- Μηνύματα
- 25.112
- Reaction score
- 20.608
Η πραγματικότητα και η αναζήτηση της Σολομώντειας λύσης
Τουλάχιστον στα χαρτιά και σε πλείστες των περιπτώσεων, τα σύγχρονα ηχεία έχουν επιδόσεις που θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν επαρκείς για να έχουν πλήρη ηχητική απόδοση: απόκριση συχνότητας από 20 – 30Hz έως 20KHz, χαμηλή κατευθυντικότητα (σ.σ., δηλαδή ευρεία διασπορά) σωστή φασική συμπεριφορά, χαμηλή αρμονική παραμόρφωση και παραμόρφωση ενδοδιαμόρφωσης σε χαμηλή όπως και σε υψηλή στάθμη, καμπύλη εμπέδησης που πλησιάζει κατά πολύ αυτήν του ωμικού φορτίου, τέλεια μεταβατική συμπεριφορά, υψηλή ισχύ και μεγάλη ευαισθησία, αποδεκτή γραμμικότητα σε συνάρτηση με την ισχύ, και αδρανή καμπίνα χωρίς φαινόμενα περίθλασης, κραδασμούς ή στάσιμα κύματα στο εσωτερικό της.
Έχοντας υπ’ όψιν αυτές τις απαιτήσεις, σημειώστε πως δεν αναφέρθηκαν καθόλου ο όγκος, το βάρος ή η τιμή μιας καμπίνας που είναι σε θέση να φτάσει αυτό το επίπεδο τελειότητας. Η πραγματικότητα της αγοράς μας λέει πως είναι αυτές οι τρεις παράμετροι που καθορίζουν την απόδοση της πλειονότητας των ηχείων που κυκλοφορούν. Πάνω απ’ όλα, η καμπίνα του 2000 πρέπει να έχει σχετικά περιορισμένες διαστάσεις και λογικό βάρος και κόστος. Όσον αφορά τον σχεδιαστή, αν αυτός λάβει υπ’ όψιν αυτούς τους περιορισμούς, η συνολική απόδοση του ηχείου περιορίζεται σημαντικά.
Η σημασία της φασματικής ισορροπίας
Ο Νόμος των 400000(*) που έχει διατυπωθεί στο παρελθόν είναι πλέον σχεδόν παρωχημένος. Ακούγοντας κάποιο παλιό ραδιόφωνο, μερικές φορές μας εκπλήσσει η ηχητική του ποιότητα, παρά την περιορισμένη απόκρισή του. Αν και ο Νόμος των 400000 είναι καθαρά εμπειρικός, προηγμένες ψυχοακουστικές μελέτες έχουν καταστήσει εφικτή την καθιέρωση συγκεκριμένων φασματικών περιοχών με εύρος ζώνης που δίνουν την αίσθηση της τονικής ισορροπίας. Βλέπουμε με έκπληξη πως με κάτω συχνότητα αποκοπής τα 70Hz, σε ένα μεγάλο πλήθος ηχείων απαιτείται περιορισμός της απόκρισης έως τα 12KHz, ώστε το ηχείο να δώσει μιαν υποκειμενικά ικανοποιητική αίσθηση ισορροπίας. Αυξάνοντας την κάτω συχνότητα αποκοπής στα 270Hz, το άνω όριο πρέπει να πάει στα 3KHz, ώστε να έχουμε σωστή φασματική ισορροπία. Από εκεί και μετά είμαστε κοντά στο εύρος ζώνης του τηλεφώνου, το οποίο έχει μελετηθεί ώστε να διατηρεί τη σωστή χροιά της φωνής, παρά την κατά 60% απώλεια της υποκειμενικής πιστότητας.
Δεν χρειάζεται να το ψάξουμε περαιτέρω, ένας μεγάλος αριθμός ηχείων δεν αγγίζει την κορυφή εξ αιτίας της μη συμμόρφωσής τους προς αυτόν τον θεμελιώδη κανόνα. Όμως τα πράγματα δεν είναι τόσον απλά, καθώς αν κάποιος διαθέσει στην αγορά ένα ηχείο με ωφέλιμο εύρος ζώνης 80 – 9KHz, χάνοντας έτσι το 6% της υποκειμενικής πιστότητάς του, αυτό αναμφίβολα δεν θα έχει καμιά επιτυχία. Βέβαια, τα πλέον διαδεδομένα μουσικά είδη σήμερα, αλλ’ όχι και στο παρελθόν, έχουν πλούσιο συχνοτικό περιεχόμενο στις μεσαίες και υψηλές συχνότητες, όπως κρουστά και συνθεσάιζερ.
Δεν θα ήταν σωστό να υποβιβάσουμε αυτές τις συχνότητες. Όλος αυτός ο σχολιασμός εστιάζει την προσοχή μας σε μια σημαντική λεπτομέρεια: αναπαράγοντας τις συχνότητες 20-80Hz χωρίς εξασθένηση, και συγχρόνως αφήνοντας το τουήτερ ελεύθερο μέχρι τα 20KHz, η απώλεια ποιότητας πηγαίνει από το 6% στο 0% και η τονική ισορροπία γίνεται τέλεια. Αυτό δείχνει τη σημασία που πρέπει να δώσουμε στις συχνότητες που παίζει το υπογούφερ. Και ξανά, το προαιώνιο πρόβλημα της τιμής και του μεγέθους είναι δυσεπίλυτο, καθώς η πλειοψηφία των υπογούφερ, και μόνο με τα κατάλληλα μέτρα, μπορεί να παίζει στα 60-70Hz παρουσιάζοντας γρήγορη πτώση χαμηλότερα.
Το μυστήριο της μουσικότητας του ήχου
Αν το εύρος ζώνης και η φασματική ισορροπία είναι θεμελιώδεις παράμετροι που καθορίζουν την ποιότητα του ήχου, δεν είναι οι μόνες, καθώς στο τελικό αποτέλεσμα παίζουν ρόλο πολλές άλλες. Οι πλέον σημαντικές είναι τα δυναμικά, η ικανότητα πρόσληψης υψηλής ισχύος με χαμηλή παραμόρφωση, η χαμηλή κατευθυντικότητα αλλά και η καλά ελεγχόμενη κατευθυντικότητα. Διαφέροντας το μέγεθος καθεμιάς από ηχείο σε ηχείο, σμιλεύει την ηχητική του προσωπικότητα, του δίνει τη δική του ηχητική σφραγίδα. Παρά τις πολλές αδυναμίες και ατέλειές του, το αυτί έχει μια έξοχη ευαισθησία. Πρέπει να ξεφύγουμε από τις δαιμονοποιημένες μετρήσεις και να επιχειρήσουμε με ασυνήθιστες μετρητικές μεθόδους να αποκαλύψουμε μορφές παραμόρφωσης που να συμβαδίζουν με τις ακουστικές εντυπώσεις.
Η έκταση της δυναμικής περιοχής σε συνάρτηση με τη συχνότητα είναι μια αποκαλυπτική μέτρηση. Το ενδιαφέρον αυτής της μέτρησης έχει υπογραμμισθεί από τον κ. Kuriyakawa των εργαστηρίων της Toshiba το 1979. Κάποια τουήτερ εκείνης της εποχής, φαινομενικά τέλεια έως τα 25KHz, κάποιες φορές και υπό τις συνθήκες αυτής της μέτρησης, παρουσίαζαν μόνο 5-10dB δυναμικής περιοχής στα 10KHz. Μια άλλη μέτρηση είναι η αργή σάρωση, που δίνει τη δυνατότητα εντοπισμού με μεγάλη ακρίβεια της συχνότητας τυχόν κραδασμών από διάφορα αίτια, για παράδειγμα από το πόσο σφιχτά είναι βιδωμένο ένα μεγάφωνο, της τριβής κάποιου εξαρτήματος του κροσόβερ επάνω στην πλακέτα, ή κραδασμού από το τοίχωμα της καμπίνας. Αν αυτά μπορούν να περάσουν απαρατήρητα στις μετρήσεις, το αυτί μπορεί πολύ εύκολα να τα εντοπίσει με μουσικό πρόγραμμα.
Η «τονική παραμόρφωση», το «jitter» των μεγαφώνων, είναι ακόμη περισσότερο αποκαλυπτική. Μελέτες που έχουν γίνει στην Ιαπωνία από το 1978 έως το 1995 έχουν δείξει πως επάνω στα μεταβατικά περάσματα η τονική διολίσθηση μπορεί να προκαλέσει διάσπαση του διαφράγματος κατά 5%, καθυστερημένη αντίδραση στην κίνηση του πηνίου φωνής, του οποίου οι συντονισμοί επηρεάζουν τις κοντινές συχνότητες.
Στη μουσική, το λα της 3ης οκτάβας είναι φιξαρισμένο στα 440Hz, όχι στα 465Hz, και όσοι έχουν απόλυτο μουσικό αυτί δεν ανέχονται διαφορά ούτε 1Hz. Αυτό σημαίνει μια φωνή, μια νότα στο πιάνο, κι εκεί οι μετρήσεις είναι δυστυχώς άχρηστες.
___________________________
(*) Ο Νόμος των 400000 επιτάσσει πως για να δίνει μια ηχητική συσκευή την υποκειμενική αίσθηση του ισορροπημένου ακούσματος, πρέπει το γινόμενο των ορίων της απόκρισης συχνότητας να είναι 400000. Προφανώς αυτό το νούμερο δεν είναι αυθαίρετα επιλεγμένο, καθώς είναι το γινόμενο των τυπικών ορίων του ακουστικού φάσματος, αφού 20 x 20000 = 400000. Ξεκινώντας απ' αυτόν τον ιδανικό συνδυασμό, καθώς η απόκριση "στενεύει" στο κάτω της άκρο, αντιστοίχως πρέπει να "στενεύει" και στο άνω τοιούτο, ώστε το γινόμενο να διατηρείται ή να είναι πολύ κοντά στις 400000. Και επειδή οι συσκευές που κατ' εξοχήν παρουσιάζουν αδυναμία στην πλήρη απόκριση συχνότητας είναι τα ηχεία, ο νόμος αυτός αναφέρεται σχεδόν αποκλειστικά σ' αυτά.
Έτσι, για παράδειγμα, αν ένα ηχείο έχει κάτω συχνότητα αποκοπής -3dB στα 40Hz, τότε το άνω όριο της απόκρισής του πρέπει να είναι 400000 / 40 = 10000Hz. Αν το ηχείο ανεβαίνει περισσότερο, τότε αποπνέει έναν "πριμαριστό" χαρακτήρα, πράγμα που είναι ο κανόνας, αφού όλα ανεξαιρέτως τα ηχεία, ασχέτως πόσο χαμηλά μπορούν να κατέβουν, ανεβαίνουν άνετα έως τα 20000Hz, με μεγαλύτερη ή και με πιο χαλαρή ακρίβεια, δηλαδή με όχι και τόσο επίπεδη απόκριση.
Βεβαίως, ο Νόμος αυτός εκλαμβάνει ως δεδομένο πως το μουσικό πρόγραμμα είναι μεστό φασματικά, δηλαδή έχει "απ' όλα", και μπάσα και μεσαία και πρίμα, κάτι που είναι τυπικά σύνηθες, αλλά δεν συμβαίνει πάντοτε, καθώς ενδέχεται να υπάρχουν και εξεζητημένες περιπτώσεις, όπως ας πούμε ένα κομμάτι με σόλο φλάουτο.
Το νόμο αυτόν τον έχει μνημονεύσει και ο αείμνηστος Neville Thiele σε μια συνέντευξή του. Ερωτηθείς σχετικά, ο Thiele απήντησε πως τα τρία πιο σημαντικά χαρακτηριστικά ενός ηχείου είναι η επίπεδη απόκριση συχνότητας, η χαμηλή παραμόρφωση και, κατόπιν συζητήσεων που είχε με ερευνητές του BBC, η φασματική ισορροπία, το balance όπως είπε χαρακτηριστικά, η οποία πρέπει να υπακούει στον Νόμο των 500000. Δηλαδή, o Thiele ήταν λίγο πιο επιεικής. (Ο Neville Thiele μαζί με τον επιστήθιο φίλο του Richard Small είναι οι δύο μηχανικοί που διετύπωσαν τη θεωρία, πάνω στην οποία βασίζεται σήμερα ο σχεδιασμός σχεδόν όλων των ηχείων που κυκλοφορούν στην αγορά).
______________________________
Το παραπάνω άρθρο ανήκει στον Jean Hiraga και δημοσιεύθηκε το έτος 2000 στο περιοδικό Revue du son et du home cinema. Επιγράφεται ως Le mystere de la musicalite και μπορείτε να το κατεβάσετε από εδώ (direct link).
Τουλάχιστον στα χαρτιά και σε πλείστες των περιπτώσεων, τα σύγχρονα ηχεία έχουν επιδόσεις που θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν επαρκείς για να έχουν πλήρη ηχητική απόδοση: απόκριση συχνότητας από 20 – 30Hz έως 20KHz, χαμηλή κατευθυντικότητα (σ.σ., δηλαδή ευρεία διασπορά) σωστή φασική συμπεριφορά, χαμηλή αρμονική παραμόρφωση και παραμόρφωση ενδοδιαμόρφωσης σε χαμηλή όπως και σε υψηλή στάθμη, καμπύλη εμπέδησης που πλησιάζει κατά πολύ αυτήν του ωμικού φορτίου, τέλεια μεταβατική συμπεριφορά, υψηλή ισχύ και μεγάλη ευαισθησία, αποδεκτή γραμμικότητα σε συνάρτηση με την ισχύ, και αδρανή καμπίνα χωρίς φαινόμενα περίθλασης, κραδασμούς ή στάσιμα κύματα στο εσωτερικό της.
Έχοντας υπ’ όψιν αυτές τις απαιτήσεις, σημειώστε πως δεν αναφέρθηκαν καθόλου ο όγκος, το βάρος ή η τιμή μιας καμπίνας που είναι σε θέση να φτάσει αυτό το επίπεδο τελειότητας. Η πραγματικότητα της αγοράς μας λέει πως είναι αυτές οι τρεις παράμετροι που καθορίζουν την απόδοση της πλειονότητας των ηχείων που κυκλοφορούν. Πάνω απ’ όλα, η καμπίνα του 2000 πρέπει να έχει σχετικά περιορισμένες διαστάσεις και λογικό βάρος και κόστος. Όσον αφορά τον σχεδιαστή, αν αυτός λάβει υπ’ όψιν αυτούς τους περιορισμούς, η συνολική απόδοση του ηχείου περιορίζεται σημαντικά.
Η σημασία της φασματικής ισορροπίας
Ο Νόμος των 400000(*) που έχει διατυπωθεί στο παρελθόν είναι πλέον σχεδόν παρωχημένος. Ακούγοντας κάποιο παλιό ραδιόφωνο, μερικές φορές μας εκπλήσσει η ηχητική του ποιότητα, παρά την περιορισμένη απόκρισή του. Αν και ο Νόμος των 400000 είναι καθαρά εμπειρικός, προηγμένες ψυχοακουστικές μελέτες έχουν καταστήσει εφικτή την καθιέρωση συγκεκριμένων φασματικών περιοχών με εύρος ζώνης που δίνουν την αίσθηση της τονικής ισορροπίας. Βλέπουμε με έκπληξη πως με κάτω συχνότητα αποκοπής τα 70Hz, σε ένα μεγάλο πλήθος ηχείων απαιτείται περιορισμός της απόκρισης έως τα 12KHz, ώστε το ηχείο να δώσει μιαν υποκειμενικά ικανοποιητική αίσθηση ισορροπίας. Αυξάνοντας την κάτω συχνότητα αποκοπής στα 270Hz, το άνω όριο πρέπει να πάει στα 3KHz, ώστε να έχουμε σωστή φασματική ισορροπία. Από εκεί και μετά είμαστε κοντά στο εύρος ζώνης του τηλεφώνου, το οποίο έχει μελετηθεί ώστε να διατηρεί τη σωστή χροιά της φωνής, παρά την κατά 60% απώλεια της υποκειμενικής πιστότητας.
Δεν χρειάζεται να το ψάξουμε περαιτέρω, ένας μεγάλος αριθμός ηχείων δεν αγγίζει την κορυφή εξ αιτίας της μη συμμόρφωσής τους προς αυτόν τον θεμελιώδη κανόνα. Όμως τα πράγματα δεν είναι τόσον απλά, καθώς αν κάποιος διαθέσει στην αγορά ένα ηχείο με ωφέλιμο εύρος ζώνης 80 – 9KHz, χάνοντας έτσι το 6% της υποκειμενικής πιστότητάς του, αυτό αναμφίβολα δεν θα έχει καμιά επιτυχία. Βέβαια, τα πλέον διαδεδομένα μουσικά είδη σήμερα, αλλ’ όχι και στο παρελθόν, έχουν πλούσιο συχνοτικό περιεχόμενο στις μεσαίες και υψηλές συχνότητες, όπως κρουστά και συνθεσάιζερ.
Δεν θα ήταν σωστό να υποβιβάσουμε αυτές τις συχνότητες. Όλος αυτός ο σχολιασμός εστιάζει την προσοχή μας σε μια σημαντική λεπτομέρεια: αναπαράγοντας τις συχνότητες 20-80Hz χωρίς εξασθένηση, και συγχρόνως αφήνοντας το τουήτερ ελεύθερο μέχρι τα 20KHz, η απώλεια ποιότητας πηγαίνει από το 6% στο 0% και η τονική ισορροπία γίνεται τέλεια. Αυτό δείχνει τη σημασία που πρέπει να δώσουμε στις συχνότητες που παίζει το υπογούφερ. Και ξανά, το προαιώνιο πρόβλημα της τιμής και του μεγέθους είναι δυσεπίλυτο, καθώς η πλειοψηφία των υπογούφερ, και μόνο με τα κατάλληλα μέτρα, μπορεί να παίζει στα 60-70Hz παρουσιάζοντας γρήγορη πτώση χαμηλότερα.
Το μυστήριο της μουσικότητας του ήχου
Αν το εύρος ζώνης και η φασματική ισορροπία είναι θεμελιώδεις παράμετροι που καθορίζουν την ποιότητα του ήχου, δεν είναι οι μόνες, καθώς στο τελικό αποτέλεσμα παίζουν ρόλο πολλές άλλες. Οι πλέον σημαντικές είναι τα δυναμικά, η ικανότητα πρόσληψης υψηλής ισχύος με χαμηλή παραμόρφωση, η χαμηλή κατευθυντικότητα αλλά και η καλά ελεγχόμενη κατευθυντικότητα. Διαφέροντας το μέγεθος καθεμιάς από ηχείο σε ηχείο, σμιλεύει την ηχητική του προσωπικότητα, του δίνει τη δική του ηχητική σφραγίδα. Παρά τις πολλές αδυναμίες και ατέλειές του, το αυτί έχει μια έξοχη ευαισθησία. Πρέπει να ξεφύγουμε από τις δαιμονοποιημένες μετρήσεις και να επιχειρήσουμε με ασυνήθιστες μετρητικές μεθόδους να αποκαλύψουμε μορφές παραμόρφωσης που να συμβαδίζουν με τις ακουστικές εντυπώσεις.
Η έκταση της δυναμικής περιοχής σε συνάρτηση με τη συχνότητα είναι μια αποκαλυπτική μέτρηση. Το ενδιαφέρον αυτής της μέτρησης έχει υπογραμμισθεί από τον κ. Kuriyakawa των εργαστηρίων της Toshiba το 1979. Κάποια τουήτερ εκείνης της εποχής, φαινομενικά τέλεια έως τα 25KHz, κάποιες φορές και υπό τις συνθήκες αυτής της μέτρησης, παρουσίαζαν μόνο 5-10dB δυναμικής περιοχής στα 10KHz. Μια άλλη μέτρηση είναι η αργή σάρωση, που δίνει τη δυνατότητα εντοπισμού με μεγάλη ακρίβεια της συχνότητας τυχόν κραδασμών από διάφορα αίτια, για παράδειγμα από το πόσο σφιχτά είναι βιδωμένο ένα μεγάφωνο, της τριβής κάποιου εξαρτήματος του κροσόβερ επάνω στην πλακέτα, ή κραδασμού από το τοίχωμα της καμπίνας. Αν αυτά μπορούν να περάσουν απαρατήρητα στις μετρήσεις, το αυτί μπορεί πολύ εύκολα να τα εντοπίσει με μουσικό πρόγραμμα.
Η «τονική παραμόρφωση», το «jitter» των μεγαφώνων, είναι ακόμη περισσότερο αποκαλυπτική. Μελέτες που έχουν γίνει στην Ιαπωνία από το 1978 έως το 1995 έχουν δείξει πως επάνω στα μεταβατικά περάσματα η τονική διολίσθηση μπορεί να προκαλέσει διάσπαση του διαφράγματος κατά 5%, καθυστερημένη αντίδραση στην κίνηση του πηνίου φωνής, του οποίου οι συντονισμοί επηρεάζουν τις κοντινές συχνότητες.
Στη μουσική, το λα της 3ης οκτάβας είναι φιξαρισμένο στα 440Hz, όχι στα 465Hz, και όσοι έχουν απόλυτο μουσικό αυτί δεν ανέχονται διαφορά ούτε 1Hz. Αυτό σημαίνει μια φωνή, μια νότα στο πιάνο, κι εκεί οι μετρήσεις είναι δυστυχώς άχρηστες.
___________________________
(*) Ο Νόμος των 400000 επιτάσσει πως για να δίνει μια ηχητική συσκευή την υποκειμενική αίσθηση του ισορροπημένου ακούσματος, πρέπει το γινόμενο των ορίων της απόκρισης συχνότητας να είναι 400000. Προφανώς αυτό το νούμερο δεν είναι αυθαίρετα επιλεγμένο, καθώς είναι το γινόμενο των τυπικών ορίων του ακουστικού φάσματος, αφού 20 x 20000 = 400000. Ξεκινώντας απ' αυτόν τον ιδανικό συνδυασμό, καθώς η απόκριση "στενεύει" στο κάτω της άκρο, αντιστοίχως πρέπει να "στενεύει" και στο άνω τοιούτο, ώστε το γινόμενο να διατηρείται ή να είναι πολύ κοντά στις 400000. Και επειδή οι συσκευές που κατ' εξοχήν παρουσιάζουν αδυναμία στην πλήρη απόκριση συχνότητας είναι τα ηχεία, ο νόμος αυτός αναφέρεται σχεδόν αποκλειστικά σ' αυτά.
Έτσι, για παράδειγμα, αν ένα ηχείο έχει κάτω συχνότητα αποκοπής -3dB στα 40Hz, τότε το άνω όριο της απόκρισής του πρέπει να είναι 400000 / 40 = 10000Hz. Αν το ηχείο ανεβαίνει περισσότερο, τότε αποπνέει έναν "πριμαριστό" χαρακτήρα, πράγμα που είναι ο κανόνας, αφού όλα ανεξαιρέτως τα ηχεία, ασχέτως πόσο χαμηλά μπορούν να κατέβουν, ανεβαίνουν άνετα έως τα 20000Hz, με μεγαλύτερη ή και με πιο χαλαρή ακρίβεια, δηλαδή με όχι και τόσο επίπεδη απόκριση.
Βεβαίως, ο Νόμος αυτός εκλαμβάνει ως δεδομένο πως το μουσικό πρόγραμμα είναι μεστό φασματικά, δηλαδή έχει "απ' όλα", και μπάσα και μεσαία και πρίμα, κάτι που είναι τυπικά σύνηθες, αλλά δεν συμβαίνει πάντοτε, καθώς ενδέχεται να υπάρχουν και εξεζητημένες περιπτώσεις, όπως ας πούμε ένα κομμάτι με σόλο φλάουτο.
Το νόμο αυτόν τον έχει μνημονεύσει και ο αείμνηστος Neville Thiele σε μια συνέντευξή του. Ερωτηθείς σχετικά, ο Thiele απήντησε πως τα τρία πιο σημαντικά χαρακτηριστικά ενός ηχείου είναι η επίπεδη απόκριση συχνότητας, η χαμηλή παραμόρφωση και, κατόπιν συζητήσεων που είχε με ερευνητές του BBC, η φασματική ισορροπία, το balance όπως είπε χαρακτηριστικά, η οποία πρέπει να υπακούει στον Νόμο των 500000. Δηλαδή, o Thiele ήταν λίγο πιο επιεικής. (Ο Neville Thiele μαζί με τον επιστήθιο φίλο του Richard Small είναι οι δύο μηχανικοί που διετύπωσαν τη θεωρία, πάνω στην οποία βασίζεται σήμερα ο σχεδιασμός σχεδόν όλων των ηχείων που κυκλοφορούν στην αγορά).
______________________________
Το παραπάνω άρθρο ανήκει στον Jean Hiraga και δημοσιεύθηκε το έτος 2000 στο περιοδικό Revue du son et du home cinema. Επιγράφεται ως Le mystere de la musicalite και μπορείτε να το κατεβάσετε από εδώ (direct link).