- Μηνύματα
- 14.595
- Reaction score
- 1.506
Το σκεφτόμουν λίγο καιρό να ξεκινήσω αυτό το θέμα όπου θα διαβάζουμε όλοι από πού προέρχονται διάφορες λέξεις και τι σημαίνουν.
Να τονίσω πως το υλικό είναι από το www.asprilexi.com
Φακίδα
Μικρή καφετιά ή κοκκινωπή κηλίδα στην επιδερμίδα, κυρίως του προσώπου.
Η λέξη συνδέεται με το ουσ. της αρχαίας ελληνικής φακός ή φακή (= η φακή, και μεταγενέστερα σημάδι του δέρματος), πιθανώς μέσω του αμάρτυρου (που δεν μαρτυρείται, δεν απαντά σε κείμενα) τύπου *φακίς.
Ο σύγχρονος φακός, λοιπόν, ήδη λέξη της αρχαίας ελληνικής, συνδέεται με τη φακή - από την ομοιότητα του σχήματος - και είναι συγγενής με τη φακίδες.
Μπιμπίκι
Μικρό εξόγκωμα ή μαύρο στίγμα επάνω στο δέρμα, ιδίως του προσώπου, που οφείλεται σε απόφραξη των πόρων.
Κατά τον Ν. Ανδριώτη - άποψη που υιοθετεί και ο Γ. Μπαμπινιώτης - το ουσ. είναι υποκοριστικό του μπίμπικας, λέξης που ανάγεται στο ουσ. της αρχαίας ελληνικής βέμβιξ (= παιδική σβούρα, στρόβιλος, το έντομο σκούρκος - το οποίο πετώντας «στροβιλίζεται»).
Διαφορετικά, ο Μ. Τριανταφυλλίδης θεωρεί τη λέξη νηπιακή και ο Meyer τη συνδέει με την ιταλική bimbo (= μπέμπης).
Σπυρί
Μεσαιωνική λέξη, που σχηματίστηκε από το ελληνιστικό *σπυρίον, υποκοριστικό του ουσ. σπυρός.
Το σπάνιο ουσ. σπυρός (o) αποτελεί παράλληλο τύπο του ομηρικού πυρός (= κόκκος σταριού). Η λέξη για το στάρι κατέληξε να δηλώνει το γνωστό εξόγκωμα του δέρματος εξαιτίας της προφανούς ομοιότητας στο σχήμα.
Σήμερα χρησιμοποιείται επίσης στη φράση κακό σπυρί, η οποία έχει κυρίως με μεταφορική σημασία και λέγεται για άνθρωπο ενοχλητικό, συχνά και ως έκφραση κατάρας: που να βγάλει το κακό σπυρί! Επίσης στη γνωστή έκφραση βγάζω σπυριά, ως δήλωση απέχθειας και αποστροφής (για κάποιον ή για κάτι).
Καρούμπαλο(ς)
Οι γλωσσολόγοι Ν. Ανδριώτης Μ. Τριανταφυλλίδης υιοθετούν με επιφύλαξη την παραγωγή της λέξης από τον αρχαίο κόρυμβον (= κορυφή), ουσ. από το οποίο σχηματίστηκε το μεταγενέστερο καρύμβαλος, από την αιτιατική του οποίου προέρχεται ο νεοελληνικός καρούμπαλο(ς).
Το Λεξικό της Πρωΐας αναφέρει ως παράλληλο τύπο του το ουσ. καρούμπα (η).
Να τονίσω πως το υλικό είναι από το www.asprilexi.com
Φακίδα
Μικρή καφετιά ή κοκκινωπή κηλίδα στην επιδερμίδα, κυρίως του προσώπου.
Η λέξη συνδέεται με το ουσ. της αρχαίας ελληνικής φακός ή φακή (= η φακή, και μεταγενέστερα σημάδι του δέρματος), πιθανώς μέσω του αμάρτυρου (που δεν μαρτυρείται, δεν απαντά σε κείμενα) τύπου *φακίς.
Ο σύγχρονος φακός, λοιπόν, ήδη λέξη της αρχαίας ελληνικής, συνδέεται με τη φακή - από την ομοιότητα του σχήματος - και είναι συγγενής με τη φακίδες.
Μπιμπίκι
Μικρό εξόγκωμα ή μαύρο στίγμα επάνω στο δέρμα, ιδίως του προσώπου, που οφείλεται σε απόφραξη των πόρων.
Κατά τον Ν. Ανδριώτη - άποψη που υιοθετεί και ο Γ. Μπαμπινιώτης - το ουσ. είναι υποκοριστικό του μπίμπικας, λέξης που ανάγεται στο ουσ. της αρχαίας ελληνικής βέμβιξ (= παιδική σβούρα, στρόβιλος, το έντομο σκούρκος - το οποίο πετώντας «στροβιλίζεται»).
Διαφορετικά, ο Μ. Τριανταφυλλίδης θεωρεί τη λέξη νηπιακή και ο Meyer τη συνδέει με την ιταλική bimbo (= μπέμπης).
Σπυρί
Μεσαιωνική λέξη, που σχηματίστηκε από το ελληνιστικό *σπυρίον, υποκοριστικό του ουσ. σπυρός.
Το σπάνιο ουσ. σπυρός (o) αποτελεί παράλληλο τύπο του ομηρικού πυρός (= κόκκος σταριού). Η λέξη για το στάρι κατέληξε να δηλώνει το γνωστό εξόγκωμα του δέρματος εξαιτίας της προφανούς ομοιότητας στο σχήμα.
Σήμερα χρησιμοποιείται επίσης στη φράση κακό σπυρί, η οποία έχει κυρίως με μεταφορική σημασία και λέγεται για άνθρωπο ενοχλητικό, συχνά και ως έκφραση κατάρας: που να βγάλει το κακό σπυρί! Επίσης στη γνωστή έκφραση βγάζω σπυριά, ως δήλωση απέχθειας και αποστροφής (για κάποιον ή για κάτι).
Καρούμπαλο(ς)
Οι γλωσσολόγοι Ν. Ανδριώτης Μ. Τριανταφυλλίδης υιοθετούν με επιφύλαξη την παραγωγή της λέξης από τον αρχαίο κόρυμβον (= κορυφή), ουσ. από το οποίο σχηματίστηκε το μεταγενέστερο καρύμβαλος, από την αιτιατική του οποίου προέρχεται ο νεοελληνικός καρούμπαλο(ς).
Το Λεξικό της Πρωΐας αναφέρει ως παράλληλο τύπο του το ουσ. καρούμπα (η).