Το παιδί του δρόμου δεν είναι πια εδώ....

Μηνύματα
29.226
Reaction score
23.259
Βαγγέλης Παπάζογλου (1896-1943)

cache_728x3000_Analog_medium_1226308_152298_2562021.JPG



Στις 27 Ιουνίου 1943, σαν σήμερα πριν 78 χρόνια πέθανε στην Αθήνα ο ταλαντούχος ρεμπέτης στην προπολεμική ελληνική πρωτεύουσα Βαγγέλης Παπάζογλου (1896-1943), σε ένα μαρτυρικό θάνατο από πείνα…


Άκουσα για πρώτη φορά το όνομα του πριν λίγα χρόνια σε τηλεοπτική εκπομπή αφιερωμένη στο ρεμπέτικο – αυτό το καταδιωγμένο και απαγορευμένο από τη δικτατορία του Μεταξά μουσικό είδος, το φυτρωμένο και καλλιεργημένο στις υποβαθμισμένες αστικές περιοχές των μεγάλων ελληνικών πόλεων, που όπως διάβασα κάπου, «αναπτύχθηκε παράνομα, μέσα στους τεκέδες και κάτω από τη βαριά μυρωδιά του χασίς». Δεν ήξερα τον Βαγγέλη Παπάζογλου, ήξερα όμως – όπως υποθέτω και εσείς – το τραγούδι του:

«Κάτω στα λεμονάδικα γίνηκε φασαρία, δυο λαχανάδες πιάσανε και κάναν την κυρία. Τα σίδερα τούς φόρεσαν και στη στενή τους πάνε κι αν δε βρεθούν τα λάχανα, το ξύλο που θα φάνε». Στη μάγκικη, καταπληκτικά όμορφη αργκό των ρεμπέτηδων, «λαχανάδες» ήταν οι κλέφτες πορτοφολιών, «λάχανα» ήταν τα πράσινα σαν λάχανα, προπολεμικά χαρτονομίσματα και «παντόφλες» ήταν τα πορτοφόλια… Ήξερα επίσης το άλλο τραγούδι του Βαγγέλη Παπάζογλου:


«Πέντε χρόνια δικασμένος μέσα στο Γεντί Κουλέ, από το πολύ σεκλέτι το `ριξα στον αργιλέ. Φύσα, ρούφα, τράβα τονε, πάτα τονε κι άναφτονε. Φύλα τσίλιες για τους βλάχους, κείνους τους δεσμοφυλάκους». Αυτό νομίζω το καταλαβαίνετε χωρίς επεξηγήσεις - όπου Γεντί Κουλέ, είναι ένα φρούριο στη Θεσσαλονίκη που χρησιμοποιήθηκε για πολλά χρόνια, μέχρι τα μέσα του 20ού αιώνα, ως μια πολύ κακόφημη και σκληρή φυλακή.

Λοιπόν, αυτός ο περιθωριακός ρεμπέτης από τη Σμύρνη, που βρέθηκε στην Ελλάδα μετά την καταστροφή του 1922, πρόσφυγας στην Κοκκινιά (σήμερα Νίκαια) της Αθήνας, ήταν τότε γνωστός με το ψευδώνυμο Αγγούρης, επειδή ήταν πεισματάρης, ασυμβίβαστος και ξεροκέφαλος και δεν παράβαινε με τίποτε, τις αρχές του. Ήταν καθοριστικοί δύο σταθμοί στη σύντομη ζωή του. Ο πρώτος σταθμός ήταν η λογοκρισία στα ρεμπέτικα τραγούδια που η δικτατορία Μεταξά επέβαλε από τον Αύγουστο 1936 στην προσπάθεια να τα «καθαρίσει» από το «βρώμικο» λεξιλόγιο των χασισοποτών, όπως οι λέξεις «λουλάς», «πρέζα», «χασίσι» κ.λπ. Λοιπόν, ο «Αγγούρης», σε ένδειξη διαμαρτυρίας, σταμάτησε να ηχογραφεί τραγούδια.


Ο δεύτερος σταθμός, ήταν όταν κατέλαβαν οι Γερμανοί την Αθήνα το 1941. Τότε ο Αγγούρης αποφάσισε να μην ξαναδουλέψει σε πάλκο, γιατί όπως έλεγε, «δεν ήθελε να τραγουδά για να χορεύουν οι μαυραγορίτες», αφού τότε, μόνον οι μαυραγορίτες είχαν χρήματα και διασκέδαζαν. Έλεγε ακόμα, ότι «τα πουλιά δεν κελαηδούν όταν νυχτώσει...», αναφερόμενος στην Κατοχή της Ελλάδας από τους χιτλερικούς.


Για να επιβιώσει αυτός και η γυναίκα του η Αγγέλα που ήταν τραγουδίστρια επίσης από τη Σμύρνη (φωτογραφία) μέσα σε εκείνες τις συνθήκες λιμοκτονίας, έγινε παλιατζής και πούλησε όλα τα έπιπλα του σπιτιού του για λίγο φαγητό. (Με την Αγγέλα είχαν υιοθετήσει ένα παιδί, τον Γιώργη Παπάζογλου, που είναι σήμερα 94 χρονών). Ο Βαγγέλης εξακολουθούσε να γράφει, αλλά τα τραγούδια του τα χάριζε σε φίλους και συναδέλφους του μουσικούς.

Ο Βαγγέλης Παπάζογλου προσβλήθηκε από φυματίωση, έκανε συχνές αιμοπτύσεις και πέθανε από την πείνα τον Ιούνη 1943. Ξέρετε τι σημαίνει αυτό; Πέθανε μόλις στα 47 του χρόνια από την πείνα για να υποστηρίξει την άποψή του, ενώ θα μπορούσε να καλοπερνά και να ζήσει τα διπλάσια χρόνια αν άφηνε την άποψή του στην άκρη… Η γυναίκα του δανείστηκε δύο καρέκλες για ν’ ακουμπήσουν το φέρετρο και τον έθαψαν χωρίς παπά, αφού ο παπάς είχε πάει στη μαύρη αγορά…

Έγραψε λίγο πριν πεθάνει ο Βαγγέλης Παπάζογλου: «Λες και με χτύπησε βαριά στα στήθη μου ο Χάρος, τη φθίση νύφη μου ‘δωσε και μου ‘γινε κουμπάρος»...

Νομίζω είναι καλό να θυμηθούμε σήμερα τον Αγγούρη – αυτή την ευγενική ψυχή που αναδύθηκε μέσα από το ντουμάνι του χασισοποτείου και στάθηκε όρθια, μέσα στο μαύρο σκοτάδι της ανθρώπινης κτηνωδίας. Ας θυμηθούμε και «Το παιδί του δρόμου», ένα από τα πιο συγκλονιστικά του τραγούδια που έγραψε το 1937 και που μοιάζει… προφητικό για το δικό του τέλος:


Είμαι του δρόμου το παιδί

το παραπονεμένο

και σαν σκυλάκι κάθομαι

στους πάγκους το καημένο

το κρύο έχω πίκρα μου

η ζέστη είν’ η χαρά μου

του καθενός το θέλημα

είν’ η παρηγοριά μου


η πείνα δεν με φόβισε

ορφάνια δεν θυμούμαι

βρέθηκα έτσι στο ντουνιά

και δεν παραπονιούμαι

Κι αν αποθάνω και βρεθεί

κανένας και με θάψει

είμαι του δρόμου το παιδί

κι εκείνος ας με κλάψει…









ΥΓ.ΤΟ ΕΒΑΛΑ ΟΛΟ ΓΙΑΤΙ ΕΙΝΑΙ ΣΧΕΔΟΝ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΚΑΙ ΜΙΚΡΟ.
 


Staff online

  • abcd
    Πρώην Διοικητής ο τροπαιοφόρος
  • xfader
    Segregation supporter

ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΑ

Threads
171.594
Μηνύματα
2.865.206
Members
37.934
Νεότερο μέλος
alkapsal
Top