐγκατάλειψες. Ἐπιστρέφεις κρατώντας ἀγκαλιὰ τὴ γλάστρα κι ἐγὼ λέω στὸν ἑαυτό μου, μιὰ κουκκίδα στὴν ἀπόσταση εἶναι ἕνας ἄνθρωπος ποὺ ἔρχεται κι αὐτοὶ οἱ πανσέδες μοιάζουνε πολὺ μὲ πεταλούδες.
 



Pin

Θεΐτσα
Μηνύματα
8.042
Reaction score
4.486
Μάριου Χάκκα, «Ο μπιντές» (διήγημα)
Είχαμε φαγωθεί μέσα μας χωρίς να το πάρουμε είδηση. Εκείνη η λουξ τουαλέτα με τον ιππόκαμπο στα πλακάκια οικόσημο, μια πάπια και γύρω παπάκια, κύκνους και παραδείσια ψάρια, νιπτήρα, λεκάνη, μπανιέρα, μπιντές, παραμπιντές, όλα απαστράπτοντα, είχανε παίξει το ρόλο τους ύπουλα, σκάψανε μέσα βαθιά μας τερμίτες, όπως το σαράκι το ξύλο, και τώρα νιώθαμε κούφιοι.
Θυμάμαι όταν ήρθα από την επαρχία για πρώτη φορά στην Αθήνα και νοίκιασα ένα δωμάτιο χωρίς καμπινέ. Υπήρχε βέβαια ένας πρόχειρος καμπινές στην αυλή, αλλά έπρεπε να κατέβεις μια κατασκότεινη ξύλινη σκάλα που έτριζε και σήκωνε τον κόσμο στο πόδι. Ένα βράδυ που έβρεχε και μ' έπιασε κόψιμο, τα 'κανα σε μια εφημερίδα, κι αφού τα πακετάρισα ωραία, ως και κορδελάκι με φιόγκο τους έβαλα, πηγαίνοντας πρωί πρωί στη δουλειά, τ' άφησα στη μέση του δρόμου. Θα θυμόσαστε βέβαια πόσα τέτοια πακέτα συναντούσατε τότε στους δρόμους. Μερικοί τα κλοτσούσαν για να μαντέψουν το περιεχόμενο. Λέγεται πως κάποιος το πήγε στην αστυνομία χωρίς να τ' ανοίξει και ζήταγε εύρετρα. Ε, ένα τέτοιο πακέτο έφτιαξα κάποτε κι εγώ, κι ακόμη τώρα που το θυμάμαι μετά τόσα χρόνια μου έρχονται γέλια.
Εκείνο τον καιρό ήμουν ένας κεφάτος άνθρωπος με λίγες ανάγκες. Ξυριζόμουν μόνο δυο φορές τη βδομάδα, όποτε είχα ραντεβού στο βουναλάκι με μια κοπέλα, που όλο βιαζόταν να γυρίσει στο σπίτι. Όλο σκαστή ήταν κι είχε αυστηρό αδερφό, νοοτροπία σισιλιάνου. Την παντρεύτηκα κι εγώ. Τι να έκανα; Παρά να τρώει μπερντάχι κάθε φορά που αργούσε. Άλλωστε, αυτός είναι ο προορισμός του ανθρώπου, έτσι τουλάχιστον λέγεται. Πάντως, μ' αυτά και μ' αυτά, βρέθηκα μ' όλα τα κουμπιά μου γερά, είναι κι αυτό ένα όφελος, είναι κι αυτό μια ασφάλεια. Τι σιδερωμένα πουκάμισα τον πρώτο καιρό, τι καθαρές αλλαξές, γυαλισμένα παπούτσια, στο καντίνι που λένε.
Είχε και δικό της σπιτάκι, ένα μόνο δωμάτιο, αλλά μεγάλη αυλή, και σιγά σιγά με τις οικονομίες μας, χτίσαμε κουζίνα κι άλλα δωμάτια. Γενικά προοδέψαμε. Πήραμε ψυγείο, πλυντήριο κι η ζωή γινόταν όλο και πιο άνετη.
Μόνο στον καμπινέ καθυστερήσαμε. Στο βάθος της αυλής μέσα σε μια παραγκούλα ήταν μια τούρκικη λεκάνη που με ανάγκαζε κάθε πρωί να κάθομαι στο κότσι, αν κι αυτό ήταν μια καλή άσκηση όπως δε συνήθιζα να κάνω γυμναστική. Στην παραγκούλα υπήρχε κι ένα τενεκεδένιο βρυσάκι που το γέμιζα κάθε πρωί και πλενόμουν. Μπάνιο στη σκάφη. Το Σαββατόβραδο άρχιζε η περιπέτεια. Μ' έχωνε η γυναίκα στη σκάφη κι έτριβε μέχρι γδάρσιμο. Ας είναι.
Συνέχιζα να προοδεύω. Βοηθός λογιστού ακόμα ξεχρέωνα την κρεβατοκάμαρα, βαρύ έπιπλο με κομοδινάκια κι απάνω αμπαζούρ, σιέλ στο δικό μου, ροζ στης κυράς. Έπειτα έγινα κανονικός λογιστής, τότε που πήραμε κι εκείνο το οικοπεδάκι με δόσεις. Φυτέψαμε μάλιστα και δυο τρία δέντρα που πήγαινα στις αρχές, μετά από επιμονή της γυναίκας μου, κάθε Κυριακή και τα πότιζα. Κατόπιν ξεράθηκαν κι αυτά, πολλές οι δουλειές, αρχιλογιστής πια, γερός ο μιστός και σε λίγα χρόνια ήταν το σπίτι κομπλέ, πλην τουαλέτας. Έμενε σαν επιστέγασμα μιας προσπάθειας είκοσι χρόνων.
"Κάποτε θα 'ρθει και της τουαλέτας η ώρα", έλεγα στη γυναίκα μου που με γκρίνιαζε πάντα, παραπονιόταν πως έρχεται κανένας επισκέπτης, θέλει να πάει προς νερού του και πέφτουν τα μούτρα της. Κι άλλωστε, τι ήταν πια ο καμπινές εδώ που φτάσαμε; Η ουρά του γαϊδάρου. Κι όπως όλα τα πράγματα που σιάχνονται μια φορά στη ζωή μας βάζομε τα δυνατά μας να γίνουν όσο πιο πολύ μερακλίδικα, έτσι και στην τουαλέτα πήρα όλα τα μέτρα μου για να σιάξω κάτι το ωραίον: Έβαλα πλακάκια πανάκριβα που σχημάτιζαν ένα παράξενο σύνολο με παραστάσεις διάφορες έτσι που να νιώθω ευχάριστα σε τούτο το χώρο, όλα τ' απαραίτητα είδη υγιεινής, φυσικά και μπιντέ.
Τ' άλλα είδη δε με πειράξανε. Κομμάτια να γίνει. Έχουν μια χρησιμότητα κι ύστερα στην ηλικία που βρισκόμαστε τώρα ας απολαύσουμε και μεις κάτι. Μόνο ο μπιντές μού την έδωσε και πήρε μπάλα και τ' άλλα. Ο μπιντές. Γιατί, όπως είμαι δυσκοίλιος και τον είχα μπροστά μου για ώρα, μου φάνηκε να με κοροϊδεύει με κείνο το μακρουλό πρόσωπό του, το 'να μάτι μπλε τ' άλλο κόκκινο, τριγωνικά πάνω στο μέτωπο και πεταμένα ίδια βατράχου, το στόμα του καταβόθρα που ρουφούσε τα πάντα με κείνο τον ξαφνικό ρόγχο τελειώνοντας το νερό, σα να μουρμούριζε: Είδες πώς σε κατάντησα; Θυμάσαι όταν πρωτόρθες από το χωριό τι λεβέντης που ήσουνα; Πώς έμπλεξες, κακομοίρη μου, έτσι, μια ζωή - ένα σπίτι; Εγώ είμαι το βραβείο μετά από είκοσι χρόνια δουλειά. Για να πλένεσαι από κάτω. Είδες που σε έφερα;
Με είχανε βάλει στο ζυγό είκοσι ολόκληρα χρόνια με τη θέλησή μου (αυτό είναι το χειρότερο), για να καταλήξω εδώ μπροστά σε μια σειρά άχρηστα πράγματα, κατά τη γνώμη μου, ή που κι αν είναι χρήσιμα, π' ανάθεμά τα, δεν αξίζουν όσο αυτή η υπόθεση που λέγεται ζωή και νιάτα. Τα καλύτερα χρόνια τα σπατάλησα σαν το μερμήγκι κουβαλώντας και σιάχνοντας αυτό το κολόσπιτο, οικοδομώντας τελικά αυτόν τον μπιντέ, είκοσι χρόνια μου κατάπιε η καταβόθρα του, κι εγώ τώρα έχω μείνει στιμμένο λεμόνι, σταφιδιασμένο πρόσωπο, για ένα μπιντέ.
Με τέτοιες σκέψεις τράβηξα το καζανάκι και μετά πήγα στο παράθυρο ν' αναπνεύσω λιγάκι, ν' ακούσω τον ήχο της πόλης. Από παντού ερχόταν ένας παράξενος θόρυβος. Δεν ήταν ο γνωστός θόρυβος απ' τ' αυτοκίνητα. Άλλου είδους αυτός: Ένα επίμονο πλατς-πλατς σκέπαζε κάθε άλλη βοή. Έστησα το αυτί και κατάλαβα. Όλο το λεκανοπέδιο της Αττικής είχε μεταβληθεί σ' ένα απέραντο μπιντέ κι είχαμε καθίσει όλοι επάνω και πλενόμασταν, πλενόμασταν, πλενόμασταν, ενώ εκατοντάδες χιλιάδες καζανάκια χύνοντας καταρράκτες νερού, χαιρετούσαν την πρόοδό μας.

[πηγή: Μάριος Χάκκας,«Ο μπιντές» (διήγημα),Άπαντα, Κέδρος, Αθήνα 1978, σ. 259-263]
 


Staff online

  • abcd
    Πρώην Διοικητής ο τροπαιοφόρος
  • spylab
    TrumpoMusk

ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΑ

Threads
176.185
Μηνύματα
3.044.917
Members
38.541
Νεότερο μέλος
jabe
Top