- Μηνύματα
- 25.051
- Reaction score
- 20.464
Μήπως να δοκίμαζα κι αυτό; Να κατεβάσω και το άλλο, να το δω κι εκείνο; Δ’ είν’ κακ’ ιδέα. Προ ημερών έπρεπε να κάνω κάποιες δοκιμές για κάποια δουλειά, και βάλθηκα να δοκιμάσω πεντέξι διανομές Linux.
Για όσους το έχετε απλώς ακουστά, το Linux είναι ένα λειτουργικό σύστημα που το δημιούργησε ο φινλανδός Linus Torvalds. Ήταν Αύγουστος του 1991, όταν ο Torvalds γνωστοποίησε αυτή την προσπάθειά του στην online κοινότητα, στο Usenet, τότε. Ο κώδικας ήταν ανοικτός, καθώς μπορούσε να τον έχει στη διάθεσή του όποιος ήθελε, στην αρχή συμμετέσχον κάποιοι λίγοι προγραμματιστές, ενώ στη συνέχεια, το έρεισμα του νέου λειτουργικού συστήματος εξαπλώθηκε με εκθετική ταχύτητα. Και το όνομα αυτού, Linu(s’ Uni)x, Linux.
Αφ’ ης στιγμής σ’ αυτό το project συμμετείχαν πλέον πάρα πολλά άτομα διαφορετικά μεταξύ τους, ήταν επόμενο πως θα δημιουργούνταν ξεχωριστές ομάδες με διαφορετικές ικανότητες και -κυρίως- διαφορετική νοοτροπία. Έτσι, μέσα σε ελάχιστα χρόνια, υπήρχαν διαθέσιμες διάφορες εκδοχές του Linux, διανομές, ως έκτοτε επεκράτησε να λέγονται. Δεδομένου πως εξ αρχής το Linux σχεδιάστηκε και υλοποιήθηκε κατά τρόπον ώστε να είναι κατ’ ουσίαν ένα σύστημα όμοιο -ούτως ειπείν- με το Unix, να είναι ένα παρακλάδι του Unix χωρίς να το γράφει ρητά, οπότε δεν είχε νομικές δεσμεύσεις από αυτό, και δεδομένης επίσης της πολύ μεγάλης προσπάθειας της Microsoft, να αποκτήσει μεγάλο μερίδιο αγοράς στο χώρο των μεγάλων πληροφοριακών σε μεγάλες επιχειρήσεις και οργανισμούς, μέσα σε διάστημα 15 ετών, περί το μέσον της πρώτης δεκαετίας του 21ου αι. το τοπίο είχε αλλάξει.
Έτσι, αν σήμερα θέλει κάποιος να στήσει ένα μεγάλο σύστημα, είτε προς εσωτερική χρήση, είτε για να παρέχει υπηρεσίες σε τρίτους, θα επιλέξει είτε Linux server, είτε Windows server, είτε και τα δύο. Το πρώτο είναι δωρεάν (αν και όχι σε όλες τις περιπτώσεις), το δεύτερο πωλείται, ενώ σε αμφότερα τα σενάρια απαιτείται εκτεταμένο γνωσιακό πλαίσιο, ώστε το σύστημα να στηθεί σωστά και να λειτουργεί εύρυθμα.
Όταν παρουσιάσθηκε το λειτουργικό σύστημα Unix στην πρώτη του έκδοση, το έτος 1971, συνοδεύθηκε από τη γλώσσα C, η οποία είχε κατασκευασθεί παράλληλα γι’ αυτό το σύστημα. Έκτοτε, όποιο γιουνιξοειδές σύστημα παρουσιάσθηκε στην αγορά, πάντοτε υπήρχε γι’ αυτό και μια εκδοχή της γλώσσας C, και την πεπατημένη αυτή ακολούθησε και το Linux. Αυτή ταύτη η C είναι γλώσσα προγραμματισμού πολύ χαμηλού επιπέδου, και επομένως πανίσχυρη και πανταχού παρούσα, όχι μόνο στο Linux, αλλά και σε όλα τα άλλα ευρείας χρήσης λειτουργικά συστήματα, ενώ το Unix είναι σήμερα εξαπλωμένο σχεδόν παντού. Με μιαν εξαίρεση. Τους προσωπικούς υπολογιστές που δεν παράγονται από την Apple, δηλαδή όλον αυτόν τον ωκεανό φορητών και σταθερών υπολογιστών που μέσα τους έχουν καρδιά Intel ή AMD, καθώς εκεί είναι παντοκράτωρ τα Windows.
Κρυφοκοιτάζοντας το παρελθόν πίσω από τον ώμο μου, κατά τα τελευταία 25 χρόνια, ίσως μπορώ να σταχυολογήσω κάποιους βασικούς λόγους, για τους οποίους συμβαίνει αυτό.
1. Η κεκτημένη ταχύτητα. Ήδη δέκα χρόνια προ της έλευσης του Linux, ολόκληρη η αγορά των προσωπικών υπολογιστών στον κλάδο των PC, ξέχωρα από την Apple δηλαδή, είχε συνηθίσει σε μια συγκεκριμένη ορολογία, συγκεκριμένους τύπους αρχείων, εν πολλοίς συγκεκριμένη βάση δεδομένων (αναφέρομαι στη DBase), και έμαθε να διακρίνει τα αποθηκευτικά μέσα με την αντιστοίχιση ενός γράμματος της αγγλικής αλφαβήτου σε καθένα εξ αυτών. Εκ φύσεως, αυτό δεν συνέβαινε στο Linux. Ακόμη και σήμερα, 35 χρόνια μετά την κυκλοφορία της Dbase ΙΙΙ, εξακολουθούν να λειτουργούν σε περιβάλλον Windows 10 επαγγελματικές εφαρμογές βάσης δεδομένων σε αρχεία Dbase III Plus, .dbf δηλαδή.
2. Η πληθώρα εφαρμογών, οι οποίες διαρκώς αυξάνονταν και βελτιώνονταν –κι όχι μόνον αυτό, αλλά και η αποτελεσματική αποσφαλμάτωσή τους. Ό,τι υπάρχει και λειτουργεί στην υπηρεσία της μεγάλης μάζας, δουλεύει χωρίς προβλήματα και αμέσως, out of the box, που έλεγε και η γιαγιά μου. Ακολούθως, για να κάνει κάποιος μια δουλειά στον υπολογιστή, πρέπει να χειρισθεί μια εφαρμογή, κατάλληλη γι’ αυτήν τη δουλειά, είτε πρόκειται για κατά κυριολεξίαν δουλειά, είτε για παιχνίδι. Εάν δεν γνωρίζει να χειρίζεται καμιά εφαρμογή, τότε αναγκαστικά θα μάθει κάποια – αλλά ποια; Φυσικά, αυτή που γνωρίζουν οι εντός και πλησίον του επαγγελματικού και κοινωνικού κύκλου του, (όχι πάντοτε, αλλά συνηθέστατα). Προεκτείνοντας, για το 90% των χρηστών, το καλύτερο πρόγραμμα για να κάνουν τη δουλειά τους είναι αυτό που ήδη ξέρουν να χειρίζονται, ασχέτως αν υπάρχει ενδεχομένως διαθέσιμο και κάποιο άλλο, εξ αντικειμένου καλύτερο.
3. Η ενδελεχής και συνεχής υποστήριξη της Microsoft. Όλα αυτά τα χρόνια, παρά τις μισαλλόδοξες και πικρόχολες επικρίσεις που δέχθηκε, ακολουθώντας πολιτική προερχομένη από πολύ ψηλά, από τον ίδιον της τον ιδρυτή, η Microsoft συντηρεί ένα εκτεταμένο και πολύ αποτελεσματικό σύστημα οπισθοπληροφόρησης (feedback), ώστε να γνωρίζει την ποιότητα της υποδοχής των προϊόντων της, αλλά κυρίως τις ανάγκες και επιθυμίες των χρηστών.
4. Η συνάφεια της διεπαφής για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Αυτό ίσως να φαντάζει στην αντίληψή σας ως κάτι δεσμευτικό, συντηρητικό, ή ό,τι άλλο παρόμοιο, αλλά για το επαγγελματικό περιβάλλον είναι πλεονέκτημα θεμελιώδες.
5. Η ολοσχερής αποφυγή της χρήσης της γραμμής εντολών, όχι μόνον στα Windows, αλλά και στο MacOs, το λειτουργικό σύστημα της Apple, καθώς και στα λειτουργικά συστήματα των τάμπλετ και των κινητών τηλεφώνων, κάτι που απλοποίησε στο έπακρο τη χρήση όλων αυτών των συσκευών.
6. Η ίδια η ανθρώπινη ψυχολογία. ‘Εναντι του δωρεάν Linux, για να αποκτήσετε μια νόμιμη άδεια Windows, θα πρέπει να την πληρώσετε. Όμως, αυτά που εκτιμούμε και χρησιμοποιούμε είναι κυρίως αυτά για τα οποία θυσιάσαμε κάτι για να τα αποκτήσουμε, και όχι τα δωρεάν.