- Μηνύματα
- 5.776
- Reaction score
- 1.187
Απάντηση: Re: Απάντηση: Re: Απάντηση: "Vintage Decks & Amplifiers Club"
Πόλωση: Στην κασέτα δεν γράφεται απευθείας το σήμα ως έχει. Γράφεται μία υψηλή συχνότητα "οδηγός" που λέγεται συχνότητα πόλωσης bias. Πάνω σε αυτή την συχνότητα με κατάλληλη διαμόρφωση προστίθεται το προς εγγραφήν σήμα.
Η συχνότητα πόλωσης δεν είναι η ίδια για όλες τις κασέτες. Διαφέρει όχι μόνο ανάλογα με τον τύπο (απλές, χρωμίου, φερροχρωμίου, μετάλλου) αλλά ακόμα και για ίδιου τύπου κασέτες, διαφορετικού κατασκευαστή είναι διαφορετική η ιδανική συχνότητα πόλωσης που θα "κουβαλήσει" επάνω της το σήμα και θα το αποθηκεύσει σωστά στην μαγνητική ταινία. Η συχνότητα αυτή κυμαίνεται από τα 80 KHz έως ακόμα και στα 210 KHz σε μερικά κασετόφωνα!
Τα κοινά κασετόφωνα που δεν έχουν δυνατότητα ρύθμισης της πόλωσης έχουν προ-ρυθμισμένη από το εργοστάσιο μία συχνότητα για καθέναν από τους 3 τύπους ταινίας (απλές, χρωμίου, μετάλλου) Καταλαβαίνεις λοιπόν ότι εδώ έχει γίνει ένας συμβιβασμός όσον αφορά την ποιότητα γιατί είπαμε ότι ακόμα και ίδιου τύπου ταινίες αλλά από διαφορετικούς κατασκευαστές θέλουν διαφορετική ρύθμιση της συχνότητας bias. Έχει επιλέξει δηλαδή ο κατασκευαστής μία συχνότητα η οποία στο περίπου ταιριάζει με τις περισσότερες κασέτες του συγκεκριμένου τύπου που κυκλοφορούσαν εκείνη την εποχή.
Τα σοβαρά κασετόφωνα (και όταν λέμε σοβαρά εννοούμε τα 3κέφαλα AKAI, Nakamichi, TEAC-Tascam) είχαν δυνατότητα ρύθμισης της ιδανικής συχνότητας πόλωσης για ειδικά ΚΑΘΕ κασέτα και όχι μία συχνότητα για όλες της απλές, μία για όλες τις χρωμίου κλπ. Η ρύθμιση αυτή γινόταν είτε χειροκίνητα από τον χρήστη, είτε αυτόματα από το κασετόφωνο. Δεν υπερισχύει η μία ή ή άλλη ρύθμιση διότι και η χειροκίνητη δεν γίνεται με το αυτί αλλά κατόπιν ενδείξεων του κασετοφώνου.
Πριν την εγγραφή πατάμε το calibration και το (σοβαρό) κασετόφωνο ενεργοποιεί την γεννήτρια συχνοτήτων. Οι συχνότητες γράφονται με την κεφαλή εγγραφής και κατόπιν διαβάζονται από την κεφαλή αναπαραγωγής και συγκρίνονται με τις πρωτότυπες. Αν το κασετόφωνο κάνει αυτόματο calibration θα ρυθμίσει την ιδανική πόλωση έτσι ώστε αυτό που διαβάζει να είναι ίδιο με αυτό που έστειλε η γεννήτρια προς εγγραφή. Διαφορετικά αν είναι χειροκίνητη η ρύθμιση θα γυρίζει ο χρήστης τα κατάλληλα ποτενσιόμετρα ή τριμεράκια προκειμένου να επιλεγεί η ιδανική συχνότητα Bias για την συγκεκριμένη κασέτα. Όταν θα διαλέξουμε άλλη μάρκα κασέτα θα επαναλάβουμε την διαδικασία ακόμα και αν είναι ίδιου τύπου.
Τα δύο κορυφαία κασετόφωνα όλων των εποχών Nakamichi ZX-1000 και AKAI GX-F95 είχαν δυνατότητα να απομνημονεύουν τις ρυθμίσεις για κάποιες συγκεκριμένες κασέτες που χρησιμοποιούσαμε πιο συχνά έτσι ώστε η διαδικασία του calibration χρειαζόταν να επαναληφθεί μόνο όταν θέλαμε να γράψουμε μία διαφορετικής μάρκας κασέτα που δεν την είχαμε χρησιμοποιήσει μέχρι τώρα.
Η δεύτερη ρύθμιση είναι η ισοστάθμιση. Όλες οι κασέτες δεν έχουν την ίδια απόκριση συχνότητας. Κάποιες έχουν τα πρίμα πιο "τσιμπημένα" κάποιες άλλες όχι. Κάποιες "της πλάκας" είχαν πολύ περιορισμένη απόκριση στα πρίμα. Καταλαβαίνεις λοιπόν ότι στην πρώτη περίπτωση το κασετόφωνό μας θα πρέπει να χαμηλώσει τα πρίμα του έτσι ώστε να εξισορροπήσει την "τσιμπημένη" απόκριση της κασέτας, και να πετύχει την επιθυμητή επίπεδη απόκριση συχνότητας. Ενώ στην περίπτωση της κακής κασέτας είναι αναγκασμένο να "τσιτώσει" τα πρίμα προκειμένου να μην χαθούν λόγω της εξασθένισης που προκαλεί η άθλια κασέτα που του βάλαμε να γράψει. Οι γεννήτριες συχνοτήτων γράφουν στην κασέτα συχνότητες των 10.000Ηz ή και παραπάνω προκειμένου να "ακούσουν" πώς συμπεριφέρεται η συγκεκριμένη κασέτα και να ρυθμίσουν ανάλογα.
Φαντάζομαι ότι πήρες μια ιδέα περί του τι συνέβαινε στα σοβαρά κασετόφωνα. Σε αντίθεση με τα κοινά κασετόφωνα όπου πατάς το rec και απλώς ρυθμίζεις την στάθμη του σήματος και τίποτα άλλο.
Λοιπόν... Στα κασετόφωνα υπήρχαν δύο κρίσιμες ρυθμίσεις: Η πόλωση και η ισοστάθμιση.Περα απο το calibration που το ρυθμιζεις μεσο του rec lvl, ειναι ενας διακοπτης που λεει dolby με τις επιλογες b, c και s αν θυμαμαι καλα. Επισης κατι αλλα που λενε control monitor, rtz, counter level και το counter mode (counterstrike??) και ενα ποτενσιομετρο bias και ενα level. Αυτα τα λιγα
![]()
Πόλωση: Στην κασέτα δεν γράφεται απευθείας το σήμα ως έχει. Γράφεται μία υψηλή συχνότητα "οδηγός" που λέγεται συχνότητα πόλωσης bias. Πάνω σε αυτή την συχνότητα με κατάλληλη διαμόρφωση προστίθεται το προς εγγραφήν σήμα.
Η συχνότητα πόλωσης δεν είναι η ίδια για όλες τις κασέτες. Διαφέρει όχι μόνο ανάλογα με τον τύπο (απλές, χρωμίου, φερροχρωμίου, μετάλλου) αλλά ακόμα και για ίδιου τύπου κασέτες, διαφορετικού κατασκευαστή είναι διαφορετική η ιδανική συχνότητα πόλωσης που θα "κουβαλήσει" επάνω της το σήμα και θα το αποθηκεύσει σωστά στην μαγνητική ταινία. Η συχνότητα αυτή κυμαίνεται από τα 80 KHz έως ακόμα και στα 210 KHz σε μερικά κασετόφωνα!
Τα κοινά κασετόφωνα που δεν έχουν δυνατότητα ρύθμισης της πόλωσης έχουν προ-ρυθμισμένη από το εργοστάσιο μία συχνότητα για καθέναν από τους 3 τύπους ταινίας (απλές, χρωμίου, μετάλλου) Καταλαβαίνεις λοιπόν ότι εδώ έχει γίνει ένας συμβιβασμός όσον αφορά την ποιότητα γιατί είπαμε ότι ακόμα και ίδιου τύπου ταινίες αλλά από διαφορετικούς κατασκευαστές θέλουν διαφορετική ρύθμιση της συχνότητας bias. Έχει επιλέξει δηλαδή ο κατασκευαστής μία συχνότητα η οποία στο περίπου ταιριάζει με τις περισσότερες κασέτες του συγκεκριμένου τύπου που κυκλοφορούσαν εκείνη την εποχή.
Τα σοβαρά κασετόφωνα (και όταν λέμε σοβαρά εννοούμε τα 3κέφαλα AKAI, Nakamichi, TEAC-Tascam) είχαν δυνατότητα ρύθμισης της ιδανικής συχνότητας πόλωσης για ειδικά ΚΑΘΕ κασέτα και όχι μία συχνότητα για όλες της απλές, μία για όλες τις χρωμίου κλπ. Η ρύθμιση αυτή γινόταν είτε χειροκίνητα από τον χρήστη, είτε αυτόματα από το κασετόφωνο. Δεν υπερισχύει η μία ή ή άλλη ρύθμιση διότι και η χειροκίνητη δεν γίνεται με το αυτί αλλά κατόπιν ενδείξεων του κασετοφώνου.
Πριν την εγγραφή πατάμε το calibration και το (σοβαρό) κασετόφωνο ενεργοποιεί την γεννήτρια συχνοτήτων. Οι συχνότητες γράφονται με την κεφαλή εγγραφής και κατόπιν διαβάζονται από την κεφαλή αναπαραγωγής και συγκρίνονται με τις πρωτότυπες. Αν το κασετόφωνο κάνει αυτόματο calibration θα ρυθμίσει την ιδανική πόλωση έτσι ώστε αυτό που διαβάζει να είναι ίδιο με αυτό που έστειλε η γεννήτρια προς εγγραφή. Διαφορετικά αν είναι χειροκίνητη η ρύθμιση θα γυρίζει ο χρήστης τα κατάλληλα ποτενσιόμετρα ή τριμεράκια προκειμένου να επιλεγεί η ιδανική συχνότητα Bias για την συγκεκριμένη κασέτα. Όταν θα διαλέξουμε άλλη μάρκα κασέτα θα επαναλάβουμε την διαδικασία ακόμα και αν είναι ίδιου τύπου.
Τα δύο κορυφαία κασετόφωνα όλων των εποχών Nakamichi ZX-1000 και AKAI GX-F95 είχαν δυνατότητα να απομνημονεύουν τις ρυθμίσεις για κάποιες συγκεκριμένες κασέτες που χρησιμοποιούσαμε πιο συχνά έτσι ώστε η διαδικασία του calibration χρειαζόταν να επαναληφθεί μόνο όταν θέλαμε να γράψουμε μία διαφορετικής μάρκας κασέτα που δεν την είχαμε χρησιμοποιήσει μέχρι τώρα.
Η δεύτερη ρύθμιση είναι η ισοστάθμιση. Όλες οι κασέτες δεν έχουν την ίδια απόκριση συχνότητας. Κάποιες έχουν τα πρίμα πιο "τσιμπημένα" κάποιες άλλες όχι. Κάποιες "της πλάκας" είχαν πολύ περιορισμένη απόκριση στα πρίμα. Καταλαβαίνεις λοιπόν ότι στην πρώτη περίπτωση το κασετόφωνό μας θα πρέπει να χαμηλώσει τα πρίμα του έτσι ώστε να εξισορροπήσει την "τσιμπημένη" απόκριση της κασέτας, και να πετύχει την επιθυμητή επίπεδη απόκριση συχνότητας. Ενώ στην περίπτωση της κακής κασέτας είναι αναγκασμένο να "τσιτώσει" τα πρίμα προκειμένου να μην χαθούν λόγω της εξασθένισης που προκαλεί η άθλια κασέτα που του βάλαμε να γράψει. Οι γεννήτριες συχνοτήτων γράφουν στην κασέτα συχνότητες των 10.000Ηz ή και παραπάνω προκειμένου να "ακούσουν" πώς συμπεριφέρεται η συγκεκριμένη κασέτα και να ρυθμίσουν ανάλογα.
Φαντάζομαι ότι πήρες μια ιδέα περί του τι συνέβαινε στα σοβαρά κασετόφωνα. Σε αντίθεση με τα κοινά κασετόφωνα όπου πατάς το rec και απλώς ρυθμίζεις την στάθμη του σήματος και τίποτα άλλο.