- Μηνύματα
- 5.784
- Reaction score
- 14
:roll:
Kαλό κορίτσι η Μαρία, αλλά πολύ αθώα. Η μητέρα της ανησυχούσε συνεχώς για
το τι θα απογίνει.
Όταν έμαθε ότι η κόρη θα έβγαινε ραντεβού και με έναν άγνωστο κόντεψε να
πάθει έμφραγμα με τη σκέψη του τι μπορεί να συνέβαινε.
> Την έπιασε λοιπόν, λίγο πριν φύγει, και την συμβούλεψε τα
>παρακάτω:
> - Πρόσεξε κόρη μου. Τώρα που θα πας στο ραντεβού, αν, λέω αν,
>τυχόν ο
> συνοδός σου προσπαθήσει να σου πιάσει το στήθος, θα του πεις,
>μη, έχει αγκάθι και τρυπάει. Εντάξει;
> Και αν, αν λέω, προσπαθήσει να σε πιάσει χαμηλά, ξέρεις,
>ανάμεσα στα πόδια, θα τον σταματήσεις λέγοντας του:
> Μη, είναι φούρνος και καίει. Να θυμάσαι.
> Χαρούμενη, και σίγουρη με τις συμβουλές τις μάνας της, φεύγει
>η Μαρία.
> Περνούν οι προκαθορισμένες ώρες, περνά και άλλη μία, περνούν
>δύο τρεις, η μητέρα της έβγαλε σπυράκια από την ανησυχία της.
> Τι κάνει τόσες ώρες, τι να έπαθε, δεν τα συνηθίζει αυτά, και
>άλλα τέτοια.
> Τελικά, λίγο πριν η μητέρα της ειδοποιήσει το στρατό να πάει
>να τη
> βρει, κατά τις τέσσερις το πρωί, εμφανίζεται στο κεφαλόσκαλο
>η Μαρία.
> Η μάνα της, σίγουρη ότι είναι καλά, αρχίζει το κλασσικό
>μοτίβο:
> - Που ήσουν παλιοκόριτσο, λωρίδες θα βγεις από τα χέρια μου,
>λέγε γρήγορα τι σου συνέβη και καλύτερα να είναι πιστευτό.
> - Ήμουν με το Γιώργο μαμά. Με πήγε για φαγητό.
> - Τόσες ώρες για φαγητό, ε; λέγε που πήγατε.
> - Ε, να, μετά το φαγητό, πήγαμε μια βόλτα στην παραλία.
> - Τι, βόλτα στην παραλία η δική μου κόρη! παλιοκόριτσο, θα σε
>ταράξω.
> Και μετά τι έγινε;
> - Ε, καθίσαμε στα βραχάκια.
> - ΑΑΡΡΓΓΚΚ, βραχάκια. άκου βραχάκια. Και τι διάολο κάνατε στα
>βραχάκια;
> - Ε, μιλούσαμε, και, να, κάποια στιγμή πήγε να μου πιάσει
>τα.. ξέρεις τώρα!!
> (στο σημείο αυτό, πρέπει να σημειώσουμε ότι η μαμά έχει πάρει
>μια
> απόχρωση ροζ-προς το σάπιο μήλο και κάνει μια μεγάλη παύση
>πριν μπορέσει να αρθρώσει την επόμενη κουβέντα)
> - Και εσύ πως αντέδρασες;
> - Ε, φυσικά του είπα, σταμάτα, έχει αγκάθι και τρυπάει.
> (ξεφύσημα ανακούφισης από τη μεριά της μαμάς)
> - Α, πάλι καλά. Και τότε σε έφερε πίσω, ε; Ε; (προσδοκία).
> - Εεεεε, όχι τότε ήταν που προσπάθησε να με πιάσει κάτω
>χαμηλά, ανάμεσα στα πόδια.
> Μια έντονη έκφραση πανικού στο πρόσωπο της μητέρας. Το χρώμα
>γίνεται ωχρό λαχανί, και η παύση μεγαλύτερη)
> - Και εσύ τι έκανες; τι έκανες, ε;
> - Ε, μα ότι με συμβούλεψες. Του είπα, μη, σταμάτα, είναι
>φούρνος και θα σε κάψει. (ξανά ανακούφιση)
> - Μπράβο κόρη μου. Τότε ήταν που σε παράτησε και γύρισες με
>τα πόδια, ε;
> - Εεε, όχι ακριβώς, τότε είπε: - Να βάλω ένα σουβλάκι στον
>φούρνο να το ψήσω;
> (...ησυχία...)
> - Και τι έγινε;
> - Ε, ρε μάνα, δυόμισι ώρες το έψηνε, και όταν το έβαλα στο
>στόμα μου, ακόμη ωμό ήταν.
Kαλό κορίτσι η Μαρία, αλλά πολύ αθώα. Η μητέρα της ανησυχούσε συνεχώς για
το τι θα απογίνει.
Όταν έμαθε ότι η κόρη θα έβγαινε ραντεβού και με έναν άγνωστο κόντεψε να
πάθει έμφραγμα με τη σκέψη του τι μπορεί να συνέβαινε.
> Την έπιασε λοιπόν, λίγο πριν φύγει, και την συμβούλεψε τα
>παρακάτω:
> - Πρόσεξε κόρη μου. Τώρα που θα πας στο ραντεβού, αν, λέω αν,
>τυχόν ο
> συνοδός σου προσπαθήσει να σου πιάσει το στήθος, θα του πεις,
>μη, έχει αγκάθι και τρυπάει. Εντάξει;
> Και αν, αν λέω, προσπαθήσει να σε πιάσει χαμηλά, ξέρεις,
>ανάμεσα στα πόδια, θα τον σταματήσεις λέγοντας του:
> Μη, είναι φούρνος και καίει. Να θυμάσαι.
> Χαρούμενη, και σίγουρη με τις συμβουλές τις μάνας της, φεύγει
>η Μαρία.
> Περνούν οι προκαθορισμένες ώρες, περνά και άλλη μία, περνούν
>δύο τρεις, η μητέρα της έβγαλε σπυράκια από την ανησυχία της.
> Τι κάνει τόσες ώρες, τι να έπαθε, δεν τα συνηθίζει αυτά, και
>άλλα τέτοια.
> Τελικά, λίγο πριν η μητέρα της ειδοποιήσει το στρατό να πάει
>να τη
> βρει, κατά τις τέσσερις το πρωί, εμφανίζεται στο κεφαλόσκαλο
>η Μαρία.
> Η μάνα της, σίγουρη ότι είναι καλά, αρχίζει το κλασσικό
>μοτίβο:
> - Που ήσουν παλιοκόριτσο, λωρίδες θα βγεις από τα χέρια μου,
>λέγε γρήγορα τι σου συνέβη και καλύτερα να είναι πιστευτό.
> - Ήμουν με το Γιώργο μαμά. Με πήγε για φαγητό.
> - Τόσες ώρες για φαγητό, ε; λέγε που πήγατε.
> - Ε, να, μετά το φαγητό, πήγαμε μια βόλτα στην παραλία.
> - Τι, βόλτα στην παραλία η δική μου κόρη! παλιοκόριτσο, θα σε
>ταράξω.
> Και μετά τι έγινε;
> - Ε, καθίσαμε στα βραχάκια.
> - ΑΑΡΡΓΓΚΚ, βραχάκια. άκου βραχάκια. Και τι διάολο κάνατε στα
>βραχάκια;
> - Ε, μιλούσαμε, και, να, κάποια στιγμή πήγε να μου πιάσει
>τα.. ξέρεις τώρα!!
> (στο σημείο αυτό, πρέπει να σημειώσουμε ότι η μαμά έχει πάρει
>μια
> απόχρωση ροζ-προς το σάπιο μήλο και κάνει μια μεγάλη παύση
>πριν μπορέσει να αρθρώσει την επόμενη κουβέντα)
> - Και εσύ πως αντέδρασες;
> - Ε, φυσικά του είπα, σταμάτα, έχει αγκάθι και τρυπάει.
> (ξεφύσημα ανακούφισης από τη μεριά της μαμάς)
> - Α, πάλι καλά. Και τότε σε έφερε πίσω, ε; Ε; (προσδοκία).
> - Εεεεε, όχι τότε ήταν που προσπάθησε να με πιάσει κάτω
>χαμηλά, ανάμεσα στα πόδια.
> Μια έντονη έκφραση πανικού στο πρόσωπο της μητέρας. Το χρώμα
>γίνεται ωχρό λαχανί, και η παύση μεγαλύτερη)
> - Και εσύ τι έκανες; τι έκανες, ε;
> - Ε, μα ότι με συμβούλεψες. Του είπα, μη, σταμάτα, είναι
>φούρνος και θα σε κάψει. (ξανά ανακούφιση)
> - Μπράβο κόρη μου. Τότε ήταν που σε παράτησε και γύρισες με
>τα πόδια, ε;
> - Εεε, όχι ακριβώς, τότε είπε: - Να βάλω ένα σουβλάκι στον
>φούρνο να το ψήσω;
> (...ησυχία...)
> - Και τι έγινε;
> - Ε, ρε μάνα, δυόμισι ώρες το έψηνε, και όταν το έβαλα στο
>στόμα μου, ακόμη ωμό ήταν.