- Μηνύματα
- 28.176
- Reaction score
- 59
To περιοδικο ΣΙΝΕΜΑ παρουσιαζει ενα καλο αφιερωμα σε "ιδιαιτερες" ταινιες οι οποιες μας "εκαψαν" το μυαλο.
Υπάρχουν ταινίες, η παρακολούθηση των οποίων θα έπρεπε να γίνεται με συμβουλή γιατρού. Μιλάμε για εκείνες τις περιπτώσεις όπου ένα φιλμ είναι τόσο δυσνόητο ή κρυπτικό, τόσο ασυνάρτητο, τόσο αλλοπρόσαλλο, τόσο πέρα από κάθε φαντασία ή τόσο... πέρα γενικότερα που να σε φέρνει στην καλύτερη περίπτωση σε αμηχανιά, στην χειρότερη στα πρόθυρα εγκεφαλικού. Μερικές από τις ταινίες αυτές συνέλεξε η σύνταξη του περιοδικού και τις παρουσιάζει παρακάτω. Αντλώντας, φυσικά, από προσωπικά τραύματα.
**********
Τhe Truman Show (1998) του Πίτερ Γουίαρ
Προέβλεψε με ανατριχιαστική ακρίβεια την άνοδο της ριάλιτι τηλεόρασης (απέναντι στην οποία προσωπικά δεν διατηρώ κάποια θεμελιώδη αντίθεση), κάνοντας αδύνατη για εμάς την απόφαση για το κατά πόσο το μεγαλύτερο σοκ είχε έρθει τότε ή αν δημιουργείται σήμερα, παρακολουθώντας την ταινία υπό το φως μιας κοινωνίας όπου η παραβίαση της ιδιωτικότητας σε κάθε επίπεδο περνά στα ψιλά γράμματα.
Απόλυτα συνταρακτικό στη βάση του και βαθύτατα ανθρώπινο, παρά τον έντονο σατιρικό χαρακτήρα του, το προφητικό φιλμ του Πίτερ Γουίαρ έκανε όλο τον κινηματογραφικό πλανήτη να παραμιλά για το εξωγήινό του concept όταν προσγειώθηκε σε έναν προ-«Βig Βrother» πλανήτη Γη εν έτει 1998, τοποθετώντας έναν άνθρωπο χωρίς την επίγνωσή του στο κέντρο μιας ζωής-reality show που σπάει όλα τα κοντέρ θεαματικότητας.
Ενας Τρούμαν (true man, δηλαδή αληθινός άνθρωπος) όνομα και πράγμα, ζει μια ζωή πλαστή αναζητώντας δίχως να το γνωρίζει την ίδια του την ταυτότητα, αγνοώντας τις πολύ βασικές αλήθειες της ελεγχόμενης πραγματικότητάς του. Και μαζί του, ένας έφηβος θεατής (όπως ήμουν εγώ όταν είδα το φιλμ) βιώνει με οδηγό αυτό το ουμανιστικό ποίημα τις πρώτες του θεολογικές αναζητήσεις επί της μεγάλης οθόνης, αφήνοντας το μυαλό να περιπλανηθεί σε μονοπάτια ως τότε αδιανόητα και αχαρτογράφητα.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ
Ciao! Manhattan (1972) των Τζον Πάλμερ, Ντέϊβιντ Γουάϊσμαν
Πρόκειται για την ιστορία της Σούζαν Σούπερσταρ, μιας όμορφης πλην κατεστραμμένης μεγαλοαστής, που επιστρέφει στην έπαυλη της μητέρας της για να ξεπλυθεί από τη μολυσμένη ζωή της στο Μανχάταν, όπου διέπρεψε ως socialite. Μόνο που η ταινία βλέπεται καλύτερα ως ντοκιμαντέρ.
Ημιαυτοβιογραφία της διάσημης σταρ του Factory Ιντι Σέτζγουικ, συνδυάζει πρωτότυπο υλικό από τις glossy μέρες εκείνης και του Αντι Γουόρχολ, με εικόνες από τη Σέτζγουικ στην κανονική της κατάσταση κατά την περίοδο του γυρίσματος, τόσο καμένη από τα ναρκωτικά και τη νοσηλεία στο ψυχιατρείο που μετά βίας αναγνωρίζει την κάμερα. Σας έχει τύχει να είστε ο μόνος «καθαρός» σ' ένα πάρτι όπου όλοι οι καλεσμένοι είναι μαστουρωμένοι μέχρι το κόκαλο;
Αν όχι, δείτε το «Ciao! Μanhattan» και θα καταλάβετε την αίσθηση.
Κάψιμο - bonus: η Ιντι Σέτζγουικ πέρασε όλη της τη ζωή κυνηγώντας την καλλιτεχνική καταξίωση, αλλά στην πραγματικότητα το έργο τέχνης που παρέδωσε ήταν η περσόνα που καλλιέργησε με τη στυλιστική της πρωτοτυπία και την αλαφροϊσκιωτη αντιμετώπιση της ζωής. Το «Ciao! Μanhattan» είναι το μόνο πραγματικό έργο που παρήγαγε κι έγινε ιστορικό επειδή απεικονίζει τον πραγματικό της εαυτό!
ΛΗΔΑ ΓΑΛΑΝΟΥ
Η κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας (LE CHARME DISCRET DE LA BOURGEOISIE, 1972) / Το Φάντασμα Της Ελευθερίας (LE FANTOME DE LA LIBERTE, 1974) του Λουίς Μπουνιουέλ
Θα μπορούσε να ήταν μια ταινία χωρισμένη σε δυο μέρη. Ή ένα ταξίδι που γίνεται ταυτόχρονα με δύο, εντελώς διαφορετικά, μεταφορικά μέσα. Για να το κάνω ακόμη πιο mind fucking, φανταστείτε ένα τρένο κι ένα πλοίο να διασχίζουν την έρημο της Σαχάρας την ώρα που οι επιβάτες τους πιστεύουν ότι κατευθύνονται στο Βλαδιβοστόκ.
Το πιο ενδιαφέρον στο ταξίδι του Μπουνιουέλ, όμως, είναι ότι αυτός κατάφερε να οδηγήσει τους δικούς του επιβάτες στο σωστό Βλαδιβοστόκ: στη χώρα των ονείρων, του υποσυνείδητου, της φυγής, της ποίησης, της τρέλας.
Στη χώρα όπου η αστική ηθική έχει πεθάνει προ πολλού και το αυτονόητο του καθωσπρεπισμού έχει χαθεί για πάντα. Συμβατική ιστορία, φυσικά, αυτές οι ταινίες δεν έχουν. Ή μάλλον έχουν πολλές μικρές ιστορίες, σουρεαλιστικές και φευγάτες, αστείες, και καυστικές σαν υδροχλωρικό οξύ. Η πιο διάσημη είναι το επίσημο «δείπνο» μιας παρέας μεγαλοαστών οι οποίοι, γύρω από το τραπέζι, κάθονται σε τουαλέτες, ενώ στην τουαλέτα πηγαίνουν για να φάνε!
Αυθεντικός, ατόφιος σουρεαλισμός σε όλο του το μεγαλείο.
ΟΡΕΣΤΗΣ ΑΝΔΡΕΑΔΑΚΗΣ
Μια Γυναίκα Δαιμονισμένη (Possession, 1981) του Αντρέϊ Ζουλάφσκι
Κάποιες ταινίες σε βυθίζουν αμείλικτα στο διαταραγμένο μυαλό των απονενοημένων πρωταγωνιστών τους. Σε ένα magnum opus ανεξέλεγκτου πάθους και διαστροφής ο Ζουλάφσκι ακολούθησε αντίστροφη πορεία, αντικατοπτρίζοντας την παράνοια που κυριεύει την ηρωίδα του σε κάθε κύτταρο της δαιμονισμένης αυτής ταινίας.
Καθώς η Ιζαμπέλ Ατζανί εγκαταλείπει σύζυγο και εραστή, αναζητώντας απεγνωσμένα μια ελευθερία που αδυνατεί να ελέγξει, μεταδίδει την τρέλα στους γύρω της σαν αφροδίσιο νόσημα. Μην αναρωτιέστε μάταια γιατί αυτοτραυματίζεται, γιατί η ιερόδουλη φίλη της περνά όλη την ταινία με το πόδι στο γύψο, γιατί η δασκάλα του γιου της είναι η ίδια η Ατζανί αλλά με απόκοσμα πράσινα μάτια ή τι ακριβώς συμβολίζει το τερατώδες πλάσμα με το οποίο συνουσιάζεται.
Ο Ζουλάφσκι υποστήριξε ότι έβγαλε τα απωθημένα του δικού του βασανιστικού διαζυγίου «παίζοντας» τη συζυγική κρίση ενός ζευγαριού στη διαπασών, σε ένα ντελίριο υστερίας σαν να μην υπάρχει αύριο. Για άλλους απλά είχε πάρει πολλά ναρκωτικά. Το σίγουρο είναι ότι εσείς δεν χρειάζεται να γίνετε τοξικομανείς. το «ταξίδι» είναι εξασφαλισμένο. Για την επιστροφή πάλι δεν μπορώ να εγγυηθώ.
ΘΑΝΑΣΗΣ ΠΑΤΣΑΒΟΣ
Οικογενειακή Γιορτή (Festen, 1998) του Τόμας Βίντερμπεργκ
«Φως, χασάπη!». Προφανώς η κόπια ήταν σκοτεινή. Κακοτυπωμένο βίντεο σε 35άρι. Ολα τα υπόλοιπα, όμως; Κουνημένη κινηματογράφηση, εξ ολοκλήρου κάμερα στον ώμο, jump cuts, ακατέργαστος ήχος, ηθοποιοί με πλάτη στο φακό ή εκτός πλάνου. Το βλέμμα λαχάνιασε - ασυνήθιστο στην πειραματική προχειρότητα.
Το μυαλό κουράστηκε, καθώς οι αφηγηματικοί κανόνες κατέρρεαν ο ένας μετά τον άλλον. Τι βλέπω; Γιατί μοιάζει με home video; Και πάνω απ όλα, γιατί έχουν καταργηθεί οι αποστάσεις, γιατί αισθάνομαι αποπνιχτικά - καθισμένη, ή μάλλον εγκλωβισμένη σ' αυτό το τραπέζι γενεθλίων; Οταν ο Κρίστιαν σήκωσε το ποτήρι του σε πρόποση του πατριάρχη της οικογενείας, όλα ανατινάχτηκαν.
Τίποτα δεν εξηγήθηκε, αλλά όλα έγιναν κατανοητά. Η φόρμα του κινηματογράφου όπως τον ξέραμε και τον διδασκόμασταν έπρεπε να σπάσει για να γυρίσουμε πίσω στην ουσία. Υπήρχε λόγος να αφουγκραστούμε το Λόγο, να επιτρέψουμε στον ηθοποιό να τον αρθρώσει και εμείς να τον ακούσουμε - όχι dolby surround, αλλά επειδή εμείς τεντώσαμε τ αυτιά μας. Ξαφνικά όλοι οι τεχνικοί περιορισμοί μεταμορφώθηκαν σε ευκαιρίες επίθεσης στο συναίσθημα του θεατή, κι όλες οι ατέλειες της εικόνας γέννησαν ειλικρίνεια κι έναν νέο, «δογματικό» νεορεαλισμό.
Οι επαναστάσεις (ευτυχώς!) έχουν ημερομηνία λήξης, αλλά το ντεμπούτο του Τόμας Βίντερμπεργκ έμεινε στην ιστορία, καθώς πήδηξε το μυαλό και χτύπησε κατευθείαν στις αισθήσεις - όπως το σινεμά οφείλει να κάνει.
ΠΟΛΥ ΛΥΚΟΥΡΓΟΥ
Fight Club (1999) του Ντέϊβιντ Φίντσερ
Οταν οι Pink Floyd εμπνέονταν το «Μomentary Lapse Of Reason», είμαι σίγουρος ότι δεν μπορούσαν καν να φανταστούν πόσο «lapse» θα μπορούσε να είναι ένα... «lapse» στο μυαλό κάποιου. Ενα στιγμιαίο ολίσθημα της λογικής. Μια λούπα δευτερολέπτου που μπορεί να δημιουργήσει κολοσσιαία τρικυμία στο μυαλό, να ανατρέψει τη λογική, να αντικαταστήσει την πραγματικότητα με μια σφοδρή φαντασίωση.
Οι Pink Floyd, σίγουρα, δεν μπορούσαν να φανταστούν την τρικυμία εν κρανίω που θα προκαλούσε το βιβλίο του Τσακ Πάλανιουκ και η ταινία του Ντέιβιντ Φίντσερ, ούτε είχαν αυτό το χάος στο μυαλό τους όταν έγραφαν το δισκάκι τους. Διότι το συγκεκριμένο χάος του «Fight Club» ήταν ένα παιχνίδι με τα όρια του μυαλού στο οποίο δεν καθόριζες εσύ τους κανόνες. Δημιουργούνταν μόνοι τους.
Θυμάμαι να μένω εμβρόντητος στο κάθισμα, διαπιστώνοντας την πλάνη του Εντουαρντ Νόρτον και προσπαθώντας να βγάλω άκρη για το αν αυτό το ψυχαναλυτικό κουβάρι που εκτυλισσόταν μπροστά στα μάτια μου ήταν μια πραγματικότητα ή ένα παράλληλο σύμπαν που έβρισκε εύκαιρη μια σχισμή της αϋπνίας του ήρωα και στρογγυλοκαθόταν στη ζωή του για να δώσει λύση στο υπαρξιακό του.
Πίστεψα πολύ βαθιά ότι ο Τάιλερ Ντέρντεν, ο ήρωας της ταινίας, ήταν το alter ego που θα έπρεπε να βρω και σχεδόν στρατεύτηκα στον ιερό σκοπό του, μόνο που δεν έβρισκα γύρω μου πρόθυμους ανθρώπινους σάκους προς εκτόνωση. Παρότι ένιωθα και εγώ ένας τέτοιος ανθρώπινος σάκος...
Από το «Fight Club» και μετά, όταν νιώθω να πλησιάζει ο προφητικός χρησμός των Pink Floyd, όταν τείνει να αποδράσει ένας δεύτερος εαυτός από μέσα μου και να κάνει του κεφαλιού του σε μια underground κοινωνία με ομόνοους «κατεστραμμένους», σκέφτομαι τους λυτρωτικούς μώλωπες του Τάιλερ, το μάτι - γαρίδα του «αφηγητή» και το «Μomentary Lapse Of Reason». Και στιγμιαία παγώνω. Σχεδόν πάντα.
ΜΑΡΚΟΣ ΦΡΑΓΚΟΣ
Τhe Last Movie (1971) του Ντένις Χόπερ
Ερώτηση: Πόσα καλώδια του εγκεφάλου του Ντένις Χόπερ θα μπορούσαν να έχουν καεί μετά το μισό στρέμμα μαριχουάνας που κάπνισε γυρίζοντας τον «Ξένοιαστο Καβαλάρη»;
Απάντηση: Τόσα, ώστε να σκηνοθετήσει την αμέσως επόμενη ταινία του, «Τhe Last Μovie».
Ανακάλυψα το «Last Μovie» σε μεταχειρισμένο VHS κάπου στη Νέα Υόρκη. Γνώριζα το φιλμ και ήθελα πολύ να το δω, γιατί ήμουν φαν του Ντένις Χόπερ, διάολε, του σκηνοθέτη του «Εasy -fuckin- Rider!».
Και βρέθηκα αντιμέτωπος με ένα πάρα μα πάρα πολύ κακό «ταξίδι». Οταν είχα δει τον «Καβαλάρη» ένιωσα τη μπάλα να χάνεται μόνο μια φορά, στη σκηνή όπου τα παλικάρια κυκλοφορούν μαστουρωμένα στη Νέα Ορλεάνη.
Σήμερα κάνω fast forward στη σκηνή όποτε βλέπω την ταινία. Ε, όλο το «Last Μovie» είναι σαν αυτή την σκηνή. Εφιάλτης. Αδιέξοδο. Απελπισία. Πρέπει να σταματήσεις το DVD. Γιατί κινδυνεύεις. Απ όσο θυμάμαι, το θέμα της ταινίας ήταν τα προβλήματα στη δημιουργία ενός αμερικανικού φιλμ που γυρίζεται στο Περού.
Ειρωνικά τα προβλήματα που είχε στο γύρισμά του το «Last Μovie» έμελλε να γίνουν το ζωντανό παράδειγμα των προβλημάτων με τα οποία ασχολούνταν η πλοκή, αφού το χάος του θύμωσε τόσο πολύ τους χαρτογιακάδες της Universal που αποφάσισαν να «παγώσουν» για τα καλά τον Χόπερ.
Το «Last Μovie» παραλίγο να γίνει όντως η τελευταία ταινία του γιατί η αποτυχία του τον απομάκρυνε από τη σκηνοθεσία μέχρι το 1980 όταν ο Χόπερ επέστρεψε με τους «Ξεγραμμένους». Και ξέρετε κάτι; Από το «Last Μovie» και μετά, ο Ντένις Χόπερ ποτέ δεν με έπεισε ότι ως σκηνοθέτης είχε αφήσει το φάντασμα αυτής της ταινίας πίσω του.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΖΟΥΜΠΟΥΛΑΚΗΣ
Gummo (1997) του Χάρμονι Κορίν
Θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί πως αρκούν οι ευλογίες του Βέρνερ Χέρτζογκ στο συγκεκριμένο φιλμ για να διεκδικήσει μια θέση σε τούτη τη λίστα. Ωστόσο ο Χάρμονι Κορίν (σεναριογράφος του «Κids», του «Κen Ρark», κ.ά.) φρόντισε το σκηνοθετικό του ντεμπούτο να είναι αρκετά αλλόκοτο ώστε να περιλαμβάνει έναν σεξομανή σκέιτ μπόρντερ που κυκλοφορεί φορώντας αυτιά λαγού, έναν νέγρο νάνο, τρεις αδερφές-επίδοξες στρίπερ και έναν 12χρονο τραβεστί και να μην σκαρφιστεί κανενός είδους αφήγηση να τους συνδέσει.
Οι δύο ήρωες της ταινίας, ο Σόλομον και ο Τάμλερ, δύο έφηβοι σε κρίση ανίας στην επαρχιακή πόλη Xenia του Οχάιο των ΗΠΑ που στην δεκαετία του 70 χτυπήθηκε από τυφώνα σκοτώνουν γάτες, ακούν black metal, σνιφάρουν κόλλα, καβαλικεύουν τα ποδήλατά τους και έρχονται σε επαφή με το παραπάνω μωσαϊκό ιδιοτροπιών. Εξελίσσοντας το «Gummo» μέσα από κυβευτικές αλληλουχίες σκηνών, ο Χάρμονι Κορίν εγκαταλείπει κάθε υπόνοια πλοκής. Διηγείται την ασαφή, καθόλου συγκεκριμένη και σίγουρα όχι συμβατική κινηματογραφική ιστορία του με τρόπο που όχι απλά δεν γίνεται ιδιαίτερα κατανοητός αλλά οδηγεί και κάμποσα από τα εγκεφαλικά κύτταρα του θεατή στην αναπόφευκτη υπερθέρμανση.
ΗΛΙΑΣ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ
Manos: The Hands Of Fate (1966) του Χάρολντ Π. Γουόρεν
Στην αρχή έλεγα να γράψω το «Πέρσι Στο Μάριενμπαντ» του Ρενέ, αφού κανείς άλλος τελικά δεν το ανέφερε. Μετά όμως θυμήθηκα πως είχα πάθει μεγάλη ζημιά βλέποντας την ταινία που γύρισε ένας έμπορος λιπασμάτων από το Ελ Πάσο, προσθέτοντας μια από τις πιο εκλεκτές εισφορές στη λίστα με τις χειρότερες δημιουργίες όλων των εποχών.
Από τον τίτλο, νομίζω, μπορεί να πάρει κανείς μια ιδέα για τον σουρεαλισμό που ακολουθεί: Το φιλμ μεταφράζεται ουσιαστικά ως «Χέρια: Τα Χέρια Της Τύχης», όσο για την υπόθεση, αυτή απ ότι θυμάμαι πάει κάπως έτσι.
Οικογένεια ξεκινά μια εκδρομή με το αυτοκίνητο και στην πορεία χάνει τον δρόμο. Μαμά, μπαμπάς, μικρή κόρη και σκυλάκι κανίς καταλήγουν σε ένα απομονωμένο σπίτι όπου τους υποδέχεται ένας σαλταρισμένος οικονόμος που μοιάζει να είναι κατσικοπόδαρος (και πνευματικά καθυστερημένος, θα πρόσθετα). Το μόνο που τους λέει είναι πως ονομάζεται Τόργκο, φροντίζει το σπίτι όσο λείπει ο... Αφέντης και πως όπου να ναι θα νυχτώσει (ενώ μοιάζει προφανές ότι είναι ακόμη μεσημέρι).
Μετά από αρκετές σκηνές όπου δυσκολεύεται να αποφασίσει αν θα προσκαλέσει τους επισκέπτες να μείνουν στο σπίτι ή όχι, ο Τόργκο δέχεται να φιλοξενηθούν στην οικία του Αφέντη. Φανερά εκνευρισμένος, ο πάτερ φαμίλιας της οικογένειας ξεσπά επάνω στον οικονόμο, βάζοντάς τον να κουβαλήσει δυο ολόκληρες φορές τα ψώνια από και προς το αυτοκίνητο!
Οταν ο Τόργκο εξοργιστεί σε οριακό σημείο πηγαίνει να ξυπνήσει τον Αφέντη, ο οποίος ντύνεται με μια μπέρτα που έχει κεντημένη επάνω της δυο τεράστια χέρα («manos», το πιασες
ΛΟΥΚΑΣ ΚΑΤΣΙΚΑΣ
Στάλκερ (Stalker, 1979) του Αντρέϊ Ταρκόφσκι
Αν δεις το «Στάλκερ» μικρός, μπορεί να την ακούσεις ανεπανόρθωτα. Να παραβλέψεις τις περισσότερες φιλοσοφικές, ποιητικές του απολήξεις και να ακολουθήσεις ως υπνωτισμένος τη διαδρομή των τριών ηρώων (του συγγραφέα, του επιστήμονα και του οδηγού τους / Στάλκερ) προς την απαγορευμένη «Ζώνη», εκεί όπου γίνονται πραγματικότητα οι πιο κρυφές ανθρώπινες επιθυμίες. Αυτός είναι και ο μόνος τρόπος για να βιώσεις ολοκληρωτικά την εμπειρία μιας new wave οπτικοακουστικής όπερας που χαρτογραφείται με τη λογική ενός video game (οι ήρωες περνούν από «πίστα σε πίστα» ξεφεύγοντας από κρυμμένα εμπόδια, τοποθετημένα στη διαδρομή από την αόρατη κυβέρνηση), βυθίζεται σταδιακά και βασανιστικά σε ένα υγρό -κυριολεκτικά- σύννεφο μιας πράσινης μονοχρωμίας, αντηχεί τα ντεσιμπέλ των ηλεκτρονικών ιντερλούδιων του Εντουαρντ Αρτέμιεφ και καταλήγει μετά από 163 λεπτά στη μεγάλη απόφαση (προσοχή εδώ αποκαλύπτεται το τέλος!) πως κανείς από τους ήρωες δεν νιώθει έτοιμος να εισέλθει στο δωμάτιο της «Ζώνης».
Αν δεις το «Στάλκερ» μεγαλώνοντας, καταλαβαίνεις απλά πως αυτό το σαδιστικό ταξίδι συνέβη στο μυαλό σου. Και μπαίνοντας στη θέση των τριών οδοιπόρων οφείλεις να απαντήσεις αν εσύ θα έπαιρνες τη μεγάλη απόφαση να μπεις στη «Ζώνη». Δεκαπέντε χρόνια μετά αδυνατώ να απαντήσω...
ΜΑΝΩΛΗΣ ΚΡΑΝΑΚΗΣ