- Μηνύματα
- 25.050
- Reaction score
- 20.462
Και που λέτε το λοιπόν, χτες την πέσαμε να συγκρίνουμε μια παλιά – σταθερή γιαπωνέζικη αξία του όχι και τόσο high end και μια νεώτερη αμερικανέζικη αξία του μισοχαϊεντο-μισοproaudio, τουτέστιν δηλαδής, βαλθήκαμε να ξεκαθαρίσουμε γιατί πρέπει να φύγει το Sony 50ES και να έρθει αυτό το μικρό τζιβιτζιλόνι που λέγεται benchmark.
Συνδέσαμε τον μετατροπέα με την ψηφιακή έξοδο του Player, ενώ αμφότερες τις αναλογικές εξόδους τις διοχετεύσαμε σε ισάριθμες εισόδους του προενισχυτή. Ο προ είναι ενός σταδίου με έναν OPA627, ποτενσιόμετρο στην είσοδο και περιποιημένη τροφοδοσία, (σταθεροποίηση και τοπική απόζευξη με ημιαγωγό, χωρίς ενδιάμεσο θυμιατό). Ο τελικός είναι παλιά και σταθερή αξία σε τάξη ΑΒ, που εξακολουθεί να είναι σε παραγωγή, και τα ηχεία βρεταννικό στάνταρντ αδιαμφισβητήτου αξίας και ικανότητας.
Ξεκινήσαμε να ακούμε μια ζωντανή ηχογράφηση με κλαρίνο και πιάνο, προερχόμενη από γνωστό γάλλο ηχολήπτη, (δεν κυκλοφορεί στο εμπόριο). Εκεί που δεν μπορούσα να διακρίνω διαφορές υπέρ του ενός ή του άλλου στο πιάνο, διέκρινα σαφώς πως το Sony έδινε σαφέστερο, πιο ψηλαφητό, το «φύσημα» του κλαρίνου. Δεν ξέρω αν αυτό έπρεπε ή δεν έπρεπε να ακούγεται έτσι, αλλά είμαι πεπεισμένος πως υπό συνθήκες μεγάλης και γεμάτης αίθουσας, αυτό το φύσημα του πιπινιού δεν ακούγεται τόσο, ούτε καν από τα μπροστινά καθίσματα. Όμως, η συγκεκριμένη ηχογράφηση πραγματοποιήθηκε σε μικρό χώρο, με ολιγομελές ακροατήριο, και σχετικά ικανή ποσότητα αντήχησης από το χώρο, (όχι τεχνητής). Αντιθέτως, ο Benchmark απέδιδε αυτό το φύσημα σαφώς πιο πίσω, χαμηλότερα, και γενικά έδινε την εντύπωση του ακούσματος που είναι πιο ανθρώπινο, πιο ανοικτό, τελικά πιο φυσικό. Το Sony απέπνεε έναν ελαφρύ αέρα μηχανικίλας, μια όψη φτιασιδώματος, ωραίας και ίσως εντυπωσιακής μεν, αλλά όχι φυσικής και αναμενόμενης. Δοκιμάσαμε και κάτι τελείως διαφορετικό, τελείως κλαμπάδικο, (Jam and Spoon), αλλά με τέτοιο υλικό ήταν πανθομολογουμένως αδύνατο να διακρίνει κανείς διαφορές, πέραν μιας ελαφρώς υψηλότερης στάθμης της εξόδου του Sony.
Μετά έπεσε η ιδέα για τυφλή σύγκριση, που κάναμε δύο φορές, με ακροατές δυο άτομα, έναν άνδρα σχετικό με το αντικείμενο, και μια γυναίκα που δεν ασχολείται με το σπορ, (αλλά είναι νεαρότερη, 30 ετών). Διαλέξαμε δύο κομμάτια από ένα sampler της Harmonia Mundi, ένα με ορχήστρα δωματίου και ένα με μεσαιωνικό λαούτο. Οι ακροατές ήξεραν από πριν ότι η αναλογία του ενός και του άλλου δοκιμίου μέσα στην κρυφή σειρά ακρόασης ήταν 6-4 και 5-5, αλλά φυσικά δεν ήξεραν, πότε παίζει ποιο.
Στην πρώτη συνεδρία, η γυναίκα έφερε σκορ επιτυχίας 70% (πάνω στο όριο του τυχαίου) και ο άνδρας 40%. Στη δεύτερη συνεδρία, όπου ας σημειωθεί πως το κομμάτι –ως μουσική- δεν άρεσε στη γυναίκα ακροάτρια, και οι δύο έφεραν σκορ 50%.
Συνδέσαμε τον μετατροπέα με την ψηφιακή έξοδο του Player, ενώ αμφότερες τις αναλογικές εξόδους τις διοχετεύσαμε σε ισάριθμες εισόδους του προενισχυτή. Ο προ είναι ενός σταδίου με έναν OPA627, ποτενσιόμετρο στην είσοδο και περιποιημένη τροφοδοσία, (σταθεροποίηση και τοπική απόζευξη με ημιαγωγό, χωρίς ενδιάμεσο θυμιατό). Ο τελικός είναι παλιά και σταθερή αξία σε τάξη ΑΒ, που εξακολουθεί να είναι σε παραγωγή, και τα ηχεία βρεταννικό στάνταρντ αδιαμφισβητήτου αξίας και ικανότητας.
Ξεκινήσαμε να ακούμε μια ζωντανή ηχογράφηση με κλαρίνο και πιάνο, προερχόμενη από γνωστό γάλλο ηχολήπτη, (δεν κυκλοφορεί στο εμπόριο). Εκεί που δεν μπορούσα να διακρίνω διαφορές υπέρ του ενός ή του άλλου στο πιάνο, διέκρινα σαφώς πως το Sony έδινε σαφέστερο, πιο ψηλαφητό, το «φύσημα» του κλαρίνου. Δεν ξέρω αν αυτό έπρεπε ή δεν έπρεπε να ακούγεται έτσι, αλλά είμαι πεπεισμένος πως υπό συνθήκες μεγάλης και γεμάτης αίθουσας, αυτό το φύσημα του πιπινιού δεν ακούγεται τόσο, ούτε καν από τα μπροστινά καθίσματα. Όμως, η συγκεκριμένη ηχογράφηση πραγματοποιήθηκε σε μικρό χώρο, με ολιγομελές ακροατήριο, και σχετικά ικανή ποσότητα αντήχησης από το χώρο, (όχι τεχνητής). Αντιθέτως, ο Benchmark απέδιδε αυτό το φύσημα σαφώς πιο πίσω, χαμηλότερα, και γενικά έδινε την εντύπωση του ακούσματος που είναι πιο ανθρώπινο, πιο ανοικτό, τελικά πιο φυσικό. Το Sony απέπνεε έναν ελαφρύ αέρα μηχανικίλας, μια όψη φτιασιδώματος, ωραίας και ίσως εντυπωσιακής μεν, αλλά όχι φυσικής και αναμενόμενης. Δοκιμάσαμε και κάτι τελείως διαφορετικό, τελείως κλαμπάδικο, (Jam and Spoon), αλλά με τέτοιο υλικό ήταν πανθομολογουμένως αδύνατο να διακρίνει κανείς διαφορές, πέραν μιας ελαφρώς υψηλότερης στάθμης της εξόδου του Sony.
Μετά έπεσε η ιδέα για τυφλή σύγκριση, που κάναμε δύο φορές, με ακροατές δυο άτομα, έναν άνδρα σχετικό με το αντικείμενο, και μια γυναίκα που δεν ασχολείται με το σπορ, (αλλά είναι νεαρότερη, 30 ετών). Διαλέξαμε δύο κομμάτια από ένα sampler της Harmonia Mundi, ένα με ορχήστρα δωματίου και ένα με μεσαιωνικό λαούτο. Οι ακροατές ήξεραν από πριν ότι η αναλογία του ενός και του άλλου δοκιμίου μέσα στην κρυφή σειρά ακρόασης ήταν 6-4 και 5-5, αλλά φυσικά δεν ήξεραν, πότε παίζει ποιο.
Στην πρώτη συνεδρία, η γυναίκα έφερε σκορ επιτυχίας 70% (πάνω στο όριο του τυχαίου) και ο άνδρας 40%. Στη δεύτερη συνεδρία, όπου ας σημειωθεί πως το κομμάτι –ως μουσική- δεν άρεσε στη γυναίκα ακροάτρια, και οι δύο έφεραν σκορ 50%.