Τις κρύες γυναίκες που με χαϊδεύουν,
τους ψευτοφίλους που με κολακεύουν,
που απ τους άλλους θεν παλικαριά
κι οι ίδιοι όλο λερώνουν τα βρακιά,
σ αυτήν την πόλη που στα δυο έχει σκιστεί,
τους έχω βαρεθεί.
Και πέστε μου αξίζει μια πεντάρα,
των γραφειοκρατών η φάρα,
στήνει με ζήλο περισσό,
στο σβέρκο του λαού χορό,
στης ιστορίας τον χοντρό το κινητή,
την έχω σιχαθεί.
Και τι θα χάναμε χωρίς αυτούς όλους,
τους γερμανούς τους προφεσόρους,
που καλύτερα θα ξέρανε πολλά,
αν δεν γεμίζαν ολοένα την κοιλιά,
υπαλληλίσκοι φοβητσιάρηδες, δούλοι παχιοί,
τους έχω βαρεθεί.
Κι οι δάσκαλοι της νεολαίας γδαρτάδες,
κόβουν στα μέτρα τους τους μαθητάδες,
κάθε σημαίας πλαισιώνουν τους ιστούς,
με ιδεώδεις υποτακτικούς,
που είναι στο μυαλό νωθροί,
μα υπακοή έχουν περισσή,
τους έχω βαρεθεί.
Κι ο παροιμιώδης μέσος ανθρωπάκος,
κέρδος ποτέ μα από παθήματα χορτάτος,
που συνηθίζει στην κάθε βρωμιά,
αρκεί να έχει γεμάτο τον ντορβά
κι επαναστάσεις στ όνειρά του αναζητεί,
τον έχω βαρεθεί.
Κι οι ποιητές με χέρι υγρό,
υμνούνε της πατρίδας τον χαμό,
κάνουν με θέρμη τα στοιχειά στιχάκια,
με τους σοφούς του κράτους τα χουνε πλακάκια,
σαν χέλια γλοιώδικα έχουν πουληθεί,
τους έχω σιχαθεί.
Κι οι ποιητές με χέρι υγρό,
υμνούνε της πατρίδας τον χαμό,
κάνουν με θέρμη τα στοιχειά στιχάκια,
με τους σοφούς του κράτους τα χουνε πλακάκια,
σαν χέλια γλοιώδικα έχουν πουληθεί,
τους έχω σιχαθεί.
Σαν χέλια γλοιώδικα έχουν πουληθεί,
τους έχω σιχαθεί.
Σαν τον μετανάστη στη δική σου γη
μέρα νύχτα λύνεις δένεις την πληγή
κι όλα γύρω ξένα κι όλα πετρωμένα
και δεν ξημερώνει να 'ρθει χαραυγή
Στράγγισε η ζωή σου που αιμορραγεί
κάθε ώρα τρόμος πόνος και κραυγή
και σ' ακούν οι ξένοι κι ο αδερφός σωπαίνει
αχ δεν είναι άλλη πιο βαθιά πληγή
Σύρμα κι άλλο σύρμα και χοντρό γυαλί
μάτωσε ο ήλιος την ανατολή
κλαις κι αναστενάζεις αχ ξενιτιά (λευτεριά) φωνάζεις
μα η ελπίδα μαύρο κι άπιαστο πουλί
Άννα , μην Kλαις - Μαρία Δημητριάδη (Μικρούτσικος/Βrecht)
[youtube]r2P-5bI3veU[/youtube]
Γιά τους στίχους,παραπέμπω στο σχετικό θέμα που περιέχει την εκτέλεση από το Γιάννη Κούτρα που ΄΄κεντρίζει΄΄: http://www.avsite.gr/vb/showpost.php?p=1006319&postcount=2538
In un scornu di lu mondu, In a corner of the world
Ci h un lucucciu tenerezza There's a sparkle of tenderness
Ind'u mio core, maestosu, Inside my heart, majestic
Imbalsama di purezza It fills you with purity
Ghjuvellu di maraviglie, Jewel of wonders
n ne circate sumiglie, don't look for similars
n truverete la para ; you won't find another one alike
Ghj nica, sola cara. It's unique, alone and dear.
Corsica.
Face sempre tant'inviglia It had always waken up so much desire
Ssu scogliu ciottu in mare, This piece of rock in the middle of the sea
Tesoru ch spampilla Shining treasure
Sacru cume un altare. Sacred as an altar.
Calma, dolce cum'agnella, Calm, sweet like a lamb
Generosa accugliente, Generous, cosy
Si rivolta si ribella It arises, it revolts
S'omu disprezza a so ghjente. If we despise its people.
Και να που ο ΄΄μαύρος γάτος΄΄ μιλά γι άλλα πράγματα εκτός του ΄΄φαινομενικού΄΄
Στίχοι: Θανάσης Παπακωνσταντίνου
Μουσική: Βασίλης Παπακωνσταντίνου
Ήταν ένας γάτος μαύρος πονηρός
κάθε που εβράδιαζε ντύνονταν γαμπρός
τα μαλλιά του έκανε λίγο κατσαρά
κι ένα κόκκινο παπιόν φορούσε στην ουρά
Σε κάθε σπίτι πήγαινε όπου έβλεπε καπνό
ζητούσε τα κορίτσια δήθεν για σκοπό
κι αυτές άλλο δε θέλανε φορούσαν νυφικά
κάλιο μ'ένα γάτο παρά με κοιλαρά
Μα όπως είπα στην αρχή ο γάτος πονηρός
βόλευε τα κορίτσια και γίνονταν καπνός
με τόση καρπερότητα αχ να 'χα μια σταλιά
γέμισαν τα ιδρύματα με μπάσταρδα γατιά
Οι άρχοντες φοβήθηκαν μην πάθουνε ζημιά
και την κουτάλα χάσουνε μαζί με τα ζουμιά
ρε θες να κάνουν κίνημα του γάτου οι καρποί
κι ό,τι γλυκά ροκάνιζαν σαν φούσκα να χαθεί
Έτσι αφού σκεφτήκανε βρήκαν το πιο σωστό
το γάτο να τσακώσουνε σαν μούτρο αναρχικό
βγήκε λοιπόν σεργιάνι το χαφιεδότσουρμο
αυτοί που αποτελούνε τον εθνικό κορμό
Αχ καημένε γάτο μου την έχεις πια βαμμένη
του έθνους τα λαγωνικά στην έχουνε στημένη
κι όπως το λέω έγινε το πιάσανε το αλάνι
τους είδε μαύρους νόμισε με φίλους πως θα κάνει
Τώρα κλαίει κι οδύρεται μαζεύεται κουβάρι
μήπως τους κρύους δικαστές μπορέσει να τουμπάρει
αχ μη καλοί μου άνθρωποι εγώ δεν είμαι γάτος
εγώ είμαι ένας άνθρωπος με αισθήματα γεμάτος
Κοιτάζω το συμφέρον μου διαβάζω εφημερίδα
και στο στρατό υπηρέτησα για τη μαμά πατρίδα
μα εκείνοι που να ακούσουνε τον στήσανε στον τοίχο
τα μάτια κάπως παίξανε στης τουφεκιάς τον ήχο
Αν μία κόρη έχετε κρατήστε την αθώα
μπορεί ο γάτος να μη 'ρθει μα θα 'ρθουν άλλα ζώα
κι αν είστε κάποιος άρχοντας και παρεξηγηθείτε
στα όργανα μου μια χαρά χωράει να γραφτείτε
Με βασιλικό γιαρέμ γιαρέμ και δυόσμο
στόλισε ο Θεός γιαρέμ γιαρέμ τον κόσμο
μα 'ρθε συννεφιά γιαρέμ γιαρέμ και μπόρα
κι έπεσε κακό γιαρέμ γιαρέμ στη χώρα.
Τώρα το παιδί γιαρέμ γιαρέμ μονάχο
μοιάζει με πουλί γιαρέμ γιαρέμ σε βράχο,
τέτοιο ξαφνικό Χριστέ Χριστέ Χριστέ μου
να μην ξαναδώ ποτέ ποτέ ποτέ μου.
Με της ομορφιάς γιαρέμ γιαρέμ τον ήλιο
σου 'χτισα κι εγώ γιαρέμ γιαρέμ βασίλειο
μα 'ρθανε καιροί γιαρέμ γιαρέμ και χρόνοι
κι έγινε καπνός γιαρέμ γιαρέμ και σκόνη.
Κι έμεινε η καρδιά γιαρέμ γιαρέμ μονάχη
σαν της ερημιάς γιαρέμ γιαρέμ το στάχυ,
τέτοια συμφορά Χριστέ Χριστέ Χριστέ μου
να μην ξαναδώ ποτέ ποτέ ποτέ μου.
Με του φεγγαριού γιαρέμ γιαρέμ τ' αγιάζι
τ' όνειρο χαρές γιαρέμ γιαρέμ μοιράζει
μα στην ξαστεριά γιαρέμ γιαρέμ της μέρας
γίνεται φτερό γιαρέμ γιαρέμ κι αγέρας.
Τώρα στου ματιού γιαρέμ γιαρέμ την άκρη
θάλασσα κυλάει γιαρέμ γιαρέμ το δάκρυ,
τι να πω κι εγώ Χριστέ Χριστέ Χριστέ μου
που 'μαι ένα μικρό πουλί πουλί τ' ανέμου.