- Μηνύματα
- 25.101
- Reaction score
- 20.579
Πριν δυο – τρεις μέρες διάβασα μια σχετική συζήτηση εδώ παραδίπλα, και μιας και το πράγμα έχει αρκετό ενδιαφέρον, είπα να το κάνω ξεχωριστό θέμα. Βέβαια, αυτοί που θα επιχειρήσουν να ακούσουν μουσική στο σπίτι με δύο ζευγάρια ηχεία είναι μάλλον μετρημένοι στα δάκτυλα του ενός χεριού, αλλά μέσα από αυτό το θέμα θέλω να αναδειχθούν κάποιες παρεξηγήσεις που αφορούν κυρίως τα ηχεία.
Στο παρελθόν, πριν καμιά τριανταριά χρόνια, οι ενισχυτές που είχαν ξεχωριστές εξόδους για δύο ζευγάρια ηχείων ήταν μάλλον ο κανόνας, τουλάχιστον στη μέση και άνω κατηγορία τιμής, και μάλιστα είχαν και τον ανάλογο επιλογέα, ώστε ο ακροατής να ακούει μόνον το ζεύγος Α, ή το μόνον το ζεύγος Β, ή και αμφότερα τα ζεύγη συγχρόνως, Α + Β, ενώ δεν έλειπε και η θέση «OFF», που αποσυνέδεε όλα τα ηχεία, προφανώς για ακρόαση από τα ακουστικά. Σήμερα ελάχιστοι ενισχυτές έχουν έξοδο ακουστικών, προφανώς διότι οι κατασκευαστές δεν τα καταδέχονται, ή αντιμετωπίζουν το θέμα σαν ξεχωριστή αγορά, με το αζημίωτο φυσικά. Στο τέλος θα καταντήσουμε να δούμε και ενισχυτές μονομπλόκ για ακουστικά. Ας είναι...
Δεν είναι και λίγοι οι μουσικόφιλοι που έχουν στο χώρο τους δύο ζεύγη ηχείων, οπότε ανακύπτει η λογική απαίτηση να μπορούν να παίζουν είτε τα μεν, είτε τα δε, συνδεδεμένα στον ίδιο ενισχυτή και χωρίς τον πονοκέφαλο του βάλε – βγάλε καλώδια. Έτσι για ποικιλία. Όμως, η σύγχρονη ακρόαση και από τα δύο ζεύγη ηχείων χρειάζεται περαιτέρω συζήτηση, η οποία μπορεί να περιστραφεί γύρω από τους εξής άξονες.
Ο πρώτος και πολύ βασικός άξων σχετίζεται με την ηλεκτρική αντίσταση των ηχείων, και επομένως άπτεται της ακεραιότητας του ενισχυτή. Όταν ο επιλογέας ηχείων είναι στη θέση «Α + Β», τα ηχεία κάθε καναλιού παραλληλίζονται μεταξύ τους, με αποτέλεσμα τον υποδιπλασιασμό της αντίστασής τους, έτσι όπως αυτή τη «βλέπει» ο ενισχυτής. Τόσον ο κατασκευαστής, όσο και ο πολύς κόσμος, αντιμετωπίζει το θέμα μάλλον επιφανειακά, ακολουθώντας τη λογική πως αν τα ηχεία είναι και τα δύο ονομαστικής αντίστασης 8Ω, τότε συνδεδεμένα παράλληλα θα πέσουν στα 4Ω, σχηματίζοντας φορτίο που εξακολουθεί να είναι ασφαλές για τον ενισχυτή, τουλάχιστον όταν αυτός τα οδηγεί σε μέση στάθμη, αποδίδοντας κορυφές γύρω στα 15 – 20W. Άλλωστε, όλοι οι ενισχυτές μπορούν να οδηγήσουν ακόμα και φορτίο 1,5Ω, αρκεί να παίζουν πολύ σιγά, με κορυφές όχι μεγαλύτερες των 2-3W.
Όμως, όπως όλοι γνωρίζουμε, μέσα σ’ αυτήν την υστερία που έχει καταλάβει το χώρο της υψηλής πιστότητας για όσο γίνεται πιο ευαίσθητα ηχεία, ώστε αυτά να μπορούν να οδηγηθούν στοιχειωδώς από τις διάφορες -λαμπάτες και μη- ανοησίες των 5-10W που κυκλοφορούν στην πιάτσα –και η τιμή μερικών εκ των οποίων ξεπερνά το όριο της απάτης, μέσα σ’ αυτό το νοσηρό κλίμα, τα περισσότερα ηχεία μπορεί να είναι από τον κατασκευαστή τους βαφτισμένα ως 8ωμα, αλλά σε ένα σεβαστό μέρος του φάσματος πέφτουν ακόμη και κάτω από τα 4Ω. Αυτό συμβαίνει σε όλες ανεξαιρέτως τις μονάδες δύο – δυόμισυ δρόμων που φέρουν δύο γούφερ-μιντ παράλληλα, ενώ δεν λείπουν και περιπτώσεις ηχείων με ένα μεγάφωνο ανά δρόμο, το οποίο όμως μπορεί να είναι από κατασκευής αρκετά χαμηλό ως φορτίο, ώστε να είναι ευαίσθητο. Έτσι, λοιπόν, αν τύχει να παραλληλισθούν δύο 8ωμα ηχεία, τα οποία τυγχάνει να παρουσιάζουν πτώση της αντίστασής τους στα 4Ω στο ίδιο τμήμα του φάσματος, η οποία μάλιστα μπορεί να είναι αρκετά μεγάλου εύρους, ας πούμε από τα 400Hz μέχρι τα 1500Hz, τότε σε αυτό το τμήμα του φάσματος θα αντιπροσωπεύουν για τον ενισχυτή ένα φορτίο 2Ω, κάτι που είναι ικανό να καταστρέψει πολλούς ενισχυτές, ή να ενεργοποιήσει το σύστημα προστασίας σε πολλούς άλλους, υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι τα ηχεία θα κληθούν να παίξουν σχετικά δυνατά, και όχι να προσθέσουν μουσική υπόκρουση σε ένα δείπνο. Κι ας τα έχει βαφτίσει ο κατασκευαστής τους όπως θέλει, ακόμα και 16ωμα. Βέβαια, υπάρχουν και ηχεία με περισσότερο έντιμες προδιαγραφές, των οποίων η ονομαστική αντίσταση αντιπροσωπεύει αυτό που πραγματικά είναι, και τα οποία, βέβαια, δεν θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν ευαίσθητα. Για παράδειγμα, αν συνδέσετε δύο ATC SCM20 παράλληλα στο ίδιο κανάλι, η αντίστασή τους θα πέσει σε μια κατώτατη τιμή γύρω στα 3.5Ω, τιμή ασφαλής για όλους τους ενισχυτές.
Ο δεύτερος άξονας της συζήτησης αφορά την ευαισθησία και τις παραμορφώσεις. Εάν προτίθεστε να ακούτε συγχρόνως από δύο διαφορετικά ζευγάρια ηχεία, φροντίστε ώστε να είναι παρεμεφερούς ή ίσης ευαισθησίας. Μέγιστο κέρδος στο θέμα της ευαισθησίας, δηλαδή στο πόσο δυνατά θα παίζουν με το κουμπί της στάθμης σε δεδομένη θέση, θα έχετε όταν τα ηχεία είναι ίσης ευαισθησίας. Για παράδειγμα, αν και τα δύο ηχεία είναι ευαισθησίας 86dB, τότε, έχοντας το volume στην ίδια θέση, θα επιτύχετε στάθμη υψηλότερη κατά 3dB, δηλαδή δύο ηχεία 86άρια ισοδυναμούν με ένα 89άρι. Από την άλλη πλευρά, κρατώντας ως δεδομένη και σταθερή τη στάθμη, δύο ηχεία παρόμοιας ποιότητας θα αποδώσουν με τη μισή παραμόρφωση. Δεν πειράζει αν είναι διαφορετικά μοντέλα μεταξύ τους, γιατί ακόμα και τότε, που θα ακούτε το μείγμα των παραμορφώσεων και των δύο, το αποτέλεσμα μπορεί να είναι από αποδεκτό έως άριστο. Αυτό που έχει σημασία είναι να έχουν και τα δύο χαμηλές παραμορφώσεις, ή, εν πάση περιπτώσει, οι παραμορφώσεις τους να κυμαίνονται στο ίδιο επίπεδο. Το να ακούτε ένα ηχείο που σε κάποια στάθμη έχει παραμόρφωση ας πούμε 5%, μαζί με κάποιο άλλο, που στην ίδια στάθμη παρουσιάζει παραμόρφωση 15%, είναι μάλλον ανώφελο, καθώς ο ήχος του δευτέρου θα καταστρέφει τον ήχο του πρώτου. Εάν, όμως, και το δεύτερο ηχείο βγάζει παραμόρφωση επίσης 5%, ή περίπου τόσο, τότε τα δύο ηχεία ως σύνολο μπορούν να επιτύχουν την ίδια στάθμη, παίζοντας το καθένα 3dB χαμηλότερα, κάτι που συνεπάγεται, αν όχι υποδιπλασιασμό, οπωσδήποτε σαφή μείωση της παραμόρφωσης.
Όμως, ακόμη κι αν τα ηχεία είναι ίσης ευαισθησίας και παρεμφερούς ποιότητας, αυτό δεν φτάνει για να ακούτε από αυτά συγχρόνως και σωστά, και εδώ υπεισέρχεται ο τρίτος άξονας του θέματος, που σχετίζεται με τη χωροτακτική τους τοποθέτηση, κάτι που άπτεται του θέματος της στερεοφωνικής εικόνας. Εδώ, η προφανής λύση είναι η τοποθέτηση των ηχείων με τρόπο τέτοιο, ώστε τα μιντ και τα τουίτερ –κυρίως τα τουίτερ- να είναι όσο γίνεται το ένα πιο κοντά στο άλλο, ενώ σημασία έχουν και λεπτομέρειες που σχετίζονται με τη μηχανική και θερμική συμπεριφορά των μεγαφώνων. Για παράδειγμα, ένα ηχείο δαπέδου, τριών δρόμων, μπορεί να ταιριάξει και να παίξει με ένα αντίστοιχης ποιότητας και ίσης ευαισθησίας δίδρομο ηχείο βάσης, αν το δεύτερο τοποθετηθεί δίπλα στο πρώτο και σε βάση τέτοια, ώστε το τουίτερ του να έλθει στο ίδιο ύψος με το τουίτερ του πρώτου ηχείου. Όμως, ακόμα και τότε μπορεί να δημιουργηθούν ηχητικά προβλήματα, ειδικά αν το ηχείο βάσης έχει μικρότερα μεγάφωνα –να το πω έτσι απλά- από το ηχείο δαπέδου, καθώς, εκεί που και τα δύο θα παίζουν δυνατά με το τρίδρομο να αποδίδει σαφώς άνετα, τα μικρότερα μεγάφωνα του ηχείου βάσης θα αρχίζουν να ζορίζονται, ανεβάζοντας παραμόρφωση και αλλοιώνοντας το ηχητικό αποτέλεσμα. Ακόμη και αν πρόκειται για μεγάφωνα ίσης διαμέτρου και ισχύος, αλλιώς θα αποδίδει το dedicated γούφερ, και αλλιώς το μεγάφωνο (ή τα μεγάφωνα) του ηχείου βάσης που θα είναι επιφορτισμένο και με τις μεσαίες συχνότητες.
Με βάση τα παραπάνω, το λογικό συμπέρασμα είναι πως η ασφαλέστερη λύση για σωστό αποτέλεσμα επιτυγχάνεται με δύο ίδια ζεύγη ηχείων. Στην περίπτωση αυτή μπορείτε να τοποθετήσετε τα ηχεία κάθε καναλιού το ένα δίπλα στο άλλο, υπό την προϋπόθεση πως υπάρχει ο ανάλογος χώρος. Αυτή η χωροθέτηση δεν είναι λανθασμένη, όπως συχνά αναφέρεται, αρκεί βέβαια να ακούτε από κάποια σεβαστή απόσταση ακρόασης, ώστε η γωνία που σχηματίζεται από το αυτί σας με τα δύο τουίτερ να είναι σχετικά μικρή, και να σας δίνει την αντίληψη της ενιαίας πηγής. Αν αυτό σας φαίνεται παράδοξο ή δύσκολο, δεν έχετε παρά να δοκιμάσετε, αλλά, επαναλαμβάνω, η απόσταση ακρόασης να είναι επαρκής, τουλάχιστον 3.5 μέτρα, και όχι λιγότερο.
Για παράδειγμα, αν ο χώρος και ο προϋπολογισμός το επιτρέπουν, μπορείτε να στήσετε δύο B&W 802D ανά κανάλι, το ένα κολλητά, δίπλα στο άλλο, και να ακούτε από απόσταση περίπου 4 μέτρων, με το αποτέλεσμα να είναι σαφώς υπέρτερο σε σχέση με ένα ζευγάρι B&W 800D. Σας φαίνεται παράξενο, ή νομίζετε πως το έχω χάσει τελείως; Σκεφθείτε απλά: Όσον αφορά τα μεσαία και τα πρίμα, αυτά τα δύο μοντέλα έχουν ακριβώς τα ίδια μεγάφωνα, και επομένως δεδομένη στάθμη μπορεί να επιτευχθεί με τη μισή ισχύ για καθένα από τα διπλά 802, προς όφελος των παραμορφώσεων. Όσον αφορά τα μπάσα, μιλώντας χοντρικά αλλά όχι εκτός πραγματικότητας, τα τέσσερα 8ιντσα γούφερ των διπλών 802D είναι υπέρτερα των δύο 10ιντσων που έχει το 800D κατά το εμβαδό ενός 7ιντσου, ενώ –και πάλι- ισχύουν τα ίδια όσον αφορά τη μείωση των παραμορφώσεων. Δηλαδή, για να το πω ανοιχτά, δύο ζευγάρια 802D είναι καλύτερα από ένα ζευγάρι 800D, υπό την προϋπόθεση πως υπάρχει η απαιτούμενη ευρυχωρία. (Ε, χμ, κανονικά δεν πρέπει να σας ανοίγω τα μάτια τόσο πολύ, αλλά ας είναι)...
Ένας άλλος τρόπος τοποθέτησης είναι το ένα ηχείο επάνω στο άλλο, και μάλιστα ανεστραμμένο, αλλά υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Η πρώτη προϋπόθεση είναι το αυτονόητο, ότι δηλαδή η επάνω επιφάνειες των δύο ηχείων είναι επίπεδες, ενώ τα γεωμετρικά χαρακτηριστικά της καμπίνας τους πρέπει να είναι τέτοια, ώστε τα ηχεία να μπορούν να ισορροπήσουν με ασφάλεια. (Βέβαια, υπάρχει και η λύση να κρεμάσετε το ένα 802 ανάποδα επάνω από το άλλο, χε, χε, χε, αλλά αυτό συνεπάγεται το σχετικό μερεμέτι στην οροφή, τόσο που μάλλον δεν μπορεί να υλοποιηθεί σε οικιακό περιβάλλον). Αυτό βέβαια δεν σας απαλλάσσει, καθώς θα πρέπει να βρεθεί ένας τρόπος να στηριχθούν τα ηχεία σωστά, καθώς μια πτώση του επάνω μπορεί να προξενήσει σοβαρές ζημιές, ακόμη και να τραυματίσει πολύ άσχημα ένα παιδί, ή και έναν ενήλικα. Επιπλέον επιτακτική προϋπόθεση είναι, το τουίτερ να βρίσκεται στην ανώτατη θέση, επάνω από όλα τα άλλα μεγάφωνα, ώστε με το επάνω ηχείο τοποθετημένο σε ανάστροφη θέση, τα δύο τουίτερ να πλησιάσουν μεταξύ τους όσο γίνεται περισσότερο.
Αν αυτός ο τρόπος τοποθέτησης των δύο ηχείων του κάθε καναλιού σας φαίνεται άσχημος, έχετε απόλυτο δίκιο, καθώς, ζώντας σε βαρυτικό περιβάλλον, τείνουμε να θεωρούμε όμορφο ο,τιδήποτε είναι κοντά στο δικό μας μέγεθος, ενώ τα ηχεία μεγάλου ύψους απέχουν αρκετά από την κορυφή της δημοτικότητας. Όμως, από σχεδιαστικής και ηχητικής πλευράς, αυτή η προσέγγιση είναι ορθή, και εφαρμόζεται αρκετά συχνά.
Στο παρελθόν, πριν καμιά τριανταριά χρόνια, οι ενισχυτές που είχαν ξεχωριστές εξόδους για δύο ζευγάρια ηχείων ήταν μάλλον ο κανόνας, τουλάχιστον στη μέση και άνω κατηγορία τιμής, και μάλιστα είχαν και τον ανάλογο επιλογέα, ώστε ο ακροατής να ακούει μόνον το ζεύγος Α, ή το μόνον το ζεύγος Β, ή και αμφότερα τα ζεύγη συγχρόνως, Α + Β, ενώ δεν έλειπε και η θέση «OFF», που αποσυνέδεε όλα τα ηχεία, προφανώς για ακρόαση από τα ακουστικά. Σήμερα ελάχιστοι ενισχυτές έχουν έξοδο ακουστικών, προφανώς διότι οι κατασκευαστές δεν τα καταδέχονται, ή αντιμετωπίζουν το θέμα σαν ξεχωριστή αγορά, με το αζημίωτο φυσικά. Στο τέλος θα καταντήσουμε να δούμε και ενισχυτές μονομπλόκ για ακουστικά. Ας είναι...
Δεν είναι και λίγοι οι μουσικόφιλοι που έχουν στο χώρο τους δύο ζεύγη ηχείων, οπότε ανακύπτει η λογική απαίτηση να μπορούν να παίζουν είτε τα μεν, είτε τα δε, συνδεδεμένα στον ίδιο ενισχυτή και χωρίς τον πονοκέφαλο του βάλε – βγάλε καλώδια. Έτσι για ποικιλία. Όμως, η σύγχρονη ακρόαση και από τα δύο ζεύγη ηχείων χρειάζεται περαιτέρω συζήτηση, η οποία μπορεί να περιστραφεί γύρω από τους εξής άξονες.
Ο πρώτος και πολύ βασικός άξων σχετίζεται με την ηλεκτρική αντίσταση των ηχείων, και επομένως άπτεται της ακεραιότητας του ενισχυτή. Όταν ο επιλογέας ηχείων είναι στη θέση «Α + Β», τα ηχεία κάθε καναλιού παραλληλίζονται μεταξύ τους, με αποτέλεσμα τον υποδιπλασιασμό της αντίστασής τους, έτσι όπως αυτή τη «βλέπει» ο ενισχυτής. Τόσον ο κατασκευαστής, όσο και ο πολύς κόσμος, αντιμετωπίζει το θέμα μάλλον επιφανειακά, ακολουθώντας τη λογική πως αν τα ηχεία είναι και τα δύο ονομαστικής αντίστασης 8Ω, τότε συνδεδεμένα παράλληλα θα πέσουν στα 4Ω, σχηματίζοντας φορτίο που εξακολουθεί να είναι ασφαλές για τον ενισχυτή, τουλάχιστον όταν αυτός τα οδηγεί σε μέση στάθμη, αποδίδοντας κορυφές γύρω στα 15 – 20W. Άλλωστε, όλοι οι ενισχυτές μπορούν να οδηγήσουν ακόμα και φορτίο 1,5Ω, αρκεί να παίζουν πολύ σιγά, με κορυφές όχι μεγαλύτερες των 2-3W.
Όμως, όπως όλοι γνωρίζουμε, μέσα σ’ αυτήν την υστερία που έχει καταλάβει το χώρο της υψηλής πιστότητας για όσο γίνεται πιο ευαίσθητα ηχεία, ώστε αυτά να μπορούν να οδηγηθούν στοιχειωδώς από τις διάφορες -λαμπάτες και μη- ανοησίες των 5-10W που κυκλοφορούν στην πιάτσα –και η τιμή μερικών εκ των οποίων ξεπερνά το όριο της απάτης, μέσα σ’ αυτό το νοσηρό κλίμα, τα περισσότερα ηχεία μπορεί να είναι από τον κατασκευαστή τους βαφτισμένα ως 8ωμα, αλλά σε ένα σεβαστό μέρος του φάσματος πέφτουν ακόμη και κάτω από τα 4Ω. Αυτό συμβαίνει σε όλες ανεξαιρέτως τις μονάδες δύο – δυόμισυ δρόμων που φέρουν δύο γούφερ-μιντ παράλληλα, ενώ δεν λείπουν και περιπτώσεις ηχείων με ένα μεγάφωνο ανά δρόμο, το οποίο όμως μπορεί να είναι από κατασκευής αρκετά χαμηλό ως φορτίο, ώστε να είναι ευαίσθητο. Έτσι, λοιπόν, αν τύχει να παραλληλισθούν δύο 8ωμα ηχεία, τα οποία τυγχάνει να παρουσιάζουν πτώση της αντίστασής τους στα 4Ω στο ίδιο τμήμα του φάσματος, η οποία μάλιστα μπορεί να είναι αρκετά μεγάλου εύρους, ας πούμε από τα 400Hz μέχρι τα 1500Hz, τότε σε αυτό το τμήμα του φάσματος θα αντιπροσωπεύουν για τον ενισχυτή ένα φορτίο 2Ω, κάτι που είναι ικανό να καταστρέψει πολλούς ενισχυτές, ή να ενεργοποιήσει το σύστημα προστασίας σε πολλούς άλλους, υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι τα ηχεία θα κληθούν να παίξουν σχετικά δυνατά, και όχι να προσθέσουν μουσική υπόκρουση σε ένα δείπνο. Κι ας τα έχει βαφτίσει ο κατασκευαστής τους όπως θέλει, ακόμα και 16ωμα. Βέβαια, υπάρχουν και ηχεία με περισσότερο έντιμες προδιαγραφές, των οποίων η ονομαστική αντίσταση αντιπροσωπεύει αυτό που πραγματικά είναι, και τα οποία, βέβαια, δεν θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν ευαίσθητα. Για παράδειγμα, αν συνδέσετε δύο ATC SCM20 παράλληλα στο ίδιο κανάλι, η αντίστασή τους θα πέσει σε μια κατώτατη τιμή γύρω στα 3.5Ω, τιμή ασφαλής για όλους τους ενισχυτές.
Ο δεύτερος άξονας της συζήτησης αφορά την ευαισθησία και τις παραμορφώσεις. Εάν προτίθεστε να ακούτε συγχρόνως από δύο διαφορετικά ζευγάρια ηχεία, φροντίστε ώστε να είναι παρεμεφερούς ή ίσης ευαισθησίας. Μέγιστο κέρδος στο θέμα της ευαισθησίας, δηλαδή στο πόσο δυνατά θα παίζουν με το κουμπί της στάθμης σε δεδομένη θέση, θα έχετε όταν τα ηχεία είναι ίσης ευαισθησίας. Για παράδειγμα, αν και τα δύο ηχεία είναι ευαισθησίας 86dB, τότε, έχοντας το volume στην ίδια θέση, θα επιτύχετε στάθμη υψηλότερη κατά 3dB, δηλαδή δύο ηχεία 86άρια ισοδυναμούν με ένα 89άρι. Από την άλλη πλευρά, κρατώντας ως δεδομένη και σταθερή τη στάθμη, δύο ηχεία παρόμοιας ποιότητας θα αποδώσουν με τη μισή παραμόρφωση. Δεν πειράζει αν είναι διαφορετικά μοντέλα μεταξύ τους, γιατί ακόμα και τότε, που θα ακούτε το μείγμα των παραμορφώσεων και των δύο, το αποτέλεσμα μπορεί να είναι από αποδεκτό έως άριστο. Αυτό που έχει σημασία είναι να έχουν και τα δύο χαμηλές παραμορφώσεις, ή, εν πάση περιπτώσει, οι παραμορφώσεις τους να κυμαίνονται στο ίδιο επίπεδο. Το να ακούτε ένα ηχείο που σε κάποια στάθμη έχει παραμόρφωση ας πούμε 5%, μαζί με κάποιο άλλο, που στην ίδια στάθμη παρουσιάζει παραμόρφωση 15%, είναι μάλλον ανώφελο, καθώς ο ήχος του δευτέρου θα καταστρέφει τον ήχο του πρώτου. Εάν, όμως, και το δεύτερο ηχείο βγάζει παραμόρφωση επίσης 5%, ή περίπου τόσο, τότε τα δύο ηχεία ως σύνολο μπορούν να επιτύχουν την ίδια στάθμη, παίζοντας το καθένα 3dB χαμηλότερα, κάτι που συνεπάγεται, αν όχι υποδιπλασιασμό, οπωσδήποτε σαφή μείωση της παραμόρφωσης.
Όμως, ακόμη κι αν τα ηχεία είναι ίσης ευαισθησίας και παρεμφερούς ποιότητας, αυτό δεν φτάνει για να ακούτε από αυτά συγχρόνως και σωστά, και εδώ υπεισέρχεται ο τρίτος άξονας του θέματος, που σχετίζεται με τη χωροτακτική τους τοποθέτηση, κάτι που άπτεται του θέματος της στερεοφωνικής εικόνας. Εδώ, η προφανής λύση είναι η τοποθέτηση των ηχείων με τρόπο τέτοιο, ώστε τα μιντ και τα τουίτερ –κυρίως τα τουίτερ- να είναι όσο γίνεται το ένα πιο κοντά στο άλλο, ενώ σημασία έχουν και λεπτομέρειες που σχετίζονται με τη μηχανική και θερμική συμπεριφορά των μεγαφώνων. Για παράδειγμα, ένα ηχείο δαπέδου, τριών δρόμων, μπορεί να ταιριάξει και να παίξει με ένα αντίστοιχης ποιότητας και ίσης ευαισθησίας δίδρομο ηχείο βάσης, αν το δεύτερο τοποθετηθεί δίπλα στο πρώτο και σε βάση τέτοια, ώστε το τουίτερ του να έλθει στο ίδιο ύψος με το τουίτερ του πρώτου ηχείου. Όμως, ακόμα και τότε μπορεί να δημιουργηθούν ηχητικά προβλήματα, ειδικά αν το ηχείο βάσης έχει μικρότερα μεγάφωνα –να το πω έτσι απλά- από το ηχείο δαπέδου, καθώς, εκεί που και τα δύο θα παίζουν δυνατά με το τρίδρομο να αποδίδει σαφώς άνετα, τα μικρότερα μεγάφωνα του ηχείου βάσης θα αρχίζουν να ζορίζονται, ανεβάζοντας παραμόρφωση και αλλοιώνοντας το ηχητικό αποτέλεσμα. Ακόμη και αν πρόκειται για μεγάφωνα ίσης διαμέτρου και ισχύος, αλλιώς θα αποδίδει το dedicated γούφερ, και αλλιώς το μεγάφωνο (ή τα μεγάφωνα) του ηχείου βάσης που θα είναι επιφορτισμένο και με τις μεσαίες συχνότητες.
Με βάση τα παραπάνω, το λογικό συμπέρασμα είναι πως η ασφαλέστερη λύση για σωστό αποτέλεσμα επιτυγχάνεται με δύο ίδια ζεύγη ηχείων. Στην περίπτωση αυτή μπορείτε να τοποθετήσετε τα ηχεία κάθε καναλιού το ένα δίπλα στο άλλο, υπό την προϋπόθεση πως υπάρχει ο ανάλογος χώρος. Αυτή η χωροθέτηση δεν είναι λανθασμένη, όπως συχνά αναφέρεται, αρκεί βέβαια να ακούτε από κάποια σεβαστή απόσταση ακρόασης, ώστε η γωνία που σχηματίζεται από το αυτί σας με τα δύο τουίτερ να είναι σχετικά μικρή, και να σας δίνει την αντίληψη της ενιαίας πηγής. Αν αυτό σας φαίνεται παράδοξο ή δύσκολο, δεν έχετε παρά να δοκιμάσετε, αλλά, επαναλαμβάνω, η απόσταση ακρόασης να είναι επαρκής, τουλάχιστον 3.5 μέτρα, και όχι λιγότερο.
Για παράδειγμα, αν ο χώρος και ο προϋπολογισμός το επιτρέπουν, μπορείτε να στήσετε δύο B&W 802D ανά κανάλι, το ένα κολλητά, δίπλα στο άλλο, και να ακούτε από απόσταση περίπου 4 μέτρων, με το αποτέλεσμα να είναι σαφώς υπέρτερο σε σχέση με ένα ζευγάρι B&W 800D. Σας φαίνεται παράξενο, ή νομίζετε πως το έχω χάσει τελείως; Σκεφθείτε απλά: Όσον αφορά τα μεσαία και τα πρίμα, αυτά τα δύο μοντέλα έχουν ακριβώς τα ίδια μεγάφωνα, και επομένως δεδομένη στάθμη μπορεί να επιτευχθεί με τη μισή ισχύ για καθένα από τα διπλά 802, προς όφελος των παραμορφώσεων. Όσον αφορά τα μπάσα, μιλώντας χοντρικά αλλά όχι εκτός πραγματικότητας, τα τέσσερα 8ιντσα γούφερ των διπλών 802D είναι υπέρτερα των δύο 10ιντσων που έχει το 800D κατά το εμβαδό ενός 7ιντσου, ενώ –και πάλι- ισχύουν τα ίδια όσον αφορά τη μείωση των παραμορφώσεων. Δηλαδή, για να το πω ανοιχτά, δύο ζευγάρια 802D είναι καλύτερα από ένα ζευγάρι 800D, υπό την προϋπόθεση πως υπάρχει η απαιτούμενη ευρυχωρία. (Ε, χμ, κανονικά δεν πρέπει να σας ανοίγω τα μάτια τόσο πολύ, αλλά ας είναι)...
Ένας άλλος τρόπος τοποθέτησης είναι το ένα ηχείο επάνω στο άλλο, και μάλιστα ανεστραμμένο, αλλά υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Η πρώτη προϋπόθεση είναι το αυτονόητο, ότι δηλαδή η επάνω επιφάνειες των δύο ηχείων είναι επίπεδες, ενώ τα γεωμετρικά χαρακτηριστικά της καμπίνας τους πρέπει να είναι τέτοια, ώστε τα ηχεία να μπορούν να ισορροπήσουν με ασφάλεια. (Βέβαια, υπάρχει και η λύση να κρεμάσετε το ένα 802 ανάποδα επάνω από το άλλο, χε, χε, χε, αλλά αυτό συνεπάγεται το σχετικό μερεμέτι στην οροφή, τόσο που μάλλον δεν μπορεί να υλοποιηθεί σε οικιακό περιβάλλον). Αυτό βέβαια δεν σας απαλλάσσει, καθώς θα πρέπει να βρεθεί ένας τρόπος να στηριχθούν τα ηχεία σωστά, καθώς μια πτώση του επάνω μπορεί να προξενήσει σοβαρές ζημιές, ακόμη και να τραυματίσει πολύ άσχημα ένα παιδί, ή και έναν ενήλικα. Επιπλέον επιτακτική προϋπόθεση είναι, το τουίτερ να βρίσκεται στην ανώτατη θέση, επάνω από όλα τα άλλα μεγάφωνα, ώστε με το επάνω ηχείο τοποθετημένο σε ανάστροφη θέση, τα δύο τουίτερ να πλησιάσουν μεταξύ τους όσο γίνεται περισσότερο.
Αν αυτός ο τρόπος τοποθέτησης των δύο ηχείων του κάθε καναλιού σας φαίνεται άσχημος, έχετε απόλυτο δίκιο, καθώς, ζώντας σε βαρυτικό περιβάλλον, τείνουμε να θεωρούμε όμορφο ο,τιδήποτε είναι κοντά στο δικό μας μέγεθος, ενώ τα ηχεία μεγάλου ύψους απέχουν αρκετά από την κορυφή της δημοτικότητας. Όμως, από σχεδιαστικής και ηχητικής πλευράς, αυτή η προσέγγιση είναι ορθή, και εφαρμόζεται αρκετά συχνά.