- Μηνύματα
- 16.932
- Reaction score
- 54.808
Musique concrete (σημαίνει στα γαλλικά ''συγκεκριμένη μουσική΄΄) καλείται μια φόρμα ηλεκτρονικής μουσικής προκύπτουσα χάρη σε κατάλληλη επεξεργασία και διαμόρφωση τμημάτων από φυσικούς και τεχνητούς ήχους.Συνιστά διαδικασία ανάδρομη της παραδοσιακής σύνθεσης (Musique Abstraite),όπου η μουσική συντίθεται σύμφωνα με συγκεκριμένη τονικότητα και κατόπιν ανατίθεται σε μουσικούς εκτελεστές.Στη συγκεκριμένη μουσική οι ήχοι πρώτα έχουν καταγραφεί και ύστερα δομούνται σύμφωνα με δεδομένη τονικότητα.Το ιδίωμα εξελίχθηκε κατά τις δεκαετίες 40-50 χάρη στην τεχνολογική πρόοδο των μικροφώνων,τη δημιουργική χειραγώγηση φωνογραφικών δίσκων και τη διάδοση στην αγορά μαγνητοταινιών ηχογράφησης,μέσου που διευκόλυνε την επαναληπτική αναπαραγωγή ήχων (tape loops).
Ο Pierre Schaeffer,ραδιοφωνικός εκφωνητής από το Παρίσι αφού εόρτασε την απελευθέρωση το 1944 παίζοντας επανειλημμένα τη "Μασσαλιώτιδα",εξέπεμψε τέσσερα χρόνια μετά υπό τον τίτλο "Κοντσέρτο Θορύβων" τις πειραματικές συνθέσεις:"Etude aux chemins de fer"(Σπουδή με τρένα),"Etude au piano I"(Σπουδή για πιάνο Ι) και "Etude aux casseroles" (Σπουδή με τηγάνια).Η εκτέλεση αυτών επιτάχυνε,επαναλάμβανε και έπαιζε με ανάποδη φορά καταγραφές ηχητικών πηγών όπως σφυρίχτρες τρένων,φορτηγίδες,σόλο πιάνο,κρουστά όργανα και κροταλίζοντα μαγειρικά σκεύη. Ο Schaeffer συνεργάστηκε, επίσης με τον έτερο πρωτοπόρο της συγκεκριμένης μουσικής Pierre Henry.Μαζί έδωσαν κλασσικά δείγματα όπως το "Symphonie pour un homme seul" (Συμφωνία για έναν άντρα μόνο).
Ο συνδυασμός με άλλα είδη ηλεκτρονικής μουσικής έδωσε τη σύνθεση του Edgar Varese, "Poeme Εlectronique" (Ηλεκτρονικό Ποίημα).Το έργο έκανε πρεμιέρα το 1958 στο Belgium World's Fair των Βρυξελλών, με τη χρήση 425 προσεκτικά τοποθετημένων ηχείων σε ειδικό περίπτερο σχεδιασμένο από τον Έλληνα αρχιτέκτονα και μουσικό Ιάννη Ξενάκη. Η Dame Hilda Tablet,περσόνα επινόηση του Henry Reed, ανήγγειλε τη δημιουργία της στη "Musique concrete renforcee".
Ο χαρακτηρισμός ΄΄Συγκεκριμένη΄΄ αποδόθηκε από την επιθυμία του Schaeffer να δείξει ότι απέβλεπε στην εξαγωγή των ''αφηρημένων΄΄ μουσικών αξιών,αφού πρώτη ύλη έγινε συμπαγές μουσικό υλικό από ηχητικά πεδία του περιβάλλοντος κόσμου στον οποίο είμαστε εκτεθειμένοι.
Η συμβατική μουσική δημιουργία ξεκινά από αφηρημένη νοητική σύλληψη για να καταλήξει σε δεδομένη σύνθεση και απόδοση.Μολονότι ο Schaeffer επιδίωκε ν'αντιταχθεί στις υπερβολές της αφηρημένης τέχνης που χαρακτήριζαν εκείνη την περίοδο,αυτό δεν εμπόδιζε την ανάκτηση της αφηρημένης υπόστασης η οποία όμως όφειλε κατ'αυτόν να επιστρέψει διαβαίνοντας μέσα από τις ΄΄Συγκεκριμένες΄΄ ηχητικές αξίες.
Κατά συνέπεια,η musique concrete απαρνήθηκε τους κοινούς περιορισμούς και συμβάσεις που χαρακτηρίζουν τη συνήθη μουσική δημιουργία.Δεν πρόκειται περί εμπνεύσεως που ρέει από την ψυχή των συνθετών σε μουσική στίξη και ερμηνευόμενη σε μεταγενέστερο χρόνο από έτερους μουσικούς ερμηνευτές.
Οι δημιουργοί της συγκεκριμένης μουσικής συνθέτουν υπό την έννοια ότι συναρμολογούν,τεμαχίζουν,συγκεντρώνουν,διαμορφώνουν και μοντάρουν.Μεταχειρίζονται κατά κανόνα ηχογραφημένους ήχους τους οποίους δύνανται να παίζουν με ανάδρομη φορά,να τους επιταχύνουν/επιβραδύνουν,παραμορφώνουν ή/και να τους παρεμβάλλουν τον ένα μες τον άλλον.Η μαγνητική ταινία και οι περιστροφείς αναλογικών δίσκων που αποτελούσαν τα πιό πρόσφορα μέσα εκείνης της εποχής καθίσταντο σε τούτο το πλαίσιο μουσικά όργανα και ΄΄ορχήστρα΄΄ συνάμα,δηλαδή απουσίαζαν οι μουσικοί ερμηνευτές με την κλασσική έννοια του όρου.
Το συγκεκριμένο μουσικό ιδίωμα βασίστηκε στη στουντιακή επεξεργασία ήχων και θορύβων της καθημερινότητας που είχαν προ-ηχογραφηθεί είτε σε αναλογικούς δίσκους (όπου εφαρμοζόταν η τεχνική δημιουργίας κλειστών κυκλικών αυλακιών στη θέση του συνεχόμενου σπειροειδούς από την περιφέρεια προς το κέντρο σε κάθε δίσκο σχηματίζοντας έτσι συνεχείς ηχητικούς βρόχους),είτε σε μαγνητική ταινία (τέλη της δεκαετίας του 40).
Οι ηχητικές συλλήψεις αναπτύσσονταν από το δημιουργό σε ολοκληρωμένες μουσικές συνθέσεις.Διακρίνονταν από την αμιγώς ηλεκτρονική μουσική-η οποία χρησιμοποιούσε γεννήτριες τόνων και ήχων.
Μολονότι κατά τις μεταγενέστερες δεκαετίες,η musique concrete αφομοιώθηκε και παραγκωνίστηκε από νεώτερα είδη ηλεκτρονικής σύνθεσης,η επίδραση και απήχηση αυτής σε δημοφιλή συγκροτήματα όπως οι Beatles,-στο τραγούδι Revolution 9- και οι Pink Floyd, είναι πασιφανής.
Η δημοτικότητά της επανήλθε κατά τις δεκαετίες 80-90.Καλλιτέχνες όπως ο Ray Buttigieg στις πειραματικές συνθέσεις του «Earth Noise» και «Sound Science Series» χρησιμοποιούν προκατασκευασμένους και προμελετημένους ήχους μέσω παλαιών και ριζοσπαστικών τεχνικών, με τη διαφορά ότι τώρα αυτό επιτυγχάνεται με τη μεσολάβηση ηχητικής δειγματοληψίας (sampling αντί της παραδοσιακής μαγνητοταινίας.
Η θεμελιώδης επίδραση των έργων του Schaeffer στα σύγχρονα ηλεκτρονικά ιδιώματα διακλαδίζεται σε δύο σκέλη:
Καταρχάς,σε σύγκλιση με τις ανορθόδοξες τεχνικές σύνθεσης του John Cage,εξέθρεψαν μαζί το κίνημα του μεταμοντερνισμού στη Μουσική.Ο Schaeffer απαρνήθηκε τις αίθουσες συναυλιών υπέρ των μέσων καταγραφής και αναπαραγωγής,αφού εκείνα πραγματοποιούσαν έναν νέο τρόπο βιώματος για τα μουσικά γεγονότα.Του έδωσε μάλιστα τον όρο "Ακουσματική εμπειρία"-παρμένο από τους Πυθαγορείους φιλοσόφους των οποίων οι μαθητές(ΑκουσματικοΙ) παρακολουθούσαν το διδάσκαλο ενώ εκείνος μιλούσε κρυμμένος πίσω από παραπέτασμα.
Οι concrete τεχνοτροπίες θα τελειοποιούνταν υιοθετημένες από τους DJ,τη hip-hop και τους μάστορες του sampling.Η καθιέρωση της ακουσματικής εμπειρίας ως τρόπου ζωής χάρη στη διάδοση της υψηλής πιστότητας,των ατομικών φορητών αναπαραγωγών και των ακροάσεων στο αυτοκίνητο,εμπλούτισε κάθε στιγμή διαθέσιμου χρόνου με αυτόνομα ηχητικά πεδία.
Δεύτερον,το ακουσματικό ιδεώδες της musique concrete ικανοποιούσε την ανάδειξη μίας αμιγώς ηχητικής πραγματικότητας,αποκομμένης από τις αρχικές πηγές παραγωγής και ανεξαρτητοποιημένης από την ανάγκη οπτικής επαφής με τον καλλιτέχνη.Αγγίζει έτσι τη μεταφυσική έννοια μίας ηλεκτρονικής οντότητας που θα εξελισσόταν σε αυθύπαρκτη μορφή ζωής.
H ολοένα αυξανόμενη απήχηση των μορφών ηλεκτρονικής μουσικής (electronica) στο ευρύ κοινό, είχε ως συνέπεια την αναβίωση της musique concrete. Καλλιτέχνες όπως οι Christian Fennesz, Francisco Lopez, και Scanner χρησιμοποιούν concrete τεχνοτροπίες στις συνθέσεις τους,παρόλο που αυτές είναι ήδη ταξινομημένες σε πιο οικείες κατηγορίες ηλεκτρονικής μουσικής όπως IDM ή downtempo. Άρθρα και κριτικές γύρω από τη musique concrete μπορεί να βρει κανείς δημοσιοποιημένα σε μουσικά περιοδικά όπως το The Wire.
Σπουδαίοι εκπρόσωποι της μεταμοντέρνας περιόδου:
http://en.wikipedia.org/wiki/List_of_modernist_composers
Ιάνης Ξενάκης:http://el.wikipedia.org/wiki/Ιάννης_Ξενάκης
Χρησιμa λινκ
γιά τον ιδρυτή Pierre Schaeffer:
http://www.music.psu.edu/Faculty Pages/Ballora/INART55/concrete.html#
Pierre Boulez:
http://www.music.psu.edu/Faculty Pages/Ballora/INART55/serialism.html#boulez
Olivier Messiaen:
http://www.music.psu.edu/Faculty Pages/Ballora/INART55/ondesmartenot.html#messiaen
Karlheinz Stockhausen
http://www.music.psu.edu/Faculty Pages/Ballora/INART55/cologne.html#stockhausen
Ο Pierre Schaeffer,ραδιοφωνικός εκφωνητής από το Παρίσι αφού εόρτασε την απελευθέρωση το 1944 παίζοντας επανειλημμένα τη "Μασσαλιώτιδα",εξέπεμψε τέσσερα χρόνια μετά υπό τον τίτλο "Κοντσέρτο Θορύβων" τις πειραματικές συνθέσεις:"Etude aux chemins de fer"(Σπουδή με τρένα),"Etude au piano I"(Σπουδή για πιάνο Ι) και "Etude aux casseroles" (Σπουδή με τηγάνια).Η εκτέλεση αυτών επιτάχυνε,επαναλάμβανε και έπαιζε με ανάποδη φορά καταγραφές ηχητικών πηγών όπως σφυρίχτρες τρένων,φορτηγίδες,σόλο πιάνο,κρουστά όργανα και κροταλίζοντα μαγειρικά σκεύη. Ο Schaeffer συνεργάστηκε, επίσης με τον έτερο πρωτοπόρο της συγκεκριμένης μουσικής Pierre Henry.Μαζί έδωσαν κλασσικά δείγματα όπως το "Symphonie pour un homme seul" (Συμφωνία για έναν άντρα μόνο).
Ο συνδυασμός με άλλα είδη ηλεκτρονικής μουσικής έδωσε τη σύνθεση του Edgar Varese, "Poeme Εlectronique" (Ηλεκτρονικό Ποίημα).Το έργο έκανε πρεμιέρα το 1958 στο Belgium World's Fair των Βρυξελλών, με τη χρήση 425 προσεκτικά τοποθετημένων ηχείων σε ειδικό περίπτερο σχεδιασμένο από τον Έλληνα αρχιτέκτονα και μουσικό Ιάννη Ξενάκη. Η Dame Hilda Tablet,περσόνα επινόηση του Henry Reed, ανήγγειλε τη δημιουργία της στη "Musique concrete renforcee".
Ο χαρακτηρισμός ΄΄Συγκεκριμένη΄΄ αποδόθηκε από την επιθυμία του Schaeffer να δείξει ότι απέβλεπε στην εξαγωγή των ''αφηρημένων΄΄ μουσικών αξιών,αφού πρώτη ύλη έγινε συμπαγές μουσικό υλικό από ηχητικά πεδία του περιβάλλοντος κόσμου στον οποίο είμαστε εκτεθειμένοι.
Η συμβατική μουσική δημιουργία ξεκινά από αφηρημένη νοητική σύλληψη για να καταλήξει σε δεδομένη σύνθεση και απόδοση.Μολονότι ο Schaeffer επιδίωκε ν'αντιταχθεί στις υπερβολές της αφηρημένης τέχνης που χαρακτήριζαν εκείνη την περίοδο,αυτό δεν εμπόδιζε την ανάκτηση της αφηρημένης υπόστασης η οποία όμως όφειλε κατ'αυτόν να επιστρέψει διαβαίνοντας μέσα από τις ΄΄Συγκεκριμένες΄΄ ηχητικές αξίες.
Κατά συνέπεια,η musique concrete απαρνήθηκε τους κοινούς περιορισμούς και συμβάσεις που χαρακτηρίζουν τη συνήθη μουσική δημιουργία.Δεν πρόκειται περί εμπνεύσεως που ρέει από την ψυχή των συνθετών σε μουσική στίξη και ερμηνευόμενη σε μεταγενέστερο χρόνο από έτερους μουσικούς ερμηνευτές.
Οι δημιουργοί της συγκεκριμένης μουσικής συνθέτουν υπό την έννοια ότι συναρμολογούν,τεμαχίζουν,συγκεντρώνουν,διαμορφώνουν και μοντάρουν.Μεταχειρίζονται κατά κανόνα ηχογραφημένους ήχους τους οποίους δύνανται να παίζουν με ανάδρομη φορά,να τους επιταχύνουν/επιβραδύνουν,παραμορφώνουν ή/και να τους παρεμβάλλουν τον ένα μες τον άλλον.Η μαγνητική ταινία και οι περιστροφείς αναλογικών δίσκων που αποτελούσαν τα πιό πρόσφορα μέσα εκείνης της εποχής καθίσταντο σε τούτο το πλαίσιο μουσικά όργανα και ΄΄ορχήστρα΄΄ συνάμα,δηλαδή απουσίαζαν οι μουσικοί ερμηνευτές με την κλασσική έννοια του όρου.
Το συγκεκριμένο μουσικό ιδίωμα βασίστηκε στη στουντιακή επεξεργασία ήχων και θορύβων της καθημερινότητας που είχαν προ-ηχογραφηθεί είτε σε αναλογικούς δίσκους (όπου εφαρμοζόταν η τεχνική δημιουργίας κλειστών κυκλικών αυλακιών στη θέση του συνεχόμενου σπειροειδούς από την περιφέρεια προς το κέντρο σε κάθε δίσκο σχηματίζοντας έτσι συνεχείς ηχητικούς βρόχους),είτε σε μαγνητική ταινία (τέλη της δεκαετίας του 40).
Οι ηχητικές συλλήψεις αναπτύσσονταν από το δημιουργό σε ολοκληρωμένες μουσικές συνθέσεις.Διακρίνονταν από την αμιγώς ηλεκτρονική μουσική-η οποία χρησιμοποιούσε γεννήτριες τόνων και ήχων.
Μολονότι κατά τις μεταγενέστερες δεκαετίες,η musique concrete αφομοιώθηκε και παραγκωνίστηκε από νεώτερα είδη ηλεκτρονικής σύνθεσης,η επίδραση και απήχηση αυτής σε δημοφιλή συγκροτήματα όπως οι Beatles,-στο τραγούδι Revolution 9- και οι Pink Floyd, είναι πασιφανής.
Η δημοτικότητά της επανήλθε κατά τις δεκαετίες 80-90.Καλλιτέχνες όπως ο Ray Buttigieg στις πειραματικές συνθέσεις του «Earth Noise» και «Sound Science Series» χρησιμοποιούν προκατασκευασμένους και προμελετημένους ήχους μέσω παλαιών και ριζοσπαστικών τεχνικών, με τη διαφορά ότι τώρα αυτό επιτυγχάνεται με τη μεσολάβηση ηχητικής δειγματοληψίας (sampling αντί της παραδοσιακής μαγνητοταινίας.
Η θεμελιώδης επίδραση των έργων του Schaeffer στα σύγχρονα ηλεκτρονικά ιδιώματα διακλαδίζεται σε δύο σκέλη:
Καταρχάς,σε σύγκλιση με τις ανορθόδοξες τεχνικές σύνθεσης του John Cage,εξέθρεψαν μαζί το κίνημα του μεταμοντερνισμού στη Μουσική.Ο Schaeffer απαρνήθηκε τις αίθουσες συναυλιών υπέρ των μέσων καταγραφής και αναπαραγωγής,αφού εκείνα πραγματοποιούσαν έναν νέο τρόπο βιώματος για τα μουσικά γεγονότα.Του έδωσε μάλιστα τον όρο "Ακουσματική εμπειρία"-παρμένο από τους Πυθαγορείους φιλοσόφους των οποίων οι μαθητές(ΑκουσματικοΙ) παρακολουθούσαν το διδάσκαλο ενώ εκείνος μιλούσε κρυμμένος πίσω από παραπέτασμα.
Οι concrete τεχνοτροπίες θα τελειοποιούνταν υιοθετημένες από τους DJ,τη hip-hop και τους μάστορες του sampling.Η καθιέρωση της ακουσματικής εμπειρίας ως τρόπου ζωής χάρη στη διάδοση της υψηλής πιστότητας,των ατομικών φορητών αναπαραγωγών και των ακροάσεων στο αυτοκίνητο,εμπλούτισε κάθε στιγμή διαθέσιμου χρόνου με αυτόνομα ηχητικά πεδία.
Δεύτερον,το ακουσματικό ιδεώδες της musique concrete ικανοποιούσε την ανάδειξη μίας αμιγώς ηχητικής πραγματικότητας,αποκομμένης από τις αρχικές πηγές παραγωγής και ανεξαρτητοποιημένης από την ανάγκη οπτικής επαφής με τον καλλιτέχνη.Αγγίζει έτσι τη μεταφυσική έννοια μίας ηλεκτρονικής οντότητας που θα εξελισσόταν σε αυθύπαρκτη μορφή ζωής.
H ολοένα αυξανόμενη απήχηση των μορφών ηλεκτρονικής μουσικής (electronica) στο ευρύ κοινό, είχε ως συνέπεια την αναβίωση της musique concrete. Καλλιτέχνες όπως οι Christian Fennesz, Francisco Lopez, και Scanner χρησιμοποιούν concrete τεχνοτροπίες στις συνθέσεις τους,παρόλο που αυτές είναι ήδη ταξινομημένες σε πιο οικείες κατηγορίες ηλεκτρονικής μουσικής όπως IDM ή downtempo. Άρθρα και κριτικές γύρω από τη musique concrete μπορεί να βρει κανείς δημοσιοποιημένα σε μουσικά περιοδικά όπως το The Wire.
Σπουδαίοι εκπρόσωποι της μεταμοντέρνας περιόδου:
http://en.wikipedia.org/wiki/List_of_modernist_composers
Ιάνης Ξενάκης:http://el.wikipedia.org/wiki/Ιάννης_Ξενάκης
Χρησιμa λινκ
γιά τον ιδρυτή Pierre Schaeffer:
http://www.music.psu.edu/Faculty Pages/Ballora/INART55/concrete.html#
Pierre Boulez:
http://www.music.psu.edu/Faculty Pages/Ballora/INART55/serialism.html#boulez
Olivier Messiaen:
http://www.music.psu.edu/Faculty Pages/Ballora/INART55/ondesmartenot.html#messiaen
Karlheinz Stockhausen
http://www.music.psu.edu/Faculty Pages/Ballora/INART55/cologne.html#stockhausen
Last edited: