V
VIDEOMIX
Guest
Ο Bruce Davidson γεννήθηκε το 1933 κοντά στο Σικάγο. Η οικογένειά του προερχόταν από την Πολωνία. Οι γονείς του έκαναν δύο παιδιά, αλλά χώρισαν όταν αυτά ήταν πολύ μικρά, λίγο πριν από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Στο σχολείο ο Davidson ήταν μέτριος μαθητής, πράγμα που ο ίδιος θα αποδώσει αργότερα στον χωρισμό των γονιών και στον θάνατο της γιαγιάς του, γεγονότα που του ενίσχυσαν επίσης μιαν έμφυτη τάση μοναχικότητας. Κι αυτό παρόλο που η μητέρα του αγαπούσε πολύ τα παιδιά της και δούλεψε σκληρά για να τα μεγαλώσει.
Σε ηλικία μόλις δέκα ετών έρχεται σε επαφή με τη φωτογραφία μέσω ενός φίλου του και με τις οικονομίες του αγοράζει μια φωτογραφική μηχανή και στήνει έναν υποτυπώδη σκοτεινό θάλαμο. Λίγα χρόνια αργότερα πιάνει δουλειά βοηθού σε ένα φωτογραφικό κατάστημα. Γνωρίζεται με έναν επαγγελματία φωτογράφο, που τον παίρνει βοηθό στο εργαστήριό του, και έτσι μαθαίνει όλα τα μυστικά τής τεχνικής τής φωτογραφίας. Παραμένει πολύ μέτριος μαθητής παρά τις προσπάθειες τής μητέρας του. Όταν αυτή ξαναπαντρεύεται, ο νέος της σύζυγος θα τον βοηθήσει να φτιάξει έναν σωστό σκοτεινό θάλαμο και θα τού χαρίσει τη δική του καλή φωτογραφική μηχανή, μια Kodak medalist.
Παρόλα αυτά ο μικρός Davidson νοιώθει μόνος και μελαγχολικός και το μόνο που τον ευχαριστεί είναι να φωτογραφίζει στους δρόμους τού Σικάγο, κυρίως τη νύχτα. Τον τελευταίο χρόνο τού σχολείου κερδίζει το πρώτο βραβείο σε έναν διαγωνισμό τής Kodak. Ο πατριός του καταφέρνει να τον δεχτούν ως υποψήφιο στη φωτογραφική σχολή τού Ινστιτούτου Τεχνολογίας τού Rochester (RIT) και ο ίδιος προετοιμάζεται δουλεύοντας πολύ σκληρά, έτσι που τελικά γίνεται δεκτός. Είχε την τύχη να μαθητεύσει σε έναν πολύ καλό καθηγητή και για πρώτη φορά έρχεται σε επαφή με τη δουλειά τού Cartier-Bresson, τού Eugene Smith και τού Robert Frank. Η ιδέα τής οργάνωσης τής εικόνας και τής φωτογραφίας ως δημιουργίας αρχίζει να μορφοποιείται μέσα του. “Ερωτεύτηκα ταυτόχροναλέει ο ίδιος, τον Cartier-Bresson και μια κοπέλα που είχε μάλιστα το βιβλίο «Η αποφασιστική στιγμή». Ήθελα να βγάλω φωτογραφίες σαν τις δικές του, που να τής αρέσουν, αλλά εκείνη ερωτεύθηκε τον καθηγητή των Αγγλικών και εγώ έμεινα με τον Cartier-Bresson.
Μετά το τέλος των σπουδών του βρίσκει δουλειά σε ένα στούντιο διαφημιστικής φωτογραφίας τής Kodak στη Νέα Υόρκη, αλλά σύντομα θα τα παρατήσει και το 1954 τον δέχονται στο πανεπιστήμιο τού Yale για να παρακολουθήσει μαθήματα σχεδίου και ζωγραφικής. Μετά το στρατιωτικό του επιστρέφει στη Νέα Υόρκη. Εμπνευσμένος από τη δουλειά τού Eugene Smith στο Life θα επιχειρήσει κι αυτός να εργαστεί εκεί στο πλαίσιο τού free lance προγράμματος τού περιοδικού, αλλά όπως και ο Smith έτσι κι εκείνος θα αντιδράσει στις ποικίλες δεσμεύσεις που επιβάλλει το πανίσχυρο περιοδικό και θα παραιτηθεί. Το 1958 γίνεται μέλος τού πρακτορείου Magnum. Το 1959 το περιοδικό Esquire δημοσίευσε το γνωστό ρεπορτάζ του για τους Jokers, μια νεανική «συμμορία» τού Brooklyn, που είχε απορρίψει το Time και που αργότερα θα εκδοθεί σε βιβλίο με τον τίτλο «The Brooklyn Gang». Συνεχίζει να κάνει διάφορα ρεπορτάζ, ταξιδεύει στην Αγγλία και στη Σκωτία για ένα αγγλικό περιοδικό και δουλεύει για ένα πολύ μικρό διάστημα στο Vogue. Το 1962 παίρνει μια υποτροφία Guggenheim για να φωτογραφίσει την «Κίνηση για τα ανθρώπινα δικαιώματα». Για να το πραγματοποιήσει συμμετέχει σε διάφορες πορείες ανά τις ΗΠΑ. Τον ίδιο καιρό ξεκινάει ένα ρεπορτάζ για τους μαύρους Αμερικανούς τού Νότου, διακινδυνεύοντας σε ορισμένες περιπτώσεις και την ίδια του τη ζωή. Το 1964 διδάσκει φωτογραφία στο στούντιο όπου κατοικεί στο Greenwich Village τής Νέας Υόρκης καλώντας να συμμετάσχουν στο σεμινάριο τους André Kertész, Diane Arbus και Richard Avedon. Συνεχίζει να φωτογραφίζει με πολύ έντονους ρυθμούς πάνω σε θέματα που ως επί το πλείστον έχουν να κάνουν με διάφορες περιθωριακές ομάδες (φοιτητές, μαύροι, άνεργοι). Το 1963 το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης τής Νέας Υόρκης (ΜΟΜΑ) τού οργανώνει μιαν ατομική έκθεση με φωτογραφίες από ένα τσίρκο (που είχε κάνει το 1958), από το Brooklyn Gang και από την Αγγλία. Το 1965-66 πραγματοποιεί μια από τις πιο γνωστές δουλειές του σχετικά με το Χάρλεμ, που θα εκδοθεί σε βιβλίο το 1970 με τον τίτλο «East 100th street» και θα εκτεθεί στο ΜΟΜΑ. Χάρη αυτή τη δουλειά θα είναι ο πρώτος φωτογράφος, στο οποίο θα χορηγηθεί ένα χρηματικό ποσό από το NEA (National Endowment for the Arts). To 1966 μαζί με τους Lee Friedlander, Garry Winogrand, Larry Clark, Diane Arbus και τον Danny Lyon παίρνει μέρος σε μιαν έκθεση, που διοργανώνει ο Nathan Lyons στο Visual Studies Workshop τού Rochester με τίτλο «Towards a Social Landscape» (Προς ένα Κοινωνικό Τοπίο), μια έκθεση πολύ συγγενική σε ύφος με την άλλη γνωστή έκθεση, που κάνει ο John Szarkowski στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης την ίδια χρονιά με τίτλο «New Documents» (Arbus, Friedlander, Winogrand).
Το 1967 ο Davidson παντρεύεται σε δεύτερο γάμο την Emily Haas. Για μια δεκαετία περίπου θα ασχοληθεί με τον κινηματογράφο, κάνοντας διάφορες πρωτότυπες δουλειές, για μερικές από τις οποίες μάλιστα παίρνει βραβεία και χρήματα. Κάνει επίσης βιομηχανική φωτογραφία για λόγους βιοποριστικούς. Το 1976 επανέρχεται δριμύτερος στον χώρο τού φωτογραφικού ρεπορτάζ. Φωτογραφίζει μια καφετέρια όπου συχνάζουν γηραιοί Εβραίοι, που επέζησαν από τον πόλεμο και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Το βιβλίο του Bruce Davidson Photographs», που εκδίδεται το 1978, περιλαμβάνει δουλειά είκοσι ετών, που ταυτόχρονα εκτίθεται στο Διεθνές Κέντρο Φωτογραφίας τής Νέας Υόρκης (ICP) και στο Εθνικό Κέντρο Φωτογραφίας στο Παρίσι. Το 1980 ξεκινάει τη φωτογράφηση των ανθρώπων που κυκλοφορούν στον υπόγειο σιδηρόδρομο τής Νέας Υόρκης, που θα καταλήξει μετά από χρόνια στην έκδοση τού γνωστού «Subway» και σε αντίστοιχη έκθεση στο ICP.
Ο Bruce Davidson συνεχίζει μέχρι σήμερα την έντονη φωτογραφική του δραστηριότητα. Η τελευταία πιο σημαντική δουλειά του είναι η φωτογράφηση τού Central Park τής Νέας Υόρκης, που κράτησε τέσσερα χρόνια και που κυκλοφόρησε σε βιβλίο το 1995.
Ξανακοιτώντας ύστερα από πολλά χρόνια τις φωτογραφίες τού Bruce Davidson ιδίως τις παλιότερες ένοιωσα ένα έντονο αίσθημα νοσταλγίας για τα τότε πρώτα φωτογραφικά σκιρτήματα μιας μικρής συντροφιάς φίλων, αλλά ταυτόχρονα και χαράς για το ότι υπήρχε ακόμα μέσα μου ζωντανή ανακατεμένη με μυρωδιές σκοτεινού θαλάμου η γοητεία που μου είχαν προξενήσει τότε οι φωτογραφίες αυτές. Κι αναρωτήθηκα μήπως η μεγαλύτερη ωριμότητα που κανείς ελπίζει ότι έχει μετά από μια σχεδόν εικοσαετία θα μπορούσε να μου διαλευκάνει τι ήταν εκείνο που τότε με είχε συγκινήσει.
Φαίνεται όμως πως ό,τι κερδίζουμε σε ωριμότητα το χάνουμε σε αθωότητα και αυθορμητισμό. Έτσι είναι δύσκολο να ξανασυναντήσει κανείς εντυπώσεις αλλοτινές κι ακόμα πιο δύσκολο να τις μεταδώσει σε τρίτους, εκτός κι αν καταφύγει στον μύθο με την έννοια τής κατασκευής, αφού όπως όλοι γνωρίζουμε πια, η Τέχνη είναι το ψέμα που λέει την αλήθεια&μια φράση άλλωστε προσφιλής και στον Bruce Davidson. Μπορώ πάντως να πω με αρκετή βεβαιότητα ότι ο φωτογράφος αυτός ήταν όχι μόνον ένα πρότυπο, αλλά και μια πολύ συμπαθής φωτογραφική παρουσία, πιο προσιτός από έναν Cartier-Bresson ή έναν Walker Evans, αλλά όχι λιγότερο γοητευτικός γι αυτό.
Η φωτογραφία τού Bruce Davidson ανήκει στον ευρύτερο χώρο τού ρεπορτάζ με τον ίδιο τρόπο που αυτό ισχύει, λόγου χάριν, στην περίπτωση τού Cartier-Bresson, τού Robert Frank ή τού Garry Winogrand. Θα μπορούσαμε να την αποκαλέσουμε και δημιουργικό ρεπορτάζ κ για να τη διακρίνουμε από το κοινό φωτορεπορτάζ ή και φωτογραφία ενός ύφους «documentary», όπως την αποκαλούσε ο Walker Evans αναφερόμενος στη δική του περίπτωση. Είναι μια κατηγορία ευρύτερη, που μπορεί να καλύπτει διάφορες υπο-κατηγορίες ανάμεσα σ αυτές και τη φωτογραφία δρόμου. Το κύριο χαρακτηριστικό της είναι η σημασία που έχει για τους φωτογράφους τού είδους αυτού η αναζήτηση τής φόρμας, δεδομένου ότι η φωτογραφία είναι γι αυτούς, είτε το λένε είτε όχι, μια μορφή Τέχνης και οπωσδήποτε ένα πολύ συγκεκριμένο μέσο έκφρασης. Από εκεί και πέρα η σημασία, που έχει για τον κάθε φωτογράφο το συγκεκριμένο θέμα που φωτογραφίζει κάθε φορά, εξαρτάται βέβαια από το θέμα αυτό καθεαυτό, αλλά και από την ιδιοσυστασία τού ίδιου τού φωτογράφου. Για άλλους συχνά αποτελεί απλή αφορμή,για άλλους πηγή έμπνευσης, για όλους όμως το «πώς» θα το φωτογραφίσουν αποτελεί πρωταρχικό μέλημα.
Ο Bruce Davidson είναι από τις περιπτώσεις εκείνες των φωτογράφων, για τους οποίους το θέμα έχει μεγάλη σπουδαιότητα. Το θέμα όμως όχι σαν κάποια τρέχουσα και παροδική εκδήλωση τής πραγματικότητας, αλλά σαν μια βαθύτερη αίσθηση, είτε ενός χώρου και των ανθρώπων που ζουν και συχνάζουν σ αυτόν, είτε μιας ιδιάζουσας κατάστασης. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι δεν έχει δουλέψει και πάνω σε πιο «δημοσιογραφικά» θέματα, αλλά ακόμα και σ αυτή την περίπτωση οι φωτογραφίες του εμπεριέχουν συχνά μια διάσταση πέρα από τα αμέσως φαινόμενα, γεγονός που οφείλεται στον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζει και φωτογραφίζει τα θέματά του.
Σε ηλικία μόλις δέκα ετών έρχεται σε επαφή με τη φωτογραφία μέσω ενός φίλου του και με τις οικονομίες του αγοράζει μια φωτογραφική μηχανή και στήνει έναν υποτυπώδη σκοτεινό θάλαμο. Λίγα χρόνια αργότερα πιάνει δουλειά βοηθού σε ένα φωτογραφικό κατάστημα. Γνωρίζεται με έναν επαγγελματία φωτογράφο, που τον παίρνει βοηθό στο εργαστήριό του, και έτσι μαθαίνει όλα τα μυστικά τής τεχνικής τής φωτογραφίας. Παραμένει πολύ μέτριος μαθητής παρά τις προσπάθειες τής μητέρας του. Όταν αυτή ξαναπαντρεύεται, ο νέος της σύζυγος θα τον βοηθήσει να φτιάξει έναν σωστό σκοτεινό θάλαμο και θα τού χαρίσει τη δική του καλή φωτογραφική μηχανή, μια Kodak medalist.
Παρόλα αυτά ο μικρός Davidson νοιώθει μόνος και μελαγχολικός και το μόνο που τον ευχαριστεί είναι να φωτογραφίζει στους δρόμους τού Σικάγο, κυρίως τη νύχτα. Τον τελευταίο χρόνο τού σχολείου κερδίζει το πρώτο βραβείο σε έναν διαγωνισμό τής Kodak. Ο πατριός του καταφέρνει να τον δεχτούν ως υποψήφιο στη φωτογραφική σχολή τού Ινστιτούτου Τεχνολογίας τού Rochester (RIT) και ο ίδιος προετοιμάζεται δουλεύοντας πολύ σκληρά, έτσι που τελικά γίνεται δεκτός. Είχε την τύχη να μαθητεύσει σε έναν πολύ καλό καθηγητή και για πρώτη φορά έρχεται σε επαφή με τη δουλειά τού Cartier-Bresson, τού Eugene Smith και τού Robert Frank. Η ιδέα τής οργάνωσης τής εικόνας και τής φωτογραφίας ως δημιουργίας αρχίζει να μορφοποιείται μέσα του. “Ερωτεύτηκα ταυτόχροναλέει ο ίδιος, τον Cartier-Bresson και μια κοπέλα που είχε μάλιστα το βιβλίο «Η αποφασιστική στιγμή». Ήθελα να βγάλω φωτογραφίες σαν τις δικές του, που να τής αρέσουν, αλλά εκείνη ερωτεύθηκε τον καθηγητή των Αγγλικών και εγώ έμεινα με τον Cartier-Bresson.
Μετά το τέλος των σπουδών του βρίσκει δουλειά σε ένα στούντιο διαφημιστικής φωτογραφίας τής Kodak στη Νέα Υόρκη, αλλά σύντομα θα τα παρατήσει και το 1954 τον δέχονται στο πανεπιστήμιο τού Yale για να παρακολουθήσει μαθήματα σχεδίου και ζωγραφικής. Μετά το στρατιωτικό του επιστρέφει στη Νέα Υόρκη. Εμπνευσμένος από τη δουλειά τού Eugene Smith στο Life θα επιχειρήσει κι αυτός να εργαστεί εκεί στο πλαίσιο τού free lance προγράμματος τού περιοδικού, αλλά όπως και ο Smith έτσι κι εκείνος θα αντιδράσει στις ποικίλες δεσμεύσεις που επιβάλλει το πανίσχυρο περιοδικό και θα παραιτηθεί. Το 1958 γίνεται μέλος τού πρακτορείου Magnum. Το 1959 το περιοδικό Esquire δημοσίευσε το γνωστό ρεπορτάζ του για τους Jokers, μια νεανική «συμμορία» τού Brooklyn, που είχε απορρίψει το Time και που αργότερα θα εκδοθεί σε βιβλίο με τον τίτλο «The Brooklyn Gang». Συνεχίζει να κάνει διάφορα ρεπορτάζ, ταξιδεύει στην Αγγλία και στη Σκωτία για ένα αγγλικό περιοδικό και δουλεύει για ένα πολύ μικρό διάστημα στο Vogue. Το 1962 παίρνει μια υποτροφία Guggenheim για να φωτογραφίσει την «Κίνηση για τα ανθρώπινα δικαιώματα». Για να το πραγματοποιήσει συμμετέχει σε διάφορες πορείες ανά τις ΗΠΑ. Τον ίδιο καιρό ξεκινάει ένα ρεπορτάζ για τους μαύρους Αμερικανούς τού Νότου, διακινδυνεύοντας σε ορισμένες περιπτώσεις και την ίδια του τη ζωή. Το 1964 διδάσκει φωτογραφία στο στούντιο όπου κατοικεί στο Greenwich Village τής Νέας Υόρκης καλώντας να συμμετάσχουν στο σεμινάριο τους André Kertész, Diane Arbus και Richard Avedon. Συνεχίζει να φωτογραφίζει με πολύ έντονους ρυθμούς πάνω σε θέματα που ως επί το πλείστον έχουν να κάνουν με διάφορες περιθωριακές ομάδες (φοιτητές, μαύροι, άνεργοι). Το 1963 το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης τής Νέας Υόρκης (ΜΟΜΑ) τού οργανώνει μιαν ατομική έκθεση με φωτογραφίες από ένα τσίρκο (που είχε κάνει το 1958), από το Brooklyn Gang και από την Αγγλία. Το 1965-66 πραγματοποιεί μια από τις πιο γνωστές δουλειές του σχετικά με το Χάρλεμ, που θα εκδοθεί σε βιβλίο το 1970 με τον τίτλο «East 100th street» και θα εκτεθεί στο ΜΟΜΑ. Χάρη αυτή τη δουλειά θα είναι ο πρώτος φωτογράφος, στο οποίο θα χορηγηθεί ένα χρηματικό ποσό από το NEA (National Endowment for the Arts). To 1966 μαζί με τους Lee Friedlander, Garry Winogrand, Larry Clark, Diane Arbus και τον Danny Lyon παίρνει μέρος σε μιαν έκθεση, που διοργανώνει ο Nathan Lyons στο Visual Studies Workshop τού Rochester με τίτλο «Towards a Social Landscape» (Προς ένα Κοινωνικό Τοπίο), μια έκθεση πολύ συγγενική σε ύφος με την άλλη γνωστή έκθεση, που κάνει ο John Szarkowski στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης την ίδια χρονιά με τίτλο «New Documents» (Arbus, Friedlander, Winogrand).
Το 1967 ο Davidson παντρεύεται σε δεύτερο γάμο την Emily Haas. Για μια δεκαετία περίπου θα ασχοληθεί με τον κινηματογράφο, κάνοντας διάφορες πρωτότυπες δουλειές, για μερικές από τις οποίες μάλιστα παίρνει βραβεία και χρήματα. Κάνει επίσης βιομηχανική φωτογραφία για λόγους βιοποριστικούς. Το 1976 επανέρχεται δριμύτερος στον χώρο τού φωτογραφικού ρεπορτάζ. Φωτογραφίζει μια καφετέρια όπου συχνάζουν γηραιοί Εβραίοι, που επέζησαν από τον πόλεμο και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Το βιβλίο του Bruce Davidson Photographs», που εκδίδεται το 1978, περιλαμβάνει δουλειά είκοσι ετών, που ταυτόχρονα εκτίθεται στο Διεθνές Κέντρο Φωτογραφίας τής Νέας Υόρκης (ICP) και στο Εθνικό Κέντρο Φωτογραφίας στο Παρίσι. Το 1980 ξεκινάει τη φωτογράφηση των ανθρώπων που κυκλοφορούν στον υπόγειο σιδηρόδρομο τής Νέας Υόρκης, που θα καταλήξει μετά από χρόνια στην έκδοση τού γνωστού «Subway» και σε αντίστοιχη έκθεση στο ICP.
Ο Bruce Davidson συνεχίζει μέχρι σήμερα την έντονη φωτογραφική του δραστηριότητα. Η τελευταία πιο σημαντική δουλειά του είναι η φωτογράφηση τού Central Park τής Νέας Υόρκης, που κράτησε τέσσερα χρόνια και που κυκλοφόρησε σε βιβλίο το 1995.
Ξανακοιτώντας ύστερα από πολλά χρόνια τις φωτογραφίες τού Bruce Davidson ιδίως τις παλιότερες ένοιωσα ένα έντονο αίσθημα νοσταλγίας για τα τότε πρώτα φωτογραφικά σκιρτήματα μιας μικρής συντροφιάς φίλων, αλλά ταυτόχρονα και χαράς για το ότι υπήρχε ακόμα μέσα μου ζωντανή ανακατεμένη με μυρωδιές σκοτεινού θαλάμου η γοητεία που μου είχαν προξενήσει τότε οι φωτογραφίες αυτές. Κι αναρωτήθηκα μήπως η μεγαλύτερη ωριμότητα που κανείς ελπίζει ότι έχει μετά από μια σχεδόν εικοσαετία θα μπορούσε να μου διαλευκάνει τι ήταν εκείνο που τότε με είχε συγκινήσει.
Φαίνεται όμως πως ό,τι κερδίζουμε σε ωριμότητα το χάνουμε σε αθωότητα και αυθορμητισμό. Έτσι είναι δύσκολο να ξανασυναντήσει κανείς εντυπώσεις αλλοτινές κι ακόμα πιο δύσκολο να τις μεταδώσει σε τρίτους, εκτός κι αν καταφύγει στον μύθο με την έννοια τής κατασκευής, αφού όπως όλοι γνωρίζουμε πια, η Τέχνη είναι το ψέμα που λέει την αλήθεια&μια φράση άλλωστε προσφιλής και στον Bruce Davidson. Μπορώ πάντως να πω με αρκετή βεβαιότητα ότι ο φωτογράφος αυτός ήταν όχι μόνον ένα πρότυπο, αλλά και μια πολύ συμπαθής φωτογραφική παρουσία, πιο προσιτός από έναν Cartier-Bresson ή έναν Walker Evans, αλλά όχι λιγότερο γοητευτικός γι αυτό.
Η φωτογραφία τού Bruce Davidson ανήκει στον ευρύτερο χώρο τού ρεπορτάζ με τον ίδιο τρόπο που αυτό ισχύει, λόγου χάριν, στην περίπτωση τού Cartier-Bresson, τού Robert Frank ή τού Garry Winogrand. Θα μπορούσαμε να την αποκαλέσουμε και δημιουργικό ρεπορτάζ κ για να τη διακρίνουμε από το κοινό φωτορεπορτάζ ή και φωτογραφία ενός ύφους «documentary», όπως την αποκαλούσε ο Walker Evans αναφερόμενος στη δική του περίπτωση. Είναι μια κατηγορία ευρύτερη, που μπορεί να καλύπτει διάφορες υπο-κατηγορίες ανάμεσα σ αυτές και τη φωτογραφία δρόμου. Το κύριο χαρακτηριστικό της είναι η σημασία που έχει για τους φωτογράφους τού είδους αυτού η αναζήτηση τής φόρμας, δεδομένου ότι η φωτογραφία είναι γι αυτούς, είτε το λένε είτε όχι, μια μορφή Τέχνης και οπωσδήποτε ένα πολύ συγκεκριμένο μέσο έκφρασης. Από εκεί και πέρα η σημασία, που έχει για τον κάθε φωτογράφο το συγκεκριμένο θέμα που φωτογραφίζει κάθε φορά, εξαρτάται βέβαια από το θέμα αυτό καθεαυτό, αλλά και από την ιδιοσυστασία τού ίδιου τού φωτογράφου. Για άλλους συχνά αποτελεί απλή αφορμή,για άλλους πηγή έμπνευσης, για όλους όμως το «πώς» θα το φωτογραφίσουν αποτελεί πρωταρχικό μέλημα.
Ο Bruce Davidson είναι από τις περιπτώσεις εκείνες των φωτογράφων, για τους οποίους το θέμα έχει μεγάλη σπουδαιότητα. Το θέμα όμως όχι σαν κάποια τρέχουσα και παροδική εκδήλωση τής πραγματικότητας, αλλά σαν μια βαθύτερη αίσθηση, είτε ενός χώρου και των ανθρώπων που ζουν και συχνάζουν σ αυτόν, είτε μιας ιδιάζουσας κατάστασης. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι δεν έχει δουλέψει και πάνω σε πιο «δημοσιογραφικά» θέματα, αλλά ακόμα και σ αυτή την περίπτωση οι φωτογραφίες του εμπεριέχουν συχνά μια διάσταση πέρα από τα αμέσως φαινόμενα, γεγονός που οφείλεται στον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζει και φωτογραφίζει τα θέματά του.