- Μηνύματα
- 968
- Reaction score
- 1.674
"Η τρέλα σ' όλα τα στάδια" (Γιωργής Ζάρκος)
Η παθητική διαμαρτυρία της παλινδρόμησης
• Ο Αναστάσης τρελάθηκε με το διωγμό και τις σφαγές που γίνανε στη Μικρασιατική καταστροφή. […] Ήτανε έμπορας υφασμάτων. […] με πρόσωπο που δεν έχει καμιά έκφραση, όλη μέρα μένει σκυφτός αποβλακωμένος χωρίς να μιλάει. Αυνανίζεται ταχτικά, γυμνώνεται όταν τον στενοχωρούνε τα ρούχα του, και τρώει μόνον όταν του δίνουνε. Όταν πεινάει δεν ζητάει αλλά πηγαίνει στις βούτες και τα αποχωρητήρια, αν είναι ημέρα και τον έχουνε έξω, και τρώει ακαθαρσίες. Η μάνα του, μια δυστυχισμένη γριούλα, που τον έχει μονάκριβο, δουλεύει και κοιμάται μέσα στο τρελοκομείο, πλύστρα. Πλένει τρεις φορές την εβδομάδα τις μπλούζες και τα εσώρουχα των δύο νοσοκόμων που είναι στο διαμέρισμα τού γυιού της για να της τον περιποιούνται. […] Την ημέρα τον δένει, ο νοσοκόμος, με μια αλυσίδα στα κάγκελα, για να μην πηγαίνει στα αποχωρητήρια και τρώει ακαθαρσίες. (σελ. 34)
"Η αλυσοδεμένη"
• Σ' αυτό το χώρο, στις κολόνες ήτανε δεμένος ένας γυμνός και με ένα τσουβάλι -που το είχε φορέσει κι από μια τρύπα έβγαινε το κεφάλι του- προσπαθούσε να κρύψει τη γύμνια του. Εφώναζε […] Φώναζε δυνατά και γρήγορα σαν κείνες τις φωνές που βγάνουνε, στις ταβέρνες, οι μεθυσμένοι όταν μαλώνουνε. Χάμω το τσιμέντο ήτανε βρεμένο με κάτουρα και λερωμένο από ακαθαρσίες δικές του. […] Σε μια άλλη κολόνα ένα γέρος, ολόγυμνος, με πρησμένα χέρια και πόδια, ήτανε δεμένος, με μια φαρδιά ζώνη πέτσινη, από τη μέση… γιατί δεν μπορούσανε να τον δέσουνε με αλυσίδα, ούτε από τα πληγιασμένα του πρησμένα χέρια, ούτε από τα πόδια που ήσαντε το ίδιο κι αυτά πρησμένα. Αυτός γέλαγε, τραγούδαγε και φώναζε: «Εγώ είμαι ο Πασχαλίδης· ακούτε ρε σεις τρελοί: είμαι ο Πρόεδρος των Κουμουνιστών των τρελοκομείων. Το πρόγραμμά μου είναι: στις ζωντοχήρες θα δώσω δύο άντρες, τις χήρες και τις λεύτερες θα τις παντρέψω, τις παντρεμένες θα τις χωρίσω. Φυσική τρέλλα εγώ δεν έχω: έχω μηχανική τρέλλα, επιστημονική τρέλλα, τρέλλα της φτώχειας, τρέλλα της δυστυχίας, πραχτική τρέλλα και ερωτική τρέλλα… έχω πέντε ειδών τρέλες…»
[…] και σε όλη την τραπεζαρία, χάμω το τσιμέντο ήτανε γεμάτο από ακαθαρσίες ανθρώπινες και κάτουρα, που τα είχανε κάνει οι τρελοί, που ξενυχτήσανε δεμένοι. Κάτι χειρότερο από αποχωρητήριο ήτανε και όχι τραπεζαρία αυτό το υπόστεγο… (σελ. 69-70)
• Στον θάλαμο [των χεζάκηδων] μένουνε παιδιά 15-18 χρονών μισοπαράλυτα, επιληπτικά, μουγκά… Όλη τη νύχτα αλείβονται με τις ακαθαρσίες τους -κοιμούνται καβάλα τόνα απάνω στάλλο, τα κάνουνε απάνω τους, αλείβονται μ' αυτά… Κάθε πρωί -όπως κι αυτό το πρωί- τα γδύνει ο νοσοκόμος και με τη βοήθεια δύο που είναι μισότρελα τα πλακώνει με ντενεκέδες νερό που τους ρίχνει με ορμή σαν να πλένει κατάστρωμα βαποριού… τους φοράει καθαρά ρούχα, τα βγάζει έξω να λιαστούνε γιατί τρέμουνε από το κρύο και μετά σφουγγαρίζει το θάλαμο. (σελ. 106)
Η παθητική διαμαρτυρία της παλινδρόμησης
• Ο Αναστάσης τρελάθηκε με το διωγμό και τις σφαγές που γίνανε στη Μικρασιατική καταστροφή. […] Ήτανε έμπορας υφασμάτων. […] με πρόσωπο που δεν έχει καμιά έκφραση, όλη μέρα μένει σκυφτός αποβλακωμένος χωρίς να μιλάει. Αυνανίζεται ταχτικά, γυμνώνεται όταν τον στενοχωρούνε τα ρούχα του, και τρώει μόνον όταν του δίνουνε. Όταν πεινάει δεν ζητάει αλλά πηγαίνει στις βούτες και τα αποχωρητήρια, αν είναι ημέρα και τον έχουνε έξω, και τρώει ακαθαρσίες. Η μάνα του, μια δυστυχισμένη γριούλα, που τον έχει μονάκριβο, δουλεύει και κοιμάται μέσα στο τρελοκομείο, πλύστρα. Πλένει τρεις φορές την εβδομάδα τις μπλούζες και τα εσώρουχα των δύο νοσοκόμων που είναι στο διαμέρισμα τού γυιού της για να της τον περιποιούνται. […] Την ημέρα τον δένει, ο νοσοκόμος, με μια αλυσίδα στα κάγκελα, για να μην πηγαίνει στα αποχωρητήρια και τρώει ακαθαρσίες. (σελ. 34)
"Η αλυσοδεμένη"
• Σ' αυτό το χώρο, στις κολόνες ήτανε δεμένος ένας γυμνός και με ένα τσουβάλι -που το είχε φορέσει κι από μια τρύπα έβγαινε το κεφάλι του- προσπαθούσε να κρύψει τη γύμνια του. Εφώναζε […] Φώναζε δυνατά και γρήγορα σαν κείνες τις φωνές που βγάνουνε, στις ταβέρνες, οι μεθυσμένοι όταν μαλώνουνε. Χάμω το τσιμέντο ήτανε βρεμένο με κάτουρα και λερωμένο από ακαθαρσίες δικές του. […] Σε μια άλλη κολόνα ένα γέρος, ολόγυμνος, με πρησμένα χέρια και πόδια, ήτανε δεμένος, με μια φαρδιά ζώνη πέτσινη, από τη μέση… γιατί δεν μπορούσανε να τον δέσουνε με αλυσίδα, ούτε από τα πληγιασμένα του πρησμένα χέρια, ούτε από τα πόδια που ήσαντε το ίδιο κι αυτά πρησμένα. Αυτός γέλαγε, τραγούδαγε και φώναζε: «Εγώ είμαι ο Πασχαλίδης· ακούτε ρε σεις τρελοί: είμαι ο Πρόεδρος των Κουμουνιστών των τρελοκομείων. Το πρόγραμμά μου είναι: στις ζωντοχήρες θα δώσω δύο άντρες, τις χήρες και τις λεύτερες θα τις παντρέψω, τις παντρεμένες θα τις χωρίσω. Φυσική τρέλλα εγώ δεν έχω: έχω μηχανική τρέλλα, επιστημονική τρέλλα, τρέλλα της φτώχειας, τρέλλα της δυστυχίας, πραχτική τρέλλα και ερωτική τρέλλα… έχω πέντε ειδών τρέλες…»
[…] και σε όλη την τραπεζαρία, χάμω το τσιμέντο ήτανε γεμάτο από ακαθαρσίες ανθρώπινες και κάτουρα, που τα είχανε κάνει οι τρελοί, που ξενυχτήσανε δεμένοι. Κάτι χειρότερο από αποχωρητήριο ήτανε και όχι τραπεζαρία αυτό το υπόστεγο… (σελ. 69-70)
• Στον θάλαμο [των χεζάκηδων] μένουνε παιδιά 15-18 χρονών μισοπαράλυτα, επιληπτικά, μουγκά… Όλη τη νύχτα αλείβονται με τις ακαθαρσίες τους -κοιμούνται καβάλα τόνα απάνω στάλλο, τα κάνουνε απάνω τους, αλείβονται μ' αυτά… Κάθε πρωί -όπως κι αυτό το πρωί- τα γδύνει ο νοσοκόμος και με τη βοήθεια δύο που είναι μισότρελα τα πλακώνει με ντενεκέδες νερό που τους ρίχνει με ορμή σαν να πλένει κατάστρωμα βαποριού… τους φοράει καθαρά ρούχα, τα βγάζει έξω να λιαστούνε γιατί τρέμουνε από το κρύο και μετά σφουγγαρίζει το θάλαμο. (σελ. 106)