η καλυτερη ταινια του,και μια απο τις καλυτερες ολων των εποχων,ειναι το GOODMORNING VIETNAM,ΑΝΤΙΠΟΛΕΜΙΚΗ,με ρεσιταλ ερμηνειας,απο τις καλυτερες ερμηνειες ηθοποιου ολων των εποχων,να την ξαναδουμε.
Να προσθέσω ότι μια από τις καλύτερες ερμηνείες του, εκτός από το Goodmorning Vietnam που τον καθιέρωσε σαν κωμικό, είναι το Fisher King ο Βασιλιάς της Μοναξιάς όπου εκεί δείχνει και το ταλέντο του στο δράμα.
Φανταστικός, κρίμα!
Οποιαδήποτε επιδίωξη ισορροπίας περιπλέκεται ακόμα περισσότερο και υπονομεύεται άμα εισαχθούν στην εξίσωση μεταβλητές όπως η εξάρτηση από ουσίες και η καλλιτεχνική αξιοποίηση της μανιώδους πλευράς.
Έχει επίσης εκτιμηθεί ότι στις μισές περίπου περιπτώσεις η κατάθλιψη έχει προηγηθεί της παρκινσονικής συνδρομής...
Όπως και να συνέβη πάντως,εύχομαι να έχει βρει η ψυχή του κάτι περισσότερο από ΄΄ειρήνη΄΄ εκεί όπου κατέληξε...
Άραγε γιατί οι έλληνες θεατές αγκάλιασαν τόσο θερμά ένα μέτριο μελόδραμα, έτσι που να μείνει στη μνήμη τους και τώρα, με τον τραγικό θάνατο του πρωταγωνιστή του, να πάρει μυθικές διαστάσεις; Το ερώτημα με είχε απασχολήσει ήδη με την πρώτη εμφάνιση της ταινίας. («Καθημερινή», 4.3.1990).
Η ταινία «Ο κύκλος των χαμένων ποιητών» (Dead Poets Society) δεν ήταν καν η καλύτερη του Ρόμπιν Ουίλλιαμς (το «Καλημέρα Βιετνάμ!» που προηγήθηκε ήταν απείρως ανώτερη σαν περιεχόμενο, σκηνοθεσία και ηθοποιία) και σε άλλες χώρες πέρασε απαρατήρητη, ή εισέπραξε αρνητικά σχόλια. Υποτίθεται ότι υπερασπίζεται την αξία της ποίησης – αλλά η έννοια της ποίησης όπως εμφανίζεται στην ταινία, είναι αυτή που κατοικεί στα μυαλά των μικροαστών. Ο ποιητής είναι ουρανοβάμων, φαντασιόπληκτος, αποσυνάγωγος, ιδιότυπος, ολίγον παράφρων. Ο καθηγητής Κήτινγκ για να μυήσει τους μαθητές του στην ποιητική τέχνη, πηδάει πάνω στην έδρα, σκίζει βιβλία και γενικά κάνει πράγματα αντισυμβατικά από αυτά που σοκάρουν τους αστούς. Από όσους ποιητές γνωρίζω (και έχω συναντήσει πολλούς και μεγάλους) κανείς δεν έκανε τέτοια καραγκιοζλίκια.
Υπάρχει και ένα σενάριο γεμάτο υπερβολές («Ο καθηγητής ήταν ΠΟΛΥ τολμηρός και ΠΟΛΥ ανορθόδοξος (επιδεικτικά!), το σχολείο ήταν ΠΟΛΥ αυστηρό, ο νεαρός πρωταγωνιστής ΠΟΛΥ ευαίσθητος και ο πατέρας του ΠΟΛΥ σκληρός» έγραφα τότε) που αναγκαστικά οδήγησε την υπόθεση σε μελό τραγωδία.
Για τον μέσο Αμερικανό (αλλά και τον μέσο Έλληνα, προφανώς) αυτή η υπερβολή ήταν ίσως αναγκαία για να εκτιμήσουν το απόκοσμο και διαφορετικό της ποίησης. Ιδιαίτερα μάλιστα όσοι δεν την έχουν διαβάσει. Όμως κάποιος που ξέρει, γνωρίζει ότι η ποίηση κυοφορείται στην σιωπή και την ενδοσκόπηση – ακριβώς αντίθετα από ότι παρουσιάζεται εδώ.
Βοήθησε και η επιλογή ενός μεγαλόστομου ποιήματος, του θρήνου που έγραψε ο Walt Whitman για τον θάνατο του Αβραάμ Λίνκολν. Σαν άλλος Σικελιανός που αποχαιρέτισε βροντερά τον Παλαμά, έτσι κι ο Whitman σάλπισε στεντόρειο αποχαιρετισμό στον «Καπετάνιο» του.
Αλλά η πραγματική ποίηση είναι αλλού και με είχε προβληματίσει τότε, που ενώ ζούσαν ακόμα ο Ελύτης και ο Ρίτσος, ο κόσμος γοητεύτηκε τόσο πολύ από αυτή την ψευτοποιητική φαντασίωση. Που την είδα να αναβιώνει 24 χρόνια μετά, χάρη σε ένα σκληρό θάνατο.
Θα θυμάμαι τον Robin Williams σε αρκετούς ρόλους – αλλά όχι στον καθηγητή Κήτινγκ.