ΟΜΙΛΕΙΤΕ ΕΛΛΗΝΙΚΑ;

Μηνύματα
16.225
Reaction score
3.878
Τσόκαρο

Κυριολεκτικά, το ξύλινο υπόδημα (αι κρούπεζαι ή τα κρούπαλα στην αρχαία ελληνική).

Μεταφορικά, γυναίκα κακής διαγωγής, που συνήθως προέρχεται από τα «κατώτερα» κοινωνικά στρώματα.

Μεσαιωνική λέξη - πιθανό αντιδάνειο. Κατά τον A. Maidhof προέρχεται από το ιταλ. zoccolo, υποκοριστικό του zocco, που ετυμολογείται από το ελληνικό σύκχος (και συκχάς ή συγχίς = είδος υποδημάτων ή εμβάδων), άποψη που υιοθετεί ο Ιω. Σταματάκος και ο Ν. Ανδριώτης.
 

Μηνύματα
28.176
Reaction score
59
Ξερει κανεις το ΖΑΒΑΡΑΚΑΤΡΑΝΕΜΙΑ που τραγουδουσε ο μοναδικος ΝΙΚΟΣ ΞΥΛΟΥΡΗΣ τι ενοοει ???
 

Μηνύματα
16.225
Reaction score
3.878
Αντέρως

Ο αδερφός του Έρωτα που τιμωρούσε αυστηρά όσους δεν ανταποκρίνονταν στο κάλεσμα του φτερωτού θεού, αλλά και ο μόνος που μπορούσε να ελέγξει το ερωτικό πάθος του.

Όσο συνέπαιζε με τον Αντέρωτα το σώμα του Έρωτα μεγάλωνε, ενώ έφθινε κάθε φορά που μάλωναν και τον αποχωριζόταν.
 

Μηνύματα
16.225
Reaction score
3.878
Πειθώ

Η πειστικότητα, απαραίτητη στην ερωτική συγκατάθεση.

Στην ελληνική μυθολογία η Πειθώ ήταν στην ουσία όνομα της θεάς του έρωτα και γι' αυτό περιέχει την Αφροδίτη.

Ετυμ. < αρχ. πειθώ< πείθω.
 

Μηνύματα
16.225
Reaction score
3.878
Ίμερος

Πόθος, σφοδρή επιθυμία, κυρίως ερωτική.

Στη μυθολογία ο Ίμερος ήταν σύντροφος του Έρωτα. Ο Ίμερος, ο Έρωτας και η Πειθώ αποτελούσαν τη συνοδεία της θεάς Αφροδίτης.

Η λέξη προέρχεται από το αρχαίο ίμερος < ιμείρω = ποθώ, επιθυμώ.
 

Μηνύματα
16.225
Reaction score
3.878
Επώνυμα


Καλαφάτης
Το επώνυμο προέρχεται από το λαϊκό προσηγορικό ουσ. καλαφάτης (= τεχνίτης που παραγεμίζει με στουπιά και αλείφει με πίσσα τα κενά στους αρμούς του πλοίου για να τους στεγανοποιήσει). Πβ. καλαφατίζω, καλαφάτισμα και το μεσαιωνικό καλαφατικόν (= υλικό για καλαφάτισμα, δηλ. πίσσα με στουπιά). Η λέξη, που μαρτυρείται από τον 6ο αι., κατά τον Δ. Βαγιακάκο ετυμολογείται από το αραβικό galafat (= σύνδεση, στερέωση), λέξη που εισήλθε στη γλώσσα των λαών της Μεσογείου και μέσω αυτών (πβ. βενετ. kalafato) στο Βυζάντιο. Ο Εμμανουήλ Κριαράς την ετυμολογεί από το υστερολατινικό *calefa(c)tor.
Γαλάρης
Ετυμολογείται από το προσηγορικό γαλάρης < γάλα + παραγωγική κατάληξη –άρης. Η λέξη, ως επίθετο, σημαίνει τον γαλακτοφόρο (όπως το επίθ. γαλάριος = επί βοσκημάτων ο αμελγόμενος, ο παρέχων γάλα) και, ως ουσιαστικό, τον ποιμένα των αιγοπροβάτων, το βοσκό. Επίσης, γαλάρι ή γαλάρα (θηλ.) λέγεται ο γαλαθηνός αμνός – και μάλιστα στον πληθ.: γαλάρια = τα βυζασταρούδια αρνιά. Στην Κύπρο, γαλάρης λέγεται ο γαλακτοπώλης, ο γαλατάς.
Πρωτοπαππάς
Πρωτοπαππάς ή και Πρωτόπαππας. Το επίθετο απαντά σε Κατωϊταλικό έγγραφο του 1303. Κατά τον Δ. Βαγιακάκο προέρχεται από το προσηγορικό πρωτοπαππάς (= ο πρώτος των ιερέων), όπερ είναι δηλωτικόν εκκλησιαστικού οφφικίου. Κατά τους εκκλησιαστικούς κανόνας ο πρωτοπαππάς είναι ο έκδικος και πρώτος του βήματος και φέρων τα δευτερεία του αρχιερέως. Εις την επισκοπήν είναι ο μετά τον αρχιερέα ιερεύς, έχων την διοίκησιν αυτής μετά τον θάνατον του επισκόπου μέχρι της εκλογής νέου. Εκείνος εν’πρωτοπαππάς, συ δε παρεκκλησιάρχης (Πτωχοπροδρομικός στίχος) Κουτρούμπας
Κουτρούμπας ή Κουτρουβής ή Κουτρουμπής. Στο επώνυμο λανθάνει η βυζαντινή λέξη κουτρούβιον/ κουτρούβιν (= είδος πήλινου δοχείου, κατασκευασμένου έτσι ώστε να αντηχεί όταν χύνεται μέσα του κάποιο υγρό· πβ. βομβυλιός, βίκα). Η λέξη μαρτυρείται στο Θεόδωρο Πρόδρομο, ο οποίος -αναφερόμενος στους ηγουμένους των μοναστηριών όταν πίνουν κρασί - λέει: «εκείνοι πάντα τον γλυκύν μετά των κουτρουβίων». Επίσης, ο Τζέτζης σχολιάζοντας τον Λυκόφρονα γράφει: «λέγεται δε βομβυλιός παρά το βομβείν, ώσπερ και το πινόμενον κουτρούβιον». Η ετυμολογία της λέξης συνδέεται με το σχήμα του αγγείου. Ο Εμμανουήλ Κριαράς πιθανολογεί την παραγωγή του από την κούτρα, ενώ ο Δ. Βαγιακάκος την ανάγει στον κρόταφον, που διαλεκτικά γίνεται κούτρουφας και υποκοριστ. κουτρούφι. Το επώνυμο, λοιπόν, είτε δηλώνει αυτόν που κατασκευάζει και πουλάει κουτρούβια, είτε αυτόν που έχει σώμα στρογγυλό ως κουτρούβιον, τον παχύσαρκο…
Χοϊδάς
Το επώνυμο μαρτυρείται στην Κεφαλλονιά ήδη από τον 13ο αι. Ο Τσιτσέλης πιστεύει ότι προέρχεται από τη φράση conte d’ Ida (= κόμης της Ίδας), άποψη που ελέγχεται, ενώ ο Φ. Κουκουλές θεωρεί το επώνυμο επαγγελματικό: ο κατασκευάζων χοΐδια, δηλ. σταμνιά. Το Λεξικό της Σούδας αναφέρει στο λήμμα: «χοΐδια· σταμνία· κατασκεύασαν χοΐδια το μέγεθος, λεπτά ταις κατασκευαίς διαφερόντως».
 

Μηνύματα
14.212
Reaction score
1.844
Απάντηση: ΟΜΙΛΕΙΤΕ ΕΛΛΗΝΙΚΑ;

Τερζής
Οι τερζήδες, ήταν ραφτάδες, με ειδίκευση στη ραφή της καπότας, του ρούχου απο προβιά που φορούσαν οι τσοπάνηδες. Έπρεπε τα κομάτια της προβιάς να ραφτούν με τις τρίχες προς τα κάτω, ώστε τα νερά να τρέχουν έξω και να μην ποτίζει το ρούχο.
 

Μηνύματα
16.225
Reaction score
3.878
Άμφισσα

Σύμφωνα με τη μυθική παράδοση η πόλη ονομάστηκε Άμφισσα από την εγγονή του Αιόλου και ερωμένη του Απόλλωνα, τον τάφο της οποίας υπέδειξαν οι ντόπιοι στον περιηγητή Παυσανία τον 2ο αι. μ.Χ.

Ήδη όμως από την αρχαιότητα, ορθολογικότερες ετυμολογικές προσεγγίσεις συνέδεαν το όνομα της πόλης στη γεωγραφική της θέση ανάμεσα (= αμφί) στους δυο μεγάλους ορεινούς όγκους του Παρνασσού και της Γκιώνας (πβ. λεξικό Σούδας: Άμφισσαν δ' ονόμασαν διά τό περιέχεσθαι τόν τόπον όρεσι).

Η αρχαία Άμφισσα, χτισμένη στην ίδια θέση με τη σημερινή, υπήρξε η μεγαλύτερη πόλη των Οζολών ή Εσπερίων Λοκρών.

Τον 13ο αι. η πόλη γίνεται γνωστή με την ονομασία Σάλωνα ή Σάλονα, που, κατά μια ερμηνεία, αποτελεί παραφθορά της λέξης Σαλονίκη. Σύμφωνα με άλλες προσεγγίσεις, το τοπωνύμιο προέρχεται από το ουσ. σάλος (= τράνταγμα) - εξαιτίας των πολλών σεισμών που σημειώνονταν - είτε από την συνεκφορά έσω αλώνια :)μεσαιωνικό αλώνιον < αρχ. άλως, πβ. αλώνι).
 

Μηνύματα
16.225
Reaction score
3.878
Θήβα

Η σημερινή Θήβα βρίσκεται στη θέση της αρχαίας Καδμείας, της πόλης που κατά το μύθο έχτισε ο Κάδμος από τη Φοινίκη, ακολουθώντας προφητεία του μαντείου των Δελφών.

Ο πλούτος των Θηβαϊκών μύθων και των ιστορικών ευρημάτων αποτελεί αδιάψευστο μάρτυρα της ακμής της πόλης κατά την αρχαιότητα - η κατοίκηση της οποίας είναι συνεχής από τα προϊστορικά χρόνια.

Η ονομασία της πόλης συνδέεται με τη σύζυγο του βασιλιά Ζήθου, ο οποίος μαζί με τον αδελφό του Αμφίονα έχτισαν το περίφημο επτάπυλο τείχος της.

Τον Αμφίονα και το Ζήθο τους διαδέχθηκε ο Λάιος, γιος του Λαβδάκου, που καταγόταν από το γένος του Κάδμου, σύζυγος της Ιοκάστης και πατέρας του τραγικού Οιδίποδα.

Ο Όμηρος αναφέρει τρεις πόλεις με το όνομα Θήβαι, στην Αίγυπτο, στη Βοιωτία και στην Τροία. Βάσιμα υποστηρίζεται ότι από την αιγυπτιακή πόλη (< ta-ope = κιβώτιο) έλαβαν το όνομά τους και αι Θήβαι της Βοιωτίας, καθώς ιδρύθηκαν από Φοίνικες αποίκους με επικεφαλής τον Κάδμο, άποψη που ενισχύεται από τον Ησύχιο.
 

Μηνύματα
16.225
Reaction score
3.878
Καρπενήσι

Η πόλη οφείλει το όνομά της στο αρωματικό carpinu - που ετυμολογείται από το λατ. carpinus (= σφένδαμος) -, είδος δέντρου με σκληρό ξύλο (πβ. οστρύα), που αφθονεί στην περιοχή, το οποίο παρετυμολογήθηκε προς το ελληνικό νησί.

Κατ' άλλη εκδοχή το όνομα της ορεινής πόλης της Ευρυτανίας προέρχεται από το τουρκικό karbenis, που σημαίνει τόπος σκεπασμένος με χιόνια.
 

Μηνύματα
16.225
Reaction score
3.878
Ναύπακτος

Το όνομα της πόλης - η οχυρή θέση της οποίας και το λιμάνι της, που δεσπόζει στην είσοδο του Κορινθιακού κόλπου, διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στην ιστορία της - πιθανότατα ετυμολογείται από το ουσ. ναυς (= πλοίο) και το ρ. πήγνυμι (= στερεώνω, καρφώνω, συνενώνω, κατασκευάζω).

Από εδώ, κατά την παράδοση, οι Δωριείς διαβιβάστηκαν στην απέναντι ακτή της Πελοποννήσου.
 

Μηνύματα
16.225
Reaction score
3.878
Λαμία

Σύμφωνα με την παράδοση η Λαμία πήρε το όνομά της από τον Λάμο, γιο του Ηρακλή και ιδρυτή της πόλης, ή από την ομώνυμη βασίλισσα των Τραχινίων και - κατά μια εκδοχή - μητέρα του Ποσειδώνα.

Το θέμα (λαμ-) του τοπωνυμίου συνδέει την πόλη με τις αρχαίες λάμιες, τα μυθολογικά γυναικόμορφα τέρατα, που τρέφονταν με ανθρώπινες σάρκες.

Κατά τον 9ο αι. η Λαμία - με την ονομασία Ζητούνι - αναφέρεται ως ακμάζον κέντρο, κυρίως λόγω της παραγωγής και της εμπορίας σιταριού. Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Λατίνους δημιουργήθηκε η Βαρονία του Ζητουνίου, η οποία παραχωρήθηκε στο τάγμα των Ναϊτών. Κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας το Ζητούνι αποτελούσε διοικητική και στρατιωτική έδρα.

Το 1833 η πόλη, στην οποία διέμεναν μόνο 24 ελληνικές οικογένειες, ενσωματώθηκε στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος, ενώ το 1836 ξαναπήρε την αρχαία της ονομασία και άρχισε να ανασυγκροτείται.
 

Μηνύματα
16.225
Reaction score
3.878
Βουρκόλακας

...και βουρβόλακας, βορβόλακας, βουρβούλακας, βουρδούλακας.

Ο βρικόλακας, ο νεκρός που, σύμφωνα με τη λαϊκή δεισιδαιμονία, εγκαταλείπει κάθε βράδυ τον τάφο του και βγαίνει προς άγρα ζωντανών για να τραφεί με το αίμα τους. Οι λαϊκές δοξασίες αναφέρουν και βρικόλακες οι οποίοι απλώς δεν αποδέχονται το τετελεσμένο του θανάτου και συνεχίζουν την καθημερινή τους ζωή.

Ο Γάλλος ιερωμένος Francois Richard, επισκέπτης της Ελλάδας στα 1650, γράφει ότι στην Αμοργό οι βρικόλακες είχαν τόσο αποχαλινωθεί που παρουσιάζονταν ακόμα και μέρα μεσημέρι, κάποιες φορές πολλοί μαζί, και μάζευαν φάβα (Σιμόπουλος Κ. Ξένοι ταξιδιώτες στην Ελλάδα, τομ. Α΄, σελ. 539, Αθήνα 2001).

Η λέξη είναι μεσαιωνική αβέβαιης ετυμολογίας. Κατά το Μπαμπινιώτη ίσως να προέρχεται από το σλαβικό vrukola < velku = λύκος.
Σημειώνουμε την ύπαρξη πολλών σχετικών μύθων στα Καρπάθια και στην Τρανσυλβανία.
 

Μηνύματα
16.225
Reaction score
3.878
Φάντασμα

Η ψυχή του νεκρού που εμφανίζεται στους ζωντανούς, συνήθως σαν άϋλη ή ομιχλώδης εικόνα. Σύμφωνα με τις λαϊκές δοξασίες συχνά πρόκειται για ψυχή βασανισμένη η οποία ζητά δικαίωση ή ικανοποίηση για να ησυχάσει. Γενικά το άϋλο, το υπερφυσικό και τρομακτικό που εμφανίζεται σε ερημιές, πύργους, παλιά ή εγκαταλελειμένα σπίτια, σε νεκροταφεία και τόπους εγκλήματος.

Φάντασμα λέγεται και:
α. (μτφ.)ο εξαιρετικά ισχνός άνθρωπος: έγινε φάντασμα από την αδυναμία.
β. κάτι που εμφανίζεται και εξαφανίζεται μυστηριωδώς: πλοίο φάντασμα.
γ. κάτι που δεν έχει ουσιαστική ύπαρξη: εταιρεία φάντασμα.
δ. (μτφ. ) κάτι που αποπνέει καταστροφή: το φάντασμα του πολέμου πλανιέται πάνω από τη χώρα.

Φάντασμα < φαντάζω (= παρουσιάζω, εμφανίζω κάτι) -ομαι (= εμφανίζομαι, φαίνομαι, θεωρούμαι) < θέμα φαντ- < φαίνω (= φανερώνω, φέρνω στο φως, δείχνω), φαίνομαι (= γίνομαι ορατός, εμφανίζομαι).


www.asprilexi.com
 

Μηνύματα
16.225
Reaction score
3.878
Καταχανάς

"εγίνετο καταχανάς και απέκει κάγην όλος"
[Eμ. Λιμενίτη (Γεωργηλά), Tο θανατικόν της Pόδου, 267]

Μορφή βρικόλακα που συναντιέται στην παράδοση της Κρήτης και ορισμένων νησιών των Κυκλάδων. Οι καταχανάδες έχουν βρεθεί σ' αυτή την κατάσταση γιατί πριν από το θάνατό τους αφορίστηκαν, καταράστηκαν ή δεν πρόλαβαν να πάρουν συγχώρεση από τους ζωντανούς. Υποτίθεται ότι αν ο τάφος τους σφραγιστεί με ασβέστη δεν μπορούν να βγουν έξω και να ενοχλήσουν τους ζωντανούς.

Η λέξη χρησιμοποιείται και υβριστικά: άσχημος σαν καταχανάς.

Σύμφωνα με τον Κοραή: καταχανάς < πρόθεση κατά + χάνω (Άτακτα Β' 114).
Σύμφωνα με το Liddell & Scott's Greek-English Lexicon καταχανάς = κατα+ θέμα χαν του χάσκω
 

Μηνύματα
16.225
Reaction score
3.878
Καρναβάλι

Η γιορτή της αποκριάς και οι εκδηλώσεις που τη συνοδεύουν: η απόκρεως καί αι κατ' αυτήν μεταμφιέσεις.

Η λέξη αποτελεί μεταφορά του γαλλικού carnaval και του ιταλικού carnevale, λέξης με λατινικές ρίζες: caro (γεν. carnis = κρέας) + levo (= σηκώνω, απομακρύνω).

Θεωρείται ότι αποτελεί μίμηση των Βακχείων (τελετές προς τιμήν του Βάκχου: προσωνύμιο του Διονύσου), των Κρονίων (εορτή στην Αθήνα προς τιμήν του Κρόνου) ή κατάλοιπο των λαϊκών εορτών της αρχαιότητας.
 

Μηνύματα
16.225
Reaction score
3.878
Μασκαράς

Κύριες σημασίες:
α) O μετημφιεσμένος των απόκρεω, ο προσωπιδοφόρος.
Κατά τον Στ. Κυριακίδη προέρχεται από το βενετ. mascara, που ετυμολογείται από το μεσαιωνικό λατινικό masca.

β) αναιδής, ανήθικος, κακοήθης.
Σ' αυτή τη σημασία κατά Στ. Κυριακίδη η λέξη προέρχεται από το τουρκ. maskara και αυτό από το αραβ. maschara.
 

Μηνύματα
16.225
Reaction score
3.878
Μασκαράς

Κύριες σημασίες:
α) O μετημφιεσμένος των απόκρεω, ο προσωπιδοφόρος.
Κατά τον Στ. Κυριακίδη προέρχεται από το βενετ. mascara, που ετυμολογείται από το μεσαιωνικό λατινικό masca.

β) αναιδής, ανήθικος, κακοήθης.
Σ' αυτή τη σημασία κατά Στ. Κυριακίδη η λέξη προέρχεται από το τουρκ. maskara και αυτό από το αραβ. maschara.
 

Μηνύματα
3.797
Reaction score
0
Απάντηση: Re: ΟΜΙΛΕΙΤΕ ΕΛΛΗΝΙΚΑ;

Καρναβάλι

Η γιορτή της αποκριάς και οι εκδηλώσεις που τη συνοδεύουν: η απόκρεως καί αι κατ' αυτήν μεταμφιέσεις.

Η λέξη αποτελεί μεταφορά του γαλλικού carnaval και του ιταλικού carnevale, λέξης με λατινικές ρίζες: caro (γεν. carnis = κρέας) + levo (= σηκώνω, απομακρύνω).

Θεωρείται ότι αποτελεί μίμηση των Βακχείων (τελετές προς τιμήν του Βάκχου: προσωνύμιο του Διονύσου), των Κρονίων (εορτή στην Αθήνα προς τιμήν του Κρόνου) ή κατάλοιπο των λαϊκών εορτών της αρχαιότητας.
Οι Ετρουσκοι είχαν τα Σατουρνάλια (Σατούρν=Κρόνος). Γενικώς κρεοφαγίας το ανάγνωσμα. Και εξ ού Satur(n)DAY.
 

Μηνύματα
16.225
Reaction score
3.878
Κούλουμα

Ο εορτασμός της Καθαράς Δευτέρας.

Η λέξη κατά τον Κ. Ρωμαίο προέρχεται από τα κούμουλα (με αντιμετάθεση) και αυτό από το λατινικό cumulus (= σωρός).

Άλλοι συνδέουν τη λέξη με το αλβανικό colum (= καθαρός).
 


Staff online

  • abcd
    Πρώην Διοικητής ο τροπαιοφόρος
  • xfader
    Segregation supporter

ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΑ

Threads
175.136
Μηνύματα
3.002.667
Members
38.414
Νεότερο μέλος
arishonda
Top