Shepherd
Μόνιμος
- Μηνύματα
- 4.721
- Reaction score
- 10.537
νομίζω [nomízo] -ομαι Ρ2.1 παθ. στη σημ. 2 : 1α.έχω τη γνώμη, πιστεύω: ~ ότι έκανα το καθήκον μου / ότι έχει δίκιο. Tι νομίζεις ότι πρέπει να κάνω; Kάνε όπως νομίζεις (καλύτερα). β. έχω την εντύπωση, υποθέτω: Εδώ είσαι ακόμη; Nόμιζα πως είχες φύγει. 2. θεωρώ, πιστεύω ότι κάποιος ή κτ. έχει ορισμένη ιδιότητα, του αποδίδω κάποια ιδιότητα: Tον νόμιζα φίλο μου, όμως αποδείχτηκε εχθρός. Δεν τον ~ ικανό για κάτι τέτοιο. Mη με νομίσεις αχάριστο, επειδή δε σου έδειξα την ευγνωμοσύνη μου. Δεν το ~ σωστό αυτό που έγινε. Aς μη νομιστεί ότι υπάρχει κακή πρόθεση στις ενέργειές μου.
Λεξικό
Ή αλλάζουμε την Ελλάδα ή καταδικάζουμε την Ελλάδα. (Γ. Παπανδρέου, 11 Σεπτεμβρίου 2010)
Ή αυτοί ή εμείς!
λινκ
Μια χαρά μπαίνει μετά από τελεία.
Ή στην αρχή της πρότασης
Θυμήθηκα και τον Τσίπρα τώρα...
Ή θα τους τελειώσουμε ή θα μας τελειώσουν
Λεξικό
Ή αλλάζουμε την Ελλάδα ή καταδικάζουμε την Ελλάδα. (Γ. Παπανδρέου, 11 Σεπτεμβρίου 2010)
Ή αυτοί ή εμείς!
λινκ
Μια χαρά μπαίνει μετά από τελεία.
Ή στην αρχή της πρότασης
Θυμήθηκα και τον Τσίπρα τώρα...
Ή θα τους τελειώσουμε ή θα μας τελειώσουν
Last edited: