- Μηνύματα
- 26.019
- Reaction score
- 23.167
Εξ αφορμής ενός CD player που έπνευσε τα λοίσθια αυτές τις μέρες, ήρθε στο νου μας η συζήτηση για τους κομπιουτεροντάκ. Παρά το γεγονός ότι ένα Denon που υπάρχει στο ρακ, επιμένει να συνεχίζει να δουλεύει εδώ και 19 χρόνια, αποτελώντας μάλλον την εξαίρεση, ο κανόνας επιβάλλει πως κάποια στιγμή ένα CD παύει να δουλεύει, κυρίως από βλάβη στα μηχανικά μέρη ή την κεφαλή.
Έτσι, υποθέτοντας πως προβλέπω τις εξελίξεις περίπου σωστά, το επόμενο στάδιο είναι η αποθήκευση των CD σε σκληρό δίσκο με τη χρήση ενός κοινού, κοινότατου και ταπεινού οδηγού CD ή DVD ROM, που δεν μας νοιάζει αν θα λιώσει μετά από χίλια – δυο χιλιάδες ριπαρίσματα, καθώς μπορεί να αντικατασταθεί αμέσως και με πολύ λίγα χρήματα.
Όσον αφορά τα αμιγώς δικτυακά DAC της Linn, του έριξα την ιδέα, αλλά δεν ήθελε ούτε καν να ακούσει. Εδώ που τα λέμε, έχει τα δίκια του. Δεν είναι για τα λεφτά, δέκα μέτρα καλώδιο UTP και μια συσκευή με DHCP δεν κοστίζουν πάνω από 60 – 70 ευρώ. Είναι η τελείως διαφορετική προσέγγιση στη μορφή με την οποίαν είναι αποθηκευμένο το υλικό, κι ακόμα περισσότερο η ίδια η συσκευή. Ένας ελεγκτής Ethernet ως είσοδος, κι αυτό είναι όλο. Από το κλασικό CD που αγοράζουμε από το δισκοπωλείο, όπου το εξώφυλλό του είναι σε μορφή hardcopy, η απόσταση έως τον αμιγώς δικτυακό DAC είναι αρκετά μεγάλη. Εκτός αυτού, αν σου χαλάσει το δίκτυο ή ο υπολογιστής που ελέγχει τον DAC, ή αρπάξεις κανένα σκουλήκι, τότε μένει το σύστημα βουβό, εκτός βέβαια αν υπάρχουν κι άλλες πηγές, (πικάπ, μαγνητόφωνο, tuner, κλπ.).
Ετέθη, λοιπόν, το θέμα ενός πιο «συμβατικού» είδους DAC, που να μπορεί να δεχθεί σήμα από σκληρό δίσκο, αλλά να έχει και μια– δυό κλασικές εισόδους σήματος, ως λύσεις ανάγκης. Το παιδί που του χάλασε το CD player αποφάσισε να πάρει έναν Benchmark DAC1 USB, δίνοντας βάση όχι μόνο στην ιδίαν εμπειρία που έχει αποκομίσει από τον απλό DAC1, αλλά και στα πολύ κολακευτικά σχόλια που κυκλοφορούν στο Internet, όσον αφορά τις ηχητικές αρετές του συγκεκριμένου DAC.
Όμως, ο συγκεκριμένος DAC έχει θύρα USB, η οποία υποστηρίζεται σήμα μέχρι 24bit – 96KHz, και όχι παραπάνω, ενώ ανώτερης δειγματοληψίας σήμα υποστηρίζεται μόνον από την κλασική ηλεκτρική ή οπτική είσοδο. Έτσι, για να παίξει κανείς σήμα 24/176 ή 24/192, πρέπει να έχει κάρτα ήχου με ψηφιακή έξοδο και τον ανάλογο player, ώστε να στείλει σήμα στον Benchmark μέσω της ηλεκτρικής ή της οπτικής εισόδου, ή να οδηγήσει κάποιον άλλο ανάλογο DAC, μέσω θύρας Firewire.
Τίθεται λοιπόν το ερώτημα. Αυτή η οροφή των 24/96 καθορίζεται από τους περιορισμούς του πρωτοκόλλου USB, ή αποτελεί σχεδιαστική επιλογή των κατασκευαστών, που εμπιστεύονται το σήμα πάνω από τα 24/96 μόνο στο Firewire, λόγω της ανώτερης σταθερότητάς του; Γιατί ο Burdick εξόπλισε τη συσκευή του μόνο με θύρα USB; Πόσο παραπάνω θα κόστιζε η τοποθέτηση επιπλέον και μιας θύρας Firewire; Το USB2.0 των 480ΜΒ/sec, γιατί δεν «βγάζει» το 1ΜiΒ/sec (και κάτι ψιλά) του σήματος 24/192; Και πώς μπορεί να το κάνει αυτό το Ethernet των 100Mbps; Ή μήπως αυτό συμβαίνει μόνο στον Benchmark; (Θέμη
Έτσι, υποθέτοντας πως προβλέπω τις εξελίξεις περίπου σωστά, το επόμενο στάδιο είναι η αποθήκευση των CD σε σκληρό δίσκο με τη χρήση ενός κοινού, κοινότατου και ταπεινού οδηγού CD ή DVD ROM, που δεν μας νοιάζει αν θα λιώσει μετά από χίλια – δυο χιλιάδες ριπαρίσματα, καθώς μπορεί να αντικατασταθεί αμέσως και με πολύ λίγα χρήματα.
Όσον αφορά τα αμιγώς δικτυακά DAC της Linn, του έριξα την ιδέα, αλλά δεν ήθελε ούτε καν να ακούσει. Εδώ που τα λέμε, έχει τα δίκια του. Δεν είναι για τα λεφτά, δέκα μέτρα καλώδιο UTP και μια συσκευή με DHCP δεν κοστίζουν πάνω από 60 – 70 ευρώ. Είναι η τελείως διαφορετική προσέγγιση στη μορφή με την οποίαν είναι αποθηκευμένο το υλικό, κι ακόμα περισσότερο η ίδια η συσκευή. Ένας ελεγκτής Ethernet ως είσοδος, κι αυτό είναι όλο. Από το κλασικό CD που αγοράζουμε από το δισκοπωλείο, όπου το εξώφυλλό του είναι σε μορφή hardcopy, η απόσταση έως τον αμιγώς δικτυακό DAC είναι αρκετά μεγάλη. Εκτός αυτού, αν σου χαλάσει το δίκτυο ή ο υπολογιστής που ελέγχει τον DAC, ή αρπάξεις κανένα σκουλήκι, τότε μένει το σύστημα βουβό, εκτός βέβαια αν υπάρχουν κι άλλες πηγές, (πικάπ, μαγνητόφωνο, tuner, κλπ.).
Ετέθη, λοιπόν, το θέμα ενός πιο «συμβατικού» είδους DAC, που να μπορεί να δεχθεί σήμα από σκληρό δίσκο, αλλά να έχει και μια– δυό κλασικές εισόδους σήματος, ως λύσεις ανάγκης. Το παιδί που του χάλασε το CD player αποφάσισε να πάρει έναν Benchmark DAC1 USB, δίνοντας βάση όχι μόνο στην ιδίαν εμπειρία που έχει αποκομίσει από τον απλό DAC1, αλλά και στα πολύ κολακευτικά σχόλια που κυκλοφορούν στο Internet, όσον αφορά τις ηχητικές αρετές του συγκεκριμένου DAC.
Όμως, ο συγκεκριμένος DAC έχει θύρα USB, η οποία υποστηρίζεται σήμα μέχρι 24bit – 96KHz, και όχι παραπάνω, ενώ ανώτερης δειγματοληψίας σήμα υποστηρίζεται μόνον από την κλασική ηλεκτρική ή οπτική είσοδο. Έτσι, για να παίξει κανείς σήμα 24/176 ή 24/192, πρέπει να έχει κάρτα ήχου με ψηφιακή έξοδο και τον ανάλογο player, ώστε να στείλει σήμα στον Benchmark μέσω της ηλεκτρικής ή της οπτικής εισόδου, ή να οδηγήσει κάποιον άλλο ανάλογο DAC, μέσω θύρας Firewire.
Τίθεται λοιπόν το ερώτημα. Αυτή η οροφή των 24/96 καθορίζεται από τους περιορισμούς του πρωτοκόλλου USB, ή αποτελεί σχεδιαστική επιλογή των κατασκευαστών, που εμπιστεύονται το σήμα πάνω από τα 24/96 μόνο στο Firewire, λόγω της ανώτερης σταθερότητάς του; Γιατί ο Burdick εξόπλισε τη συσκευή του μόνο με θύρα USB; Πόσο παραπάνω θα κόστιζε η τοποθέτηση επιπλέον και μιας θύρας Firewire; Το USB2.0 των 480ΜΒ/sec, γιατί δεν «βγάζει» το 1ΜiΒ/sec (και κάτι ψιλά) του σήματος 24/192; Και πώς μπορεί να το κάνει αυτό το Ethernet των 100Mbps; Ή μήπως αυτό συμβαίνει μόνο στον Benchmark; (Θέμη