ΟΜΙΛΕΙΤΕ ΕΛΛΗΝΙΚΑ;

Μηνύματα
16.601
Reaction score
4.276
Απρίλιος

Λατινική Λέξη: Aprilis - Aprilius. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι το όνομα του μήνα σχηματίστηκε από το λατινικό ρήμα aperio, που σημαίνει ανοίγω : Ρωμαίοι Απρίλιον ωσανεί απερίλιον (εκ του aperire), οιονεί ανοικτικόν του καιρου φασίν ( Ιωάννης Λαυρέντιος ο Λυδός, περ. 520 μ.Χ.)

Ο Αδ. Κοραής, συνδέοντας εύλογα τον Απρίλιο με την άνοιξη, σημειώνει: Απρίλιον κεκλησθαι ανοίγοντα και αποκαλύπτοντα. Άνοιξιν καλουσιν τό έαρ.
 

Μηνύματα
16.601
Reaction score
4.276
Χιώτικες Λέξεις


Σαλαγιάζω
Σαλαγιάζω = ησυχάζω. Το μεταγενέστερο ρήμα της ελληνικής σαλαγώ (< σαλαγή = ανησυχία, πάταγος, θόρυβος < σάλος = η εν τη θαλάσση επικρατούσα ενίοτε αναταραχή, ο κλυδωνισμός του σκάφους, το «σκαμπανέβασμα») σημαίνει: ηχώ, θορυβώ, κάνω κρότο, βουίζω (ο Ησύχιος εξηγεί: σαλαγεί = ταράσσει). Το σαλαγώ της νέας ελληνικής έχει παραπλήσια σημασία (= οδηγώ το κοπάδι με φωνές) και προφανώς – κατά τον Α.Γ.Πασπάτη - συγγενεύει με το ρήμα σαλεύω (= κινούμαι, περπατώ). Αντίθετα στη Χίο το ρήμα σαλαγιάζω έχει πάντα τη σημασία ησυχάζω (πβ. σαλάγιασε πια = ησύχασε πλέον, μείνε ήσυχος). Κατά τον Πασπάτη «πιθανόν τό ρήμα συγγενεύει μετά λέξεως Ελληνικής ακαταχωρίστου εν τοις ημετέροις λεξικοίς».


Βρουχισμένος
Βρουχισμένος = παραπονεμένος. Πρόκειται για μετοχή του ρήματος βρουχίζομαι, που προέρχεται από το βρυχώμαι (= μουγκρίζω, ουρλιάζω). Ο Αδαμάντιος Κοραής σημειώνει το βρουχούμαι (ή βρουχιούμαι), εξέλιξη του βρυχώμαι.


Ευτασά
Ευτασά = τάξη, ησυχία. Λέξη κοινή στο χωριό Νένητα της Χίου. Πιθανώς είναι εφθαρμένη η λέξη της αρχαίας ευταξία (< ευτακτέω, -ώ) = καλή τάξη, ευπείθεια στους νόμους, πειθαρχία.


Λενός
Λενός = αδύνατος, άκαρδος. Κατά τον Αδαμάντιο Κοραή η λέξη προέρχεται από συγκοπή και κακογραφία του ελεεινός. Την εκδοχή αυτή ενισχύει και η γραφή λεεινός. Κατά Κοραή: «οι παλαιοί εσύντεμναν (ποιητικώς καί Αττικώς) το ελεεινός εις το τρισύλλαβον ελεινός». Κατά τον Α.Γ.Πασπάτη (Το Χιακόν Γλωσσάριον ήτοι Η εν Χίω Λαλουμένη Γλώσσα, Εν Αθήναις 1888 ) πιθανότερη είναι η παραγωγή της λέξης από το ιταλικό επίθετο leno, που σημαίνει ανίσχυρος, αδύνατος, άκαρδος < λατ. lenis = πράος, απαλός, μαλθακός, ήπιος.


Εβέ
Εβέ = χιώτικο επιφώνημα θαυμασμού και απορίας (πβ. εβέ όμορφη που ‘σαι). Κατά τον Α.Γ.Πασπάτη πρόκειται για το αρχαίο επίρρημα αιβοί/ ειβοί (κατά τον Ι. Σταματάκο, επιφώνημα αηδίας, θαυμασμού, αλλά και γέλωτος).
 

Μηνύματα
16.601
Reaction score
4.276
Τσαρούχι


Το γνωστό υπόδημα των ευζώνων της προεδικής φρουράς παλαιότερα το φορούσαν οι χωρικοί και βοσκοί της ηπειρωτικής Ελλάδας.

Πρόκειται για μεσαιωνική λέξη (τσαρούχιν), που ετυμολογείται από το τουρκικό carik.
 

ΑΝΔΡΕΑΣ Κ.

Ιδρυτής
Μηνύματα
30.058
Reaction score
729
Τσαρούχι


Το γνωστό υπόδημα των ευζώνων της προεδικής φρουράς παλαιότερα το φορούσαν οι χωρικοί και βοσκοί της ηπειρωτικής Ελλάδας.

Πρόκειται για μεσαιωνική λέξη (τσαρούχιν), που ετυμολογείται από το τουρκικό carik.
Μπουαχαχαχα!:happy_5:
Τι μου θυμιζει, τι μου θυμιζει?"happy_1"
 


Μηνύματα
16.601
Reaction score
4.276
-ισμοί της Τέχνης


Ελεμενταρισμός
Τεχνοτροπία της ζωγραφικής, της γλυπτικής και της τυπογραφίας, που περιορίζεται στα στοιχειώδη μόνο σχήματα, τα ορθογώνια, και στα βασικά χρώματα, το κόκκινο, το μπλε και το κίτρινο. Αποτελεί δημιούργημα του μεσοπολέμου. Ετυμολογείται από τη λατινική λέξη elementum - και συν. στον πληθ. elementa (= στοιχείο). Επομένως, ελεμενταρισμός είναι η τέχνη του στοιχειώδους.


Κονστρουκτιβισμός
Μεγάλο καλλιτεχνικό κίνημα που το χαρακτηρίζει ο θαυμασμός για τις μηχανές, την τεχνολογία και τα σύγχρονα βιομηχανικά υλικά. Ξένος όρος (πβ. γαλλ. constructivisme). Η ιστορία της λέξης μας οδηγεί στο λατινικό constructus (= κατασκευασμένος), μετοχή του ρήματος construo (= κατασκευάζω). Η «κατασκευαστική» γλυπτική πρωτοφάνηκε στην προεπαναστατική Ρωσία με το γλύπτη Τάτλιν, που έκανε έργα με ποικίλες «κατασκευές», συναρμολογώντας γλυπτικά κομμάτια αφηρημένης τέχνης από διάφορα υλικά.


Νατουραλισμός
Αισθητικό κίνημα του τέλους του 19ου και των αρχών του 20ού αι. Ξένος όρος που μεταφέρθηκε στην ελληνική (πβ. γαλλ. naturalisme), ο οποίος παράγεται από τη λατινική λέξη natura (= φύση). Αποτελεί κατάληξη και υπέρβαση του ρεαλισμού του 19ου αι. και διαμορφώνεται σε μεγάλο βαθμό από τις κοινωνικές, επιστημονικές, φιλοσοφικές και ηθικές αντιλήψεις του 19ου αι. Ο νατουραλιστής λογοτέχνης επιλέγει θέματα από την καθημερινή ζωή - συχνά προκλητικά - με έμφαση στην ανθρώπινη αθλιότητα, τη διαφθορά, τις απάνθρωπες συνθήκες ζωής, τις κατώτερες ανθρώπινες ορμές και τους περιορισμούς της ελευθερίας και επιμένει στη φωτογραφική απόδοση της πραγματικότητας, στην περιγραφική λεπτομέρεια, στη σχολαστική ανάλυση, χωρίς να καταβάλει προσπάθεια ωραιοποίησης ή εξιδανίκευσης.


Ντανταϊσμός
Τεχνοτροπία της λογοτεχνίας και της ζωγραφικής που εμφανίστηκε στη Δ. Ευρώπη και τις Η.Π.Α. κατά τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αι. Εκφράζει την τάση εκείνη που - απορρίπτοντας τα καθιερωμένα αισθητικά πρότυπα και κάθε είδους καλλιτεχνική συμβατικότητα - δεν έχει καμιά λογική καλλιτεχνική πρόθεση και επιζητεί την αυτόματη καταγραφή κάθε σκέψης ή συναισθήματος στρέφοντας το ενδιαφέρον του καλλιτέχνη στο παράδοξο, το παράλογο και το φανταστικό. Θεωρείται πρόδρομος του υπερρεαλισμού (σουρεαλισμού). Η λέξη πλάστηκε από το da-da που κάνουν τα μωρά, λέξη της παιδικής γλώσσας που στα γαλλικά σημαίνει το ξύλινο αλογάκι (παιδικό παιχνίδι). Η λέξη επιλέχθηκε ως σύμβολο της απόλυτης εκφραστικής ελευθερίας του καλλιτέχνη


Φορμαλισμός
Στο χώρο των καλών τεχνών και της λογοτεχνίας είναι η τεχνοτροπία που εστιάζει και επιδιώκει (σ)τη μορφική ωραιότητα. Στη ζωγραφική, π.χ., φορμαλισμός είναι η ιδιαίτερη έξαρση στο σχήμα και στο χρώμα και όχι τόσο στα θέματα και τα νοήματά τους. Η λέξη αποτελεί μεταφορά στην ελληνική ξένου όρου (πβ. αγγλ. formalism), που ετυμολογείται από τη λατινική forma (= μορφή, σχήμα, τύπος). Αντίστοιχες ελληνικές λέξεις: μορφοκρατία, τυποκρατία.
 

Μηνύματα
16.601
Reaction score
4.276
Ιμπρεσιονισμός
Το σημαντικότερο εικαστικό κίνημα του 19ου αι. Ο όρος (< γαλλ. Impressionisme) προέρχεται από έναν πίνακα του Μονέ (Claude Monet) με τίτλο Impression: Soleil levant (γαλλ. = Εντύπωση: ήλιος που ανατέλλει) και πρωτοχρησιμοποιήθηκε για να χαρακτηρίσει όλους τους καλλιτέχνες που συμμετείχαν στην ίδια έκθεση του 1874 υπό τη γενική επωνυμία Ανώνυμη Εταιρία Ζωγράφων, Γλυπτών και Χαρακτών. Χαρακτηριστικό των ιμπρεσιονιστών ζωγράφων, οι οποίοι πρωτίστως ενδιαφέρονται να συλλάβουν την οπτική εντύπωση που προκαλεί μια σκηνή, είναι το έντονο ενδιαφέρον τους για τα παιχνίδια του φωτός. Κάθε ιμπρεσιονιστικός πίνακας, ο οποίος μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί άμεση έκφραση της διάθεσης και των αισθητικών εντυπώσεων του δημιουργού του, είναι, κατά μια έννοια, ένα «σκαρίφημα» (σε αντιδιαστολή προς το ολοκληρωμένο έργο) ή – όπως έλεγε ο ίδιος ο Μονέ – «ένα αυθόρμητο μάλλον παρά προμελετημένο έργο».


Αυτοματισμός
Στη λογοτεχνία ή τη ζωγραφική, η άρση του ελέγχου της λογικής που επιτρέπει την απελευθέρωση ασύνειδων εικόνων. Η διαδικασία αυτή συνδέθηκε στενά με το Σουρεαλισμό, ο οποίος και περιγράφεται από τον Μπρετόν στο Πρώτο Σουρεαλιστικό Μανιφέστο (1924), ως «καθαρός ψυχικός αυτοματισμός». Ο όρος θεωρείται αντιδάνειο, δεδομένου ότι ανάγεται στις λέξεις της αρχαίας ελληνικής αυτόματος (= ο εξ οικείας θελήσεως, εκούσιος, ακέλευστος, τυχαίος) και αυτοματισμός (= το ελευθέρως πράττειν, το άνευ ανθρωπίνης συμπράξεως γινόμενον, η τύχη).


Κυβισμός
Το πρώτο κίνημα αφηρημένης τέχνης του 20ου αι., που εμφανίστηκε αρχικά στη Γαλλία και χαρακτηρίζεται, σε γενικές γραμμές, από την αφαιρετική αναγωγή του πραγματικού σε βασικά σχήματα και όγκους. Ως πρώτα καθαρά κυβιστικά έργα θεωρούνται εκείνα στα οποία αντικείμενα, τοπία και άνθρωποι απεικονίζονται σαν πολύπλευρα ή πολυεδρικά γεωμετρικά στερεά. Η λέξη κυβισμός (< κυβίζω < αρχ. κύβος) αποδίδει το γαλλικό cubisme, όρος που οφείλεται στον κριτικό Λουί Βωξέλ, αλλά έχει τις ρίζες του στον Ματίς, που μιλούσε για τους «μικρούς κύβους» του Μπρακ.
 

Μηνύματα
16.601
Reaction score
4.276
Οβελίας

Ο πατροπαράδοτος πασχαλινός οβελίας, το γνωστό σουβλιστό αρνί του πασχαλινού τραπεζιού, προέρχεται από τη λέξη "οβελίας" (συν. κατά παράλειψη του άρτος) της αρχαίας ελληνικής, που σημαίνει ψωμί ψημένο στη σούβλα, στον "οβελόν".
Από την ίδια ρίζα το οβελιστήριο, κοινώς το ψητοπωλείο.
 

Μηνύματα
16.601
Reaction score
4.276
-ισμοί της Πολιτικής


Ρεφορμισμός
Πολιτική τάση που επιδιώκει την αλλαγή του πολιτικού και κοινωνικού κατεστημένου μέσω βαθμιαίων μεταρρυθμίσεων και όχι τη βίαιη ανατροπή του με επαναστατική τακτική. Στο Λεξικό της Νέας Ελληνικής του Ιω. Σταματάκου διαβάζουμε: «σοσιαλιστική τάσις πρός αντικατάστασιν της επαναστατικής τακτικής των μαρξιστών διά της τακτικής των μεταρρυθμίσεων εντός του κεφαλαιοκρατικού (= καπιταλιστικού) καθεστώτος». Η λέξη αποτελεί μεταφορά στην ελληνική του γαλλικού reformisme < reformer = μεταρρυθμίζω, τροποποιώ. Το ρήμα προέρχεται από το λατινικό reformare (re + formare < forma = μορφή), που σημαίνει αναμορφώνω, μετασχηματίζω.


Φασισμός
Ιταλική λέξη: fascismo < fascia (= δέσμη, ταινία). Η λέξη προέρχεται από το λατινικό fasces (πληθυντικός του ουσ. fascis) = «δέσμαι ράβδων, ας οι ραβδούχοι φέροντες προηγούντο των υπάτων, στρατηγών καί άλλων μειζόνων αρχών» (Στ. Κουμανούδης), δηλ. δέσμες από ράβδους, τις οποίες κρατώντας οι ραβδούχοι (οι fictores) προπορεύονταν των υπάτων, στρατηγών και των άλλων Ρωμαίων αξιωματούχων, το σύμβολο της εξουσίας των αρχόντων στην αρχαία Ρώμη. Αυτό το ρωμαϊκό έμβλημα υιοθέτησε ο Μπενίτο Μουσ(σ)ολίνι το 1919 ως σύμβολο του κινήματός του.


Μεσσιανισμός
Η λέξη εμφανίζεται στα τέλη του 19ου αι. και αποτελεί μεταφορά στην ελληνική του γαλλικού messianisme (-isme = -ισμός), που σχηματίστηκε από την ελληνιστική λέξη Μεσσίας (< εβρ. masiah = χρισμένος με λάδι). Η πίστη στην ύπαρξη ή στη μελλοντική παρουσία ενός «μεσσία» - Υπερανθρώπου, ενός σωτήρα σε θρησκευτικό και κατ’ επέκταση σε εθνικό, πολιτικό ή κοινωνικό επίπεδο, δηλ. σ’ ένα πρόσωπο με εξαιρετικές ικανότητες (= «χαρισματικό ηγέτη»), το οποίο, όπως πιστεύεται, θα λυτρώσει το λαό ή το έθνος από τα προβλήματά του. Ο μεσσιανισμός δεν περιορίζεται στη θρησκεία. Διαποτίζει ως αντίληψη και ως προσδοκία (= μεσσιανική νοοτροπία, μοιρολατρική τάση) τον πολιτικό και κοινωνικό βίο κάποιων λαών, κατεξοχήν της Ανατολής, η ζωή (κοινωνική, πολιτική, πολιτιστική) των οποίων παρουσιάζεται συχνά τραγικά υποδεέστερη. Δημιουργεί άτομα ανασφαλή και ψυχολογικά εξαρτημένα, άβουλα, πειθήνια όντα - δηλ. «υπηκόους» και όχι «ενεργούς πολίτες» - ευνοεί την επικράτηση αυταρχικών – ολοκληρωτικών καθεστώτων, αδρανοποιεί τη σκέψη και την κριτική στάση και, κατ’ αυτό τον τρόπο, υποβιβάζει την αξία και αυτονομία του ανθρώπου ως ελεύθερου και αυτεξούσιου όντος.
 

Μηνύματα
16.601
Reaction score
4.276
Λογοτεχνικές Λέξεις

Ερωτόκριτος


Διώμα
Σημασία: (χαρακτηριστική) κίνηση του σώματος, καλή εξωτερική εμφάνιση, ομορφιά, καμάρωμα. «πάσι με ζάλα μετρητά, με διώμα επορπατούσα» (Ερωτόκριτος Ε 379) «και ποιός με διώμα κάθεται και το κορμί δεν κλίνει;» (Ερωτόκριτος Β 1323) Κατά τον Φ. Κουκουλέ προέρχεται από το ιδίωμα (αρχική σημασία: ιδιαιτερότητα, χαρακτηριστικό γνώρισμα). Από την ίδια ρίζα ο διωματάρης (= χαριτωμένος). «λέγει του: "Εσύ 'σου σήμερον απ' όλους διωματάρης» (Ερωτόκριτος Β 2193)


Αντάρα
Σημασία: θόλωση της ατμόσφαιρας έπειτα από δυνατό αέρα. Ο Σκαρλάτος Δ. ο Βυζάντιος καταγράφει: Αντάρα, ίδε Ανεμοζάλη. «κι ωσάν ο ναύτης στη χιονιά και στην πολλήν αντάρα» (Ερωτόκριτος Β 555) Συγγενής λέξη με το ρήμα ανταρτεύομαι > ανταρεύομαι (= καλύπτομαι από ομίχλη, σκοτεινιάζω, ανταριάζω). Ετυμολογείται από το ρήμα της αρχαίας αναταράσσω (= ανακατώνω, κινώ ζωηρώς άνω - κάτω και θολώνω, συγχύζω).


Ζυγώνω
Σημασίες: α) καταδιώκω «και το ζυγώνω έτσι μακρά, ποτέ μου δεν το φτάνω» (Ερωτόκριτος Α 252) β) διώχνω, απομακρύνω «το 'να μου αφτί σου τα γροικά και τ' άλλο τα ζυγώνει» (Ερωτόκριτος Γ 161) γ) ζητώ να βλάψω κάποιον « Ίντα κακό σου κάμαμε κ' ίντα 'βαλες στο νου σου κ' εζύγωσες τον κύρη μου που 'τον του παλατιού σου;» (Ερωτόκριτος Ε 1340) Αρχική σημασία: πλησιάζω τον φεύγοντα (βλ. Χατζιδάκις ΜΝΕ 1, σ.143). Ετυμολογείται από το αρχαίο ρήμα ζυγόω, -ώ (= υποβάλλω εις τον ζυγόν, συνάπτω ομού, συνδέω).


Κανάκι
Σημαίνει το χάδι. Ο Σκαρλάτος Δ. ο Βυζάντιος αναφέρει: Κανάκια (τα), ίδε Χάδια. Η λέξη είναι μεσαιωνική και ετυμολογείται από την αρχαία καναχή (= οξύς ήχος, ιδίως η κλαγγή μετάλλου, < κανάσσω, πβ. λατ. cano = τραγουδώ). «κι ανάθρεψέ το η μάνα του δίχως κυρού κανάκι» (Ερωτόκριτος Β 598) Ομόρριζο το ρήμα κανακίζω (= χαϊδεύω). «να κανακίση στο πανί με σπλάχνος την κερά του» (Ερωτόκριτος Α 1806) Επίσης, κανάκισμα (= χάδι). «τα τόσα κανακίσματα θωρώ πως εδιαβήκα» (Ερωτόκριτος Γ 1205) Από το κανάκι ετυμολογείται και ο κανακάρης, ο (παρα)χαϊδεμένος και μεγαλωμένος με περιποιήσεις και φροντίδες γυιος.


Μανίζω
Σημασίες: α) θυμώνω «κ' εμίλειε τση σα μάνα τση κι ωσά γονής μανίζει» (Ερωτόκριτος Α 900) β) με αιτιατική: αντιτίθεμαι σε κάποιον ή κάτι « Ωσάν το μαύρο νέφαλο που άνεμος το μανίζει» (Ερωτόκριτος Β 2127) γ) εξοργίζω (πιθανή σημασία) «Στανιό της δεν τήνε ζητώ κ' η φύση το μανίζει» (Ερωτόκριτος Ε 531) Μτχ. μανισμένος «στου βασιλιού το πρόσωπον αν είναι μανισμένος» (Ερωτόκριτος Α 1911) Η λέξη ετυμολογείται από το αρχαίο μαίνομαι (αορ. εμάνην) = καταλαμβάνομαι από μανία, από παράφορη οργή, παραφέρομαι, είμαι εκτός εαυτού, είμαι ή συμπεριφέρομαι ως παράφρων.
 

Μηνύματα
16.601
Reaction score
4.276
Γιόμα
Γιόμα ή γέμα. Το γεύμα και, συνεκδοχικά, η ώρα του γεύματος, το μεσημέρι.Πβ. γοργά ντύσου, γοργά άλλαξε, γοργά να πας το γιόμα (δημοτικό) Η λέξη είναι μεσαιωνική και προέρχεται από τη λέξη της αρχαίας ελληνικής γεύμα (< γεύομαι).


Ντέμπλα
Ντέμπλα ή και δέμπλα. Ψηλό και ίσιο ραβδί για το ράβδισμα των ελιών. Ετυμολογείται πιθανώς από το λατινικό templum [= πλινθίον όπερ οι οιωνοσκοπούντες εν τω ουρανώ περιέγραφον / ιερός τόπος, το ιερόν, πιθ. < τέμνω].


Αμάδα
Μικρός δισκοειδής ή πλακόσχημος λίθος που χρησιμοποιείται και σαν παιδικό παιχνίδι (συν. στον πληθ. αμάδες).Στην Αυτοβιογραφία του Θεοδώρου Κολοκοτρώνη διαβάζουμε:«… Οι Τούρκοι με έμαθαν ότι ήλθα και με ενόμιζαν ότι ήλθα με 5 ή με 6000. Εγώ ήμουν με τέσσερους. Ήλθαν Αρκαδινοί και Μιστριώται Τούρκοι με ραγιάτικα σκουτιά ενδεδυμένοι, και ήλθαν να ιδούν με πόσους ήμουν. Και εγώ έπαιζα ταις αμάδαις. Και εγύρισαν οπίσω και έλεγαν ότι: ευρήκαμεν ένα γέρο και έπαιζε ταις αμάδαις…». Η λέξη, κατά μια εκδοχή, προέρχεται από την ομάδα – προφανώς επειδή οι αμάδες παίζονται από πολλούς.Κατά τον Σ.Δεινάκη, προέρχεται από το ουσιαστικό σημάδα = παράλληλος τύπος της λέξης σημάδι [> σαμάδα > αμάδα], και πιθανότατα από τη συνεκφορά τις σαμάδες (αιτ. πληθ.) με λανθασμένο μορφολογικό χωρισμό.Το Λεξικό του Δ.Δημητράκου καταγράφει την παροιμιώδη φράση: «αμάδες θα παίξουμε;» και ερμηνεύει: με παιδαριώδη θα ασχοληθούμε;


Γιορντάνι
Η λέξη παραδίδεται και ως γκερντάνι. Λαϊκή λέξη. Σημασία: περιδέραιο (συν. με χρυσά ή ασημένια νομίσματα), στολίδι.Ετυμολογείται από το τουρκ. gerdan (= λαιμός).


Μαλάγρα
Μείγμα συνήθως από ψωμί, τυρί ή αλεσμένο ψάρι, που πετούν στη θάλασσα οι ψαράδες ως δόλωμα κυρίως για μελανούρια, κεφάλους ή σαργούς, όταν ψαρεύουν με καλάμι. Λέγεται και μπασμός.Ετυμολογείται από το ρήμα της αρχαίας μαλάσσω (= μαλάζω) < μαλακός.
 

lakiss51

"Επαγγελματίας"
Μηνύματα
11.826
Reaction score
2.427
Απάντηση: ΟΜΙΛΕΙΤΕ ΕΛΛΗΝΙΚΑ;

Αμάδα
Μικρός δισκοειδής ή πλακόσχημος λίθος που χρησιμοποιείται και σαν παιδικό παιχνίδι (συν. στον πληθ. αμάδες).Στην Αυτοβιογραφία του Θεοδώρου Κολοκοτρώνη διαβάζουμε:«… Οι Τούρκοι με έμαθαν ότι ήλθα και με ενόμιζαν ότι ήλθα με 5 ή με 6000. Εγώ ήμουν με τέσσερους. Ήλθαν Αρκαδινοί και Μιστριώται Τούρκοι με ραγιάτικα σκουτιά ενδεδυμένοι, και ήλθαν να ιδούν με πόσους ήμουν. Και εγώ έπαιζα ταις αμάδαις. Και εγύρισαν οπίσω και έλεγαν ότι: ευρήκαμεν ένα γέρο και έπαιζε ταις αμάδαις…». Η λέξη, κατά μια εκδοχή, προέρχεται από την ομάδα – προφανώς επειδή οι αμάδες παίζονται από πολλούς.Κατά τον Σ.Δεινάκη, προέρχεται από το ουσιαστικό σημάδα = παράλληλος τύπος της λέξης σημάδι [> σαμάδα > αμάδα], και πιθανότατα από τη συνεκφορά τις σαμάδες (αιτ. πληθ.) με λανθασμένο μορφολογικό χωρισμό.Το Λεξικό του Δ.Δημητράκου καταγράφει την παροιμιώδη φράση: «αμάδες θα παίξουμε;» και ερμηνεύει: με παιδαριώδη θα ασχοληθούμε;


Ποσοι απο εσας παιξατε αμαδες; (λιγο οff, πειραζει;)
 

Μηνύματα
16.601
Reaction score
4.276
Αντιδάνεια


Καλέμι
Γραφίδα από είδος λεπτού καλαμιού, κατάλληλα διαμορφωμένη στην άκρη, για να γράφει την παλιά τουρκική γραφή. Μηδέ καλέμι ουλεμά τα ντέρτια μου δέ γράφει. Γλωσσικό αντιδάνειο: από την τούρκικη λέξη kalem, που αποδίδει το αραβικό kalam, το οποίο προέρχεται από την ελληνική λέξη κάλαμος!


Κάμπος
Μεσαιωνική λέξη. Σχηματίστηκε από το λατινικό campus (= η πεδιάδα, το πεδίο). Η ρίζα της λέξης cap- συναντάται στη λέξη της αρχαίας ελληνικής κήπος (= περιβόλι, κήπος).


Σινεμά
Από το γαλλικό cinema, σύντμηση του σύνθετου cinematographe (< cinemato- + -graphe), που είναι ελληνική λέξη, καθόσον τα δύο συνθετικά της παραπέμπουν το πρώτο στο ουσιαστικό κίνημα (, -τος < κινώ) και το δεύτερο στο ρήμα γράφω. Στη συνέχεια, το σινεμά, ο κινηματογράφος ελληνιστί, πήρε ελληνική κατάληξη και έγινε σινεμάς, και υποκοριστική κατάληξη και έγινε σινεμαδάκι.


Καλέμι
Αιχμηρό σιδερένιο εργαλείο των λιθοξόων, ξυλουργών κ.α. τεχνιτών, που χρησιμοποιείται στη λάξευση σκληρών επιφανειών. Συνώνυμες λέξεις: σμίλη, γλυφίδα (< αρχ. γλυφίς, -ίδος < γλύφω) και γλύφανο. Από την τούρκικη λέξη kalem, που αποδίδει το αραβικό kalam, το οποίο προέρχεται από την ελληνική λέξη κάλαμος (= καλάμι [κυρίως το πετροκάλαμον, κατά τον Σκαρλάτο Δ. τον Βυζάντιο], είδος αυλού, γραφίδα, και γενικότερα καλαμένιο εργαλείο).


Πέναλτι
Λέξη της αγγλικής: penalty (= ποινή, τιμωρία), η οποία ανάγεται στο λατινικό poena, που αποτελεί μεταγραφή της αρχαίας ελληνικής λέξης ποινή.
 

Μηνύματα
4.830
Reaction score
3
Συμπέρασμα: Η συντριπτκή πλειοψηφία των λέξεων έχουν την ρίζα τους στην γλώσσα των προγόνων μας. ΟΛΕ, ΟΛΕ, ΟΛΕ.....
 

Μηνύματα
16.601
Reaction score
4.276
Σπάλα
Ώμος, ακριβέστερα το οστό της ωμοπλάτης, κυρίως μεγαλόσωμων ζώων. Μεσαιωνική λέξη. Από το ιταλικό spalla, που προέρχεται από τη λατινική λέξη spat(h)ula (= σπάθη, πλάτη, πλευρά), υποκοριστικό του spat(h)a, μεταγραφή της αρχαίας ελληνικής λέξης σπάθη. Η λέξη ετυμολογείται από Ινδοευρωπαϊκή ρίζα *spadh- (= μακρύ και επίπεδο κομμάτι ξύλου) και, κατά τη διατύπωση του Γ. Μπαμπινιώτη, περιέγραφε στην αρχαιότητα πλήθος εργαλείων και όπλων με κοινό χαρακτηριστικό το πλατύ και επίπεδο σχήμα, όπως είναι το πλατύ μέρος του κουπιού, η σπάτουλα, το ξύλο με το οποίο χτυπούσαν το υφάδι του αργαλιού, η ωμοπλάτη και, κυρίως, το σπαθί με πλατιά λεπίδα.


Βόμβα
Μεταγραφή στην ελληνική της ιταλικής λέξης bomba. Η μορφή με την οποία επικράτησε η λέξη (βόμβα αντί μπόμπα) οφείλεται στην προσπάθεια των λογίων, κατά τον «εξελληνισμό» των ξένων λέξεων, να αποδώσουν τους ξένους φθόγγους όχι φωνητικά με τους αντίστοιχους ελληνικούς (οπότε το b θα έπρεπε να αποδοθεί ως μπ) αλλά με λογιότερους φθόγγους (β αντί μπ). Η λέξη αποτελεί γλωσσικό αντιδάνειο, καθώς η ιταλική bomba προέρχεται από τη λατινική λέξη bombus, η οποία αποδίδει την ελληνική λέξη βόμβος (= ήχος συνεχής και υπόκωφος, βαρύς και βαθύς): αλλά διά την βαρύτητα της φωνής βόμβος τις εν τω οικήματι γιγνόμενος ασαφή εποίει τα λεγόμενα (Πλάτωνα Πρωταγόρας 316 a).


Βίλα
Μεγάλη και πολυτελής (συν. εξοχική) κατοικία με κήπο· έπαυλη. Η λέξη είναι αντιδάνειο. Προέρχεται από το ιταλικό villa, λέξη που ετυμολογείται από το λατινικό viculus (= κωμίδιον, μικρά κώμη), υποκοριστικό του vicus = κώμη, λέξη που ανάγεται στο αρχαίο ελληνικό οίκος (πβ. vestis < εσθής, vinum < οίνος).


Πιάτο
Αντιδάνειο: η λέξη προέρχεται από το ιταλ. piatto, που ετυμολογείται από το λατιν. plattus, το οποίο σχηματίστηκε από το επίθετο της αρχαίας ελληνικής πλατύς.


Μπράβο
Επιφώνημα με σημασία επαίνου – επιδοκιμασίας ή θαυμασμού. Ιταλογενής λέξη (bravo!), που – ανέλπιστα – αποτελεί αντιδάνειο, καθώς μέσω του λατινικού barbarus ανάγεται στο ελληνικό βάρβαρος
 

Μηνύματα
16.601
Reaction score
4.276
Σκίτσο
Πρόχειρο σχέδιο που γίνεται με πολύ απλές και γρήγορες γραμμές, κυρίως ως πρώτη προσπάθεια σύνθεσης των βασικών στοιχείων ενός μελλοντικού καλλιτεχνικού έργου. Η ιταλική λέξη schizzo που μεταφέρθηκε στη Νέα Ελληνική ως σκίτσο συνδέεται με το λατινικό schedium (= σχέδιον, σχεδίασμα, αυτοσχέδιον ποίημα) που πραπέμπει στο ελληνικό σχέδιον (< σχέδιος, -α, -ον = πεποιημένος εκ του προχείρου, πρόχειρος).


Κιλό
Η γνωστή μονάδα βάρους προέρχεται από το γαλλικό kilo, σύντμηση του kilogramme, λέξη που συνδέεται με το ελληνικό χιλιόγραμμον και ανάγεται στο αριθμητικό της αρχαίας χίλιοι.


Πιένες
Η μεγάλη προσέλευση, η συρροή κοινού κυρίως σε θέατρο ή σε συναυλία – συνήθως στη φράση έχω ή γνωρίζω (μεγάλες) πιένες. Η λέξη προέρχεται από το ελληνικό πλήρης, το οποίο στα λατινικά έγινε plenus και στη συνέχεια στην ιταλική pieno. Η γεμάτη στα ιταλικά είναι piena, λέξη την οποία πήραμε με τη σημασία κοσμοσυρροή, πλήθος κόσμου.


Σαρίκι
Λεπτό άσπρο ύφασμα που τυλίγεται γύρω από το φέσι μουσουλμάνων ιερέων ή αξιωματούχων. Με ή χωρίς τη μεσολάβηση της τουρκικής λέξης sarik, το σαρίκι προέρχεται από το μεσαιωνικό καισαρίκιον, που ήταν το στέμμα του Καίσαρος, του δεύτερου βασιλιά, του συμβασιλεύοντος, στο Βυζάντιο. Στη συνέχεια ονομάστηκαν καισαρίκια τα σαρίκια των κοινών θνητών και ό,τι άλλο έμοιαζε μ’ αυτά.


Τσαμπούνα
Λαϊκό πνευστό μουσικό όργανο, που αποτελείται από ένα δερμάτινο ασκό στον οποίο είναι προσαρμοσμένοι οι αυλοί για την παραγωγή του ήχου (πβ. άσκαυλος). Η μεσαιωνική *τσαμπούνα (πβ. τσαμπουνίζω) προέρχεται από το ιταλικό zampogna, εξέλιξη του λατινικού symphonia, μεταγραφή στη λατινική του ουσιαστικού της αρχαίας συμφωνία στην ελληνιστική σημασία «μουσικό όργανο, αυλός». Μ’ αυτή τη σημασία πέρασε μέσω των λατινικών στην ιταλική και επέστρεψε στην Ελλάδα ως τσαμπούνα, για να γεννήσει το ρήμα τσαμπουνώ, που σημαίνει παίζω τη τσαμπούνα και μεταφορικά τραγουδώ, φλυαρώ ακατάπαυστα λέγοντας ασυναρτησίες.
 

Μηνύματα
16.601
Reaction score
4.276
Καναπές
Ο γαλλικός καναπές (< canape) συνδέεται με το αρχαιοελληνικό κωνώπιον (υποκοριστικό του κώνωψ = κουνούπι)...
Κωνώπιoν ή κωνωπείον ονομαζόταν η κλίνη μετά λεπτών παραπετασμάτων πρός αποκώλυσιν των κωνώπων (όπως η σημερινή κoυνoυπιέρα).
Στην Π. Διαθήκη διαβάζoυμε ότι η Ιουδήθ, όταν έσφαξε τον Ολοφέρνη, «αφείλε το κωνώπιον από των στύλων», δηλαδή «έβγαλε την κoυνoυπιέρα από τoυς στύλoυς» (Ioυδήθ 13.9).
Η λέξη πέρασε και στα λατινικά, ως conopeum και από εκεί στα μεσαιωνικά γαλλικά ως conope, για να καταλήξει στον νεοελληνικό καναπέ – μετά ή άνευ κωνώπων...



Γάμπα
Η ιταλική gamba – που κατάγεται από το μεταγενέστερο λατινικό gamba – συνδέεται, απρόβλεπτα ίσως, με το δωρικό καμπά, την καμπή (στην Αττική διάλεκτο), και ακριβέστερα με την καμπή του ποδός (= κύρτωμα του ποδιού), που ανατομικά ορίζει τη γάμπα.



Καρότο
Πρόκειται για το ελληνικότατο καρωτόν (ο Αθήναιος παρατηρεί: το δε καρωτόν καλούμενον, μέγας δ’ εστι και ευαξής σταφυλίνος, ευχυλότερόν εστι του σταφυλίνου και μάλλον θερμαντικώτερον), που δημιούργησε το λατινικό carota, -ae κι αυτό με τη σειρά του το ιταλικό carota, το οποίο εισήχθη ως καρότα (η)/ καρότο (το).
Αν θέλουμε λοιπόν να είμαστε συνεπείς στην αρχαιοελληνική καταγωγή της λέξης, ορθογραφούμε καρώτο, αποφεύγοντας την απλοποιημένη (και διαδεδομένη) γραφή καρότο, που θυμίζει περισσότερο την πρόσφατη ιταλική ρίζα της λέξης.


Μπάνιο
Το αρχαιοελληνικό βαλανείον (= λουτρό) μετανάστευσε στη Ρώμη ως balneum.
Στη συνέχεια η εξέλιξη της λέξης είναι προβλέψιμη: Οι Ιταλοί κληρονόμησαν τη λατινική λέξη και τη συμμόρφωσαν ως bagno, λέξη που στη μεσαιωνική ελληνική ελληνοποιήθηκε ως μπάνιο


Φουντούκι
Στην αρχαία Ελλάδα τα φουντούκια ονομάζονταν Ηρακλεωτικά (εκ της εν Πόντω Ηρακλείας), Ποντικά ή Σινωπικά κάρυα.
Στην αρχαία ελληνική η λέξη κάρυον (κατά το Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης του Γουλιέλμου Πάπε) σημαίνει το καρύδι. Αλλά πλήν των κυρίως καρύων οι παλαιοί καλούσι κάρυα τα έτι και νυν λεπτοκάρυα ονομαζόμενα, τα φουντούκια.
Σιγά σιγά το ουσ. κάρυα εξέπεσε κι έτσι το επίθετο που το συνόδευε (κυρίως το Ποντικά) σήμαινε μόνο του – χωρίς δηλ. τη συνοδεία του ουσ., όπως σε πολλές περιπτώσεις συμβαίνει – τα φουντούκια.
Αυτά τα γνώρισαν οι Άραβες όταν ήρθαν σε επαφή με το Βυζάντιο κι από αυτούς το πήραν οι Τούρκοι, οι οποίοι σχημάτισαν τη λέξη findik, από τους οποίους το ξαναπήραμε εμείς μεταπλασμένο ως φουντούκι...
 

Μηνύματα
16.601
Reaction score
4.276
Φιντάνι
Το νέο φυτό, το βλαστάρι και (μεταφορικά) το νεαρό – πρωτοεμφανιζόμενο άτομο. Πρόκειται για αντιδάνειο (βλ. A. Maidhof): η λέξη ετυμολογείται από το τουρκ. fidan, που σχηματίστηκε από το μεταγενέστερο ελληνικό ουσ. φυτάνη (< αρχ. φύω/ φύομαι = γεννώ, παράγω, φυτρώνω, αυξάνομαι).


Τόννος
Η λέξη αποτελεί αντιδάνειο. Συγκεκριμένα, προέρχεται από το ιταλ. tonno, το οποίο – μέσω του λατ. thynnus – συνδέεται με το ουσ. της αρχαίας ελληνικής θύννος (= είδος ιχθύος μεγάλου, εν τη Μεσογ. Θαλάσση ζώντος καί πολύ νοστίμου εις βρώσιν). Ο θύννος ετυμολογείται από το ρήμα θύνω (= κινούμαι σφοδρώς, ορμητικώς), ένεκα της ταχείας του κινήσεως.


Μπουκάλι
Το μπουκάλι – και η μπουκάλα (μεγεθυντικό ουσ.) – είναι μεσαιωνικό αντιδάνειο. Σχηματίστηκε από το ιταλ. boccale, εξέλιξη του λατ. baucalis, μεταγραφή στη λατινική του ουσ. της αρχαίας ελληνικής βαύκαλις (= χαλκούν ή πήλινον αγγείον πρός ψυχρασίαν του ύδατος ή του οίνου).


Τεφτέρι
Σημειωματάριο, τετράδιο στο οποίο οι μπακάληδες έκαναν λογαριασμούς και σημείωναν τα βερεσέδια: κατάστιχο. Αντιδάνεια λέξη: όψιμο μεσαιωνικό ουσιαστικό, από το τουρκικό defter, το οποίο προήλθε από το μεσαιωνικό διφθέριον, υποκοριστικό της αρχαίας ελληνικής διφθέρας (κατεργασμένο δέρμα, που το χρησιμοποιούσαν για να γράφουν πρό της εφευρέσεως του χάρτου). Η χρησιμοποίηση της διφθέρας ως υλικού γραφής ήταν τόσο παλαιά ώστε έγινε και παροιμία: αρχαιοτέρα της διφθέρας λέγεις.


Νόρμα
Το κοινώς αποδεκτό πλαίσιο συμπεριφοράς που επιβάλλει μια κοινωνία στα μέλη της, το οποίο συνδέεται με τις διαδικασίες κοινωνικοποίησης του ατόμου. Αντιδάνειο: από το ιταλ. norma, που προέρχεται από το λατ. ουσ. norma (= κανών, γνώμων, σημείον δι’ ου γιγνώσκεταί τι), λέξη η οποία σχηματίστηκε από την αιτ. γνώμωνα του ουσ. της αρχαίας ελληνικής γνώμων (πβ. το ρήμα της λατ. nosco που συνδέεται ετυμολογικά με το γιγνώσκω της αρχαίας, το notus με το γνωτός κ.τ.ο.).
 

Μηνύματα
16.601
Reaction score
4.276
Δοκησίσοφος
Ο κατά φαντασίαν σοφός, ο μωρόσοφος, ο οιηματίας (< οίημα = γνώμη, έπαρση < οίομαι = νομίζω), ο επηρμένος δια τας γνώσεις του. Σύνθετη λέξη της αρχαίας ελληνικής: δόκησις [= γνώμη, πίστη, δοξασία < δοκέω, -ώ = νομίζω, φαντάζομαι, φαίνομαι, θεωρούμαι] + σοφός.


Επαμφοτερίζω
Σημασία: κλίνω άλλοτε προς το ένα και άλλοτε προς το άλλο μέρος, αμφιταλαντεύομαι, αμφιρρέπω. Ρήμα της αρχαίας: επαμφοτερίζω (= ίσταμαι εν τω μέσω, μετέχω δύο ή περισσοτέρων πραγμάτων/ αμφιβάλλω/ κλίνω ποτέ μέν πρός τήν μίαν, ποτέ δέ πρός τήν άλλην πολιτικήν μερίδα/ είμαι ουδέτερος/ εκλαμβάνομαι διττώς) < επί + -αμφοτερίζω < επιμεριστική αντωνυμία αμφότεροι (= και ο ένας και ο άλλος).


Αλαφροήσκιωτος
Αλαφροήσκιωτος και ελαφροήσκιωτος. Ο έχων ελαφράν την σκιάν, αυτός που, κατά τη λαϊκή παράδοση και τις λαϊκές δοξασίες, έχει την ικανότητα, το χάρισμα, να διακρίνει μη αισθητά όντα (αόρατες δυνάμεις: στοιχειά, φαντάσματα, ξωτικά, ήσκιους κ.τ.ο.). Σύνθετη λέξη από το επίθ. ελαφρός/αλαφρός και το ουσ. ήσκιος. Αλαφροήσκιωτε καλέ, για πες απόψε τι ‘δες (Δ.Σολωμός, ελεύθεροι Πολιορκημένοι, Σχεδίασμα Γ΄)


Κήνσορας
Ο κήνσορας (< κήνσωρ/κένσωρ) προέρχεται από το λατινικό censor (= ο τιμητής, δηλ. Ρωμαίος αξιωματούχος ο οποίος εξέταζε και κατέγραφε το όνομα, τα κτήματα και τον βίον εκάστου των πολιτών, προκειμένου να τον κατατάξει στην προσήκουσα τάξη). Σημασία: πρόσωπο που εμφανίζεται και δρα ως «τιμητής» των άλλων, που τους αξιολογεί και τους κατατάσσει, κυρίως με επιφανειακά και ανελαστικά κριτήρια και διάθεση επικριτική (Μπαμπινιώτης).


Συμπίλημα
Το συνονθύλευμα, το χαρμάνι, αυτό που προκύπτει από τη συνένωση συνήθως ετερόκλιτων πραγμάτων. Παράγωγο του αρχαίου ρήματος συμπιλέω, -ώ = συμπιέζων τι ισχυρώς συσσωματώ αυτό εις ενιαίαν μάζαν/ μεταφορικά, συσσωρεύω, συμφύρω ατέχνως και αδεξίως περικοπάς, γνώμας, ιδέας κλπ. εκ διαφόρων πηγών. Ενδιαφέρουσα η παραγωγή του συμπιλέω, -ώ από την πρόθεση σύν και το ρήμα πιλέω ή πιλόω, -ώ (= συνωθούμαι, συνθλίβομαι) < πίλος (= έρια ή τρίχες κατειργασμέναι διά συμπιέσεως εις πυκνόν πίλημα, μάλλινον ύφασμα, μάλλινον κάλυμμα της κεφαλής, σκούφος, καπέλο).
 

Μηνύματα
16.601
Reaction score
4.276
Ψάθα
Φυτό που φυτρώνει σε βάλτους και συνεκδοχικά κάθε στρώμα που κατασευάζεται από πλεγμένα στελέχη αυτού του φυτού. Πλέον, ψάθα ονομάζεται οποιοδήποτε αντικείμενο είναι πλεγμένο από ίνες αγρωστοειδών φυτών.
Ψάθα είναι η εξέλιξη της μεσαιωνικής λέξης ψαθί, το οποίο προέρχεται από το αρχαίο ψιάθιον, υποκοριστικό της λέξης ψίαθος. Η ετυμολογία της λέξης είναι άγνωστη.
 


Staff online

ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΑ

Threads
175.856
Μηνύματα
3.030.859
Members
38.508
Νεότερο μέλος
Ioanniss
Top