- Μηνύματα
- 36
- Reaction score
- 0
Ήμουν από τους λίγους (δυστυχώς) που παρακολούθησαν χθες (13/2/2007) την τρίτη και τελευταία συναυλία που έδωσε η εν λόγω ορχήστρα υπό την διεύθυνση του Markus Stenz στη χώρα μας.
Τα έργα που περιλαμβάνονταν ήταν τα τραγούδια “Vier ernste Gesaenge”, έργο 121 των Johannes Brahms / Detlev Glanert για ορχήστρα και βαρύτονο στο πρώτο μέρος και η 6η συμφωνία του Gustav Mahler στο δεύτερο μέρος. Ως συνήθως τα πάντα πήγαν κατά διαβόλου στο ξεκίνημα της ημέρας. Η πολυπόθητη πρόωρη αναχώρηση από την δουλειά πριν από κάθε συναυλία (για λόγους χαλάρωσης και «καθαρίσματος» πριν την έκθεση στην τέχνη) φάνηκε από το πρωί ότι δεν θα γινόταν. Έτσι λοιπόν έφτασα με την «ψυχή στο στόμα» στο μέγαρο κάτι το οποίο με εκνευρίζει διότι ουδέποτε ευχαριστήθηκα συναυλία σε αυτές τις συνθήκες. Το δεύτερο χτύπημα στην ψυχολογία μου ήταν ο ίδιος ο μαέστρος. Ενώ εκ του αποτελέσματος (μουσικά δηλαδή) την συναυλία την λάτρεψα, ο μαέστρος ανήκει σε εκείνη την κατηγορία αρχιμουσικών που αρέσκονται στο να προσφέρουν «σκηνική παρουσία». Έντονες κινήσεις με τη μπαγκέτα, ελαφρά πηδηματάκια στις ανιούσες και στις ατάκες σε συνδυασμό με υπερβολικά θεατρινίστικες κινήσεις του ελεύθερου χεριού είναι ικανά να μου χαλάσουν την διάθεση συνήθως. Όπως καταλάβατε είμαι οπαδός του αρχιμουσικού «δικτάτορα» και δεν μπορώ να δω το όφελος όλων αυτών σε μια καλοδιαβασμένη ορχήστρα εκτός από την προφανή τους επίπτωση στην διάθεση του φιλοθεάμονος κοινού.
Όλα τα παραπάνω όμως δεν φάνηκαν ικανά να χαλάσουν την χθεσινή μου βραδιά. Εξάλλου τις περισσότερες συναυλίες τις παρακολουθώ με κλειστά μάτια και ο μαέστρος ήταν «ανίκανος» να με ενοχλήσει…
Το έργο του πρώτου μέρους δεν το είχα ακούσει ποτέ ξανά αλλά το εξέλαβα θετικότατα (και σε αυτό πιθανότατα συντέλεσε και η ολοκληρωμένη ερμηνεία). Δεν θα σχολιάσω τίποτα παραπάνω από αυτό. Απλά ψάχνω να βρω μια καλή εκτέλεση για να το ερευνήσω βαθύτερα στην άνεση του σπιτιού μου. Αντίθετα την 6η του Mahler την έχω ακούσει ζωντανά άλλες 2 φορές από την κρατική μας ορχήστρα και την LSO στο παρελθόν καθώς και σε ακόμα 3 εκτελέσεις μέσω των αγαπημένων μας συστημάτων αναπαραγωγής. Στα μέχρι τώρα ακούσματα, θεωρώ ότι η προσέγγιση του Rafael Kubelic στις συμφωνίες του Mahler είναι και η πιο επιτυχής. Καταφέρει να αναδείξει το «αιώνιο ερωτηματικό» που κατά την γνώμη μου ο συγκεκριμένος συνθέτης εξέφραζε μέσω της μουσικής του χωρίς να γίνεται μελοδραματικός ή υπερβολικά άγριος. Ισορροπούν δηλαδή οι ερμηνείες του Kubelic σε ένα πολύ λεπτό νήμα, δίνοντας μου προσωπικά την πιο ολοκληρωμένη εικόνα του συνθέτη. Από την άλλη, στις ζωντανές εκτελέσεις ο Mahler υποφέρει από «κοιλιές». Κάτι οι συνθετικές «εμμονές» του με συγκεκριμένα θέματα που τα «υπεραναλύει» αν μου επιτρέπεται η έκφραση, κάτι η αναπόφευκτη μεγάλη διάρκεια των έργων του, συνήθως καταλήγουν σε «ψόφιες» ερμηνείες. Οι μουσικοί, ο μαέστρος και κατά συνέπεια το κοινό, αρχίζουν να κουράζονται και να καρτερούν υπομονετικά το επόμενο φόρτε για να ξυπνήσουν όλοι. Οι μελωδίες, τα νοήματα και τα συναισθήματα χάνονται και τελικά αυτό που σου μένει είναι πολύ λίγο για να συγκριθεί με μουσική που πηγάζει από τον υπαρξιακό φόβο του συνθέτη.
Ο Markus Stenz με την καλοκουρδισμένη (καλοδιαβασμένη θα έπρεπε να πω) ορχήστρα της Κολωνίας εχθές, δεν έπεσε ούτε μια φορά σε αυτό το λάθος. Το φραζάρισμα ήταν παντού δυνατό και δοσμένο με brio, οι «φωνές» πάντα διακριτές και ευαίσθητες, το ρυθμικό μέρος καταιγιστικό ανεξάρτητα του οργάνου που το τηρούσε, το καταθλιπτικά χαρούμενο scherzo ήταν τέλειο και στο μεγάλο τέταρτο μέρος τα συνεχή σπασίματα από ματζόρε σε μινόρε λειτουργούσαν άψογα για την ψυχοσύνθεση του ακροατή. Νομίζω ότι ήταν μια «ζωντανή» ερμηνεία που άξιζε πραγματικά τον κόπο να ακούσει κάποιος.
Για να τιμήσουμε και το «AV» του site, θα πω δυο λόγια και για το «ηχητικό» αποτέλεσμα. Η ακουστική του μεγάρου είναι γνωστή. Ωστόσο, έργα σαν την έκτη του Mahler έχουν την ιδιαιτερότητα της τεράστιας ορχήστρας. Με 4 τρομπόνια, τούμπα, 8 κόρνα, 4 φλάουτα, 7 ανθρώπους στα κρουστά, κτλ. Ο ήχος και το τελικό αποτέλεσμα μπορεί να είναι «εκτός ελέγχου». Παραδοσιακά τα χάλκινα είναι που χαλάνε το παιχνίδι, καθώς υπερβάλουν από πλευράς έντασης παντού, καταστρέφοντας έτσι την αρμονικότητα και την πολυφωνικότητα του έργου. Ο αρχιμουσικός λειτουργεί σαν παραγωγός και πρωτίστως μέσω της πρόβας ρυθμίζει τα «κανάλια» ώστε το συνολικό αποτέλεσμα να είναι «ορχήστρα». Μπορεί να φαίνεται απλό αλλά πάρα πολλές φορές συναυλίες συμφωνικών έργων υποφέρουν κατά την άποψη μου από υπερβολική φανφάρα λόγω των υπερενθουσιωδών χάλκινων πνευστών. Ο Stenz χθες δείχνοντας ότι ήταν καλά διαβασμένος αλλά και πλαισιωμένος από αξιόλογους μουσικούς, κατάφερε να κρατήσει και αυτή την ισορροπία. Ο ήχος ήταν πραγματικά τεράστιος αλλά την ίδια στιγμή «διακριτός» και ευαίσθητος. Οι μεταπτώσεις στα piano ακόμα και με solo βιολί δεν χανόντουσαν και υπήρχε μια συνεχής ροή στον ήχο χωρίς όμως να λείπουν οι απαραίτητες (βίαιες) δυναμικές.
Συμπερασματικά: ξεκίνησα να μοιραστώ με σας σε τρεις γραμμές την εμπειρία μου και τελικά έγραψα δοκίμιο. Μια από τις 3 καλύτερες συναυλίες που έχω δει στη ζωή μου.
ΥΓ. Δεν είμαι μουσικοκριτικός και εκφράζω την εντελώς ερασιτεχνική μου άποψη που βασίζεται στο προσωπικό μου γούστο. Μη πέσετε να με φάτε.
Τα έργα που περιλαμβάνονταν ήταν τα τραγούδια “Vier ernste Gesaenge”, έργο 121 των Johannes Brahms / Detlev Glanert για ορχήστρα και βαρύτονο στο πρώτο μέρος και η 6η συμφωνία του Gustav Mahler στο δεύτερο μέρος. Ως συνήθως τα πάντα πήγαν κατά διαβόλου στο ξεκίνημα της ημέρας. Η πολυπόθητη πρόωρη αναχώρηση από την δουλειά πριν από κάθε συναυλία (για λόγους χαλάρωσης και «καθαρίσματος» πριν την έκθεση στην τέχνη) φάνηκε από το πρωί ότι δεν θα γινόταν. Έτσι λοιπόν έφτασα με την «ψυχή στο στόμα» στο μέγαρο κάτι το οποίο με εκνευρίζει διότι ουδέποτε ευχαριστήθηκα συναυλία σε αυτές τις συνθήκες. Το δεύτερο χτύπημα στην ψυχολογία μου ήταν ο ίδιος ο μαέστρος. Ενώ εκ του αποτελέσματος (μουσικά δηλαδή) την συναυλία την λάτρεψα, ο μαέστρος ανήκει σε εκείνη την κατηγορία αρχιμουσικών που αρέσκονται στο να προσφέρουν «σκηνική παρουσία». Έντονες κινήσεις με τη μπαγκέτα, ελαφρά πηδηματάκια στις ανιούσες και στις ατάκες σε συνδυασμό με υπερβολικά θεατρινίστικες κινήσεις του ελεύθερου χεριού είναι ικανά να μου χαλάσουν την διάθεση συνήθως. Όπως καταλάβατε είμαι οπαδός του αρχιμουσικού «δικτάτορα» και δεν μπορώ να δω το όφελος όλων αυτών σε μια καλοδιαβασμένη ορχήστρα εκτός από την προφανή τους επίπτωση στην διάθεση του φιλοθεάμονος κοινού.
Όλα τα παραπάνω όμως δεν φάνηκαν ικανά να χαλάσουν την χθεσινή μου βραδιά. Εξάλλου τις περισσότερες συναυλίες τις παρακολουθώ με κλειστά μάτια και ο μαέστρος ήταν «ανίκανος» να με ενοχλήσει…
Το έργο του πρώτου μέρους δεν το είχα ακούσει ποτέ ξανά αλλά το εξέλαβα θετικότατα (και σε αυτό πιθανότατα συντέλεσε και η ολοκληρωμένη ερμηνεία). Δεν θα σχολιάσω τίποτα παραπάνω από αυτό. Απλά ψάχνω να βρω μια καλή εκτέλεση για να το ερευνήσω βαθύτερα στην άνεση του σπιτιού μου. Αντίθετα την 6η του Mahler την έχω ακούσει ζωντανά άλλες 2 φορές από την κρατική μας ορχήστρα και την LSO στο παρελθόν καθώς και σε ακόμα 3 εκτελέσεις μέσω των αγαπημένων μας συστημάτων αναπαραγωγής. Στα μέχρι τώρα ακούσματα, θεωρώ ότι η προσέγγιση του Rafael Kubelic στις συμφωνίες του Mahler είναι και η πιο επιτυχής. Καταφέρει να αναδείξει το «αιώνιο ερωτηματικό» που κατά την γνώμη μου ο συγκεκριμένος συνθέτης εξέφραζε μέσω της μουσικής του χωρίς να γίνεται μελοδραματικός ή υπερβολικά άγριος. Ισορροπούν δηλαδή οι ερμηνείες του Kubelic σε ένα πολύ λεπτό νήμα, δίνοντας μου προσωπικά την πιο ολοκληρωμένη εικόνα του συνθέτη. Από την άλλη, στις ζωντανές εκτελέσεις ο Mahler υποφέρει από «κοιλιές». Κάτι οι συνθετικές «εμμονές» του με συγκεκριμένα θέματα που τα «υπεραναλύει» αν μου επιτρέπεται η έκφραση, κάτι η αναπόφευκτη μεγάλη διάρκεια των έργων του, συνήθως καταλήγουν σε «ψόφιες» ερμηνείες. Οι μουσικοί, ο μαέστρος και κατά συνέπεια το κοινό, αρχίζουν να κουράζονται και να καρτερούν υπομονετικά το επόμενο φόρτε για να ξυπνήσουν όλοι. Οι μελωδίες, τα νοήματα και τα συναισθήματα χάνονται και τελικά αυτό που σου μένει είναι πολύ λίγο για να συγκριθεί με μουσική που πηγάζει από τον υπαρξιακό φόβο του συνθέτη.
Ο Markus Stenz με την καλοκουρδισμένη (καλοδιαβασμένη θα έπρεπε να πω) ορχήστρα της Κολωνίας εχθές, δεν έπεσε ούτε μια φορά σε αυτό το λάθος. Το φραζάρισμα ήταν παντού δυνατό και δοσμένο με brio, οι «φωνές» πάντα διακριτές και ευαίσθητες, το ρυθμικό μέρος καταιγιστικό ανεξάρτητα του οργάνου που το τηρούσε, το καταθλιπτικά χαρούμενο scherzo ήταν τέλειο και στο μεγάλο τέταρτο μέρος τα συνεχή σπασίματα από ματζόρε σε μινόρε λειτουργούσαν άψογα για την ψυχοσύνθεση του ακροατή. Νομίζω ότι ήταν μια «ζωντανή» ερμηνεία που άξιζε πραγματικά τον κόπο να ακούσει κάποιος.
Για να τιμήσουμε και το «AV» του site, θα πω δυο λόγια και για το «ηχητικό» αποτέλεσμα. Η ακουστική του μεγάρου είναι γνωστή. Ωστόσο, έργα σαν την έκτη του Mahler έχουν την ιδιαιτερότητα της τεράστιας ορχήστρας. Με 4 τρομπόνια, τούμπα, 8 κόρνα, 4 φλάουτα, 7 ανθρώπους στα κρουστά, κτλ. Ο ήχος και το τελικό αποτέλεσμα μπορεί να είναι «εκτός ελέγχου». Παραδοσιακά τα χάλκινα είναι που χαλάνε το παιχνίδι, καθώς υπερβάλουν από πλευράς έντασης παντού, καταστρέφοντας έτσι την αρμονικότητα και την πολυφωνικότητα του έργου. Ο αρχιμουσικός λειτουργεί σαν παραγωγός και πρωτίστως μέσω της πρόβας ρυθμίζει τα «κανάλια» ώστε το συνολικό αποτέλεσμα να είναι «ορχήστρα». Μπορεί να φαίνεται απλό αλλά πάρα πολλές φορές συναυλίες συμφωνικών έργων υποφέρουν κατά την άποψη μου από υπερβολική φανφάρα λόγω των υπερενθουσιωδών χάλκινων πνευστών. Ο Stenz χθες δείχνοντας ότι ήταν καλά διαβασμένος αλλά και πλαισιωμένος από αξιόλογους μουσικούς, κατάφερε να κρατήσει και αυτή την ισορροπία. Ο ήχος ήταν πραγματικά τεράστιος αλλά την ίδια στιγμή «διακριτός» και ευαίσθητος. Οι μεταπτώσεις στα piano ακόμα και με solo βιολί δεν χανόντουσαν και υπήρχε μια συνεχής ροή στον ήχο χωρίς όμως να λείπουν οι απαραίτητες (βίαιες) δυναμικές.
Συμπερασματικά: ξεκίνησα να μοιραστώ με σας σε τρεις γραμμές την εμπειρία μου και τελικά έγραψα δοκίμιο. Μια από τις 3 καλύτερες συναυλίες που έχω δει στη ζωή μου.
ΥΓ. Δεν είμαι μουσικοκριτικός και εκφράζω την εντελώς ερασιτεχνική μου άποψη που βασίζεται στο προσωπικό μου γούστο. Μη πέσετε να με φάτε.