- Μηνύματα
- 25.905
- Reaction score
- 22.916

Θαρρώ πως ήταν στις αρχές του 2009, όταν ο κ. Γιάννης Παπαθανασίου, ως υπουργός της κυβέρνησης Καρμανλή, είχε πει δημοσίως πως η ελληνική οικονομία ήταν ισχυρή και άντεξε στην κρίση που είχε ξεσπάσει μήνες πριν, αρχής γενομένης με τη χρεοκοπία της Lehman Brothers. Δηλαδή, ως σύστημα, τότε, η ελληνική οικονομία ηρνήθη να λάβει την εκείθεν του Ατλαντικού πληροφορία, δεν εφήρμοσε καμιά ανάδραση. Αποτέλεσμα; Αποτυχία του συστήματος.
Γενικά, ως σύστημα ορίζεται ένα σύνολο παραγόντων, οι οποίοι συνεργάζονται υπό συγκεκριμένο και προκαθορισμένο σύστημα κανόνων, για την πραγματοποίηση ενός επίσης προκαθορισμένου σκοπού, με βάση συγκεκριμένες προδιαγραφές. Όντας η λειτουργία του συστήματος ως συνάρτηση του χρόνου, αυτό τούτο το σύστημα εμπεριέχει την έννοια της δυναμικής, δηλαδή της μεταβολής σε συνάρτηση με το χρόνο.
Είτε θετική είτε αρνητική, αυτή η μεταβολή τείνει εξ ορισμού να κατευθύνει το σύστημα εκτός σκοπού, εκτός στόχου, οπότε είναι απαραίτητο να είναι ενταγμένη σ’ αυτό μια διαδικασία διόρθωσης. Με τη σειρά της, αυτή η διαδικασία προϋποθέτει την πληροφόρηση του συστήματος για το αν και πόσο εκτός στόχου βρίσκεται αυτό, ώστε αυτό να διορθώσει τη λειτουργία του, επανακάμπτοντας προς το στόχο.
Αυτή η πληροφόρηση έχει επικρατήσει να ονομάζεται ανάδραση, διότι, χρονικά αυτή ανήκει στο παρελθόν. Για παράδειγμα, ένας οδηγός που οδηγεί το αυτοκίνητό του σε ένα φιδωτό δρόμο αποτελεί μαζί με το αυτοκίνητό του ένα ολοκληρωμένο σύστημα με ανάδραση, καθώς αυτός κοιτάζει μπροστά του και αναλόγως στρίβει το τιμόνι για να κρατήσει το αυτοκίνητο στο δρόμο.
Είπα πως κοιτάζει μπροστά του, αλλά αυτό είναι ακριβές υπό μιαν έννοια, αλλ’ εσφαλμένο κατά μιαν άλλη. Ο οδηγός κοιτάζει μπροστά χωροτακτικά, καθώς ο εγκέφαλός του έχει καταγεγραμμένη την αρχέγονη έννοια του Ευκλειδείου χώρου, ότι «μπροστά» είναι προς την κατεύθυνση που κοιτάζει το στέρνο του. Αντιθέτως, καθώς ο οδηγός κοιτάζει το δρόμο, χρονικά, κοιτάζει πίσω, στο παρελθόν. Άλλωστε, μόνον έτσι έχει έννοια η όραση. Βλέπω με τα μάτια μου σημαίνει πως αντιλαμβάνομαι κατά συχνότητα (χρωματικά) και ποσότητα (πόσο φωτεινά ή πόσο σκοτεινά) την ύπαρξη ανάκλασης φωτός, η οποία έχει ήδη συμβεί. Όσο πιο μακριά βλέπει ο οδηγός, δηλαδή, όσο μεγαλύτερη ανάδραση έχει το σύστημα του αυτοκινήτου, τόσον ασφαλέστερη είναι η λειτουργία του ως σύστημα. Το ίδιο συμβαίνει με χιλιάδες άλλα συστήματα, όπως η βολή ενός βλήματος, η ρύθμιση των στροφών στο ανεμιστηράκι που ψύχει τον επεξεργαστή του υπολογιστή σας, ή η μεταβολή του χρονισμού των βαλβίδων σε έναν κινητήρα αυτής της τεχνολογίας, κ.ο.κ.
Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, ο σκοπός της ανάδρασης είναι να μειώσει τη διαφορά της απόδοσης του συστήματος από το σημείο αναφοράς, και γι’ αυτό αυτή η ανάδραση ονομάζεται αρνητική. Σε άλλες περιπτώσεις, η ανάδραση είναι θετική, όπως για παράδειγμα η έναυση ενός κινητήρα, όπου αυτός, το σύστημά του δηλαδή, μεταπίπτει από μια κατάσταση (εκτός λειτουργίας) σε μιαν άλλη (σε λειτουργία). Βέβαια, υπάρχει πάντοτε το ενδεχόμενο ύπαρξης σφάλματος στο σύστημα, οπότε η αρνητική ανάδραση, είτε δεν επαρκεί, είτε από αρνητική μεταβάλλεται σε θετική, με κλασικό παράδειγμα την αποτυχία του αντιδραστήρα Νο 4 στο εργοστάσιο του Τσέρνομπυλ, τον Απρίλιο του 1986.
Αυτές οι σκέψεις μου πέρασαν από το νου, διαβάζοντας ένα άρθρο για την αρνητική ανάδραση που εφαρμόζεται (ή δεν εφαρμόζεται) στους ενισχυτές. Όταν στη δεκαετία του ’70 και του ’80 οι ιάπωνες κατασκεύαζαν ενισχυτές με πενιχρή ηχητική ποιότητα, ενώ από την άλλη δημοσίευαν προδιαγραφή παραμόρφωσης με πολλά μηδενικά μετά την υποδιαστολή, όλοι (ή σχεδόν όλοι) έσπευσαν να ενοχοποιήσουν αυτήν ταύτη την ανάδραση. Έχει ανάδραση ο ενισχυτής – και μάλιστα μεγάλη; Ο ενισχυτής θα παίζει χάλια λόγω της ανάδρασης, αλλά από την άλλη γράφει στον πάγκο εξόχως χαμηλή παραμόρφωση, πάλι λόγω της ανάδρασης. Άρα τι κάνουμε; Φτιάχνουμε ενισχυτές χωρίς ανάδραση. Γιατί αυτή φταίει, τι να λέμε τώρα! Δηλαδή, προβάλλοντας αυτήν την κατάσταση στο παράδειγμα του αυτοκινήτου, βλέποντας ότι το αυτοκίνητο κινείται, αλλά πολύ αργά και με σκορτσαρίσματα, για να διορθώσουμε αυτήν την κατάσταση, δέσαμε τα μάτια του οδηγού, αντί να εξετάσουμε την ύπαρξη τυχόν σφαλμάτων στο σύστημα. Μήπως το αυτοκίνητο έχει παραφουσκωμένα λάστιχα; Μήπως τα λάστιχα έχουν πολύ χαμηλή πίεση; Μήπως έχει πρόβλημα το σύστημα διεύθυνσης; Μήπως ο οδηγός είναι πιωμένος, ή δεν έχει δίπλωμα, ή δεν ξέρει καν να οδηγεί; Ίσως επειδή δεν κάναμε τον κόπο ούτε καν τον κόπο να εξετάσουμε αν το αυτοκίνητο κινείται σωστά μέσα στο δρόμο, ή κουτουλάει στο ρείθρο από 'δω και παίρνει σβάρνα κολωνάκια της σήμανσης από 'κεί, όταν πάει με ταχύτητα λίγο πάνω από 10 χιλιόμετρα την ώρα. Τόσο απλά.
Μήπως η πανθομολογουμένως κακή ηχητική εκείνων των ενισχυτών ωφείλετο όχι στην ύπαρξη ανάδρασης, αλλά σε κακή σχεδίαση; Οκ, κακή σχεδίαση, αλλά τότε γιατί εκείνοι οι ενισχυτές έπαιζαν χάλια; Μήπως ήταν κακοσχεδιασμένοι; Οκ, κακοσχεδιασμένοι, αλλά τότε γιατί είχαν τόσο χαμηλή παραμόρφωση; Οκ, χαμηλή παραμόρφωση, αλλά σε ποια ισχύ και ποια συχνότητα, και οδηγώντας τι είδους φορτίο;
Λέει λοιπόν το άρθρο, πως αν ήξεραν τότε οι ιάπωνες μηχανικοί πόσο κακό θα έκαναν στην κοινότητα του hi-fi, μαγειρεύοντας τα νούμερα των προδιαγραφών για να βγάλουν πολλά μηδενικά μετά την υποδιαστολή, θα είχαν κάνει…
Το άρθρο επιγράφεται με τον επιδέξιο τίτλο «The F-word», ανήκει στον Bruno Putzeys και μπορείτε να το διαβάσετε εδώ.