ΟΜΙΛΕΙΤΕ ΕΛΛΗΝΙΚΑ;

Μηνύματα
16.594
Reaction score
4.268
Λαμόγιο

Ουσιαστικό γένους ουδετέρου. Αρχικά η λέξη εντοπίζεται στη φράση την κάνω λαμόγια, με τη σημασία «ξεφεύγω, φεύγω, εξαφανίζομαι από κάπου». Χρησιμοποιείται κυρίως ως υβριστικός χαρακτηρισμός, κυρίως ως συνώνυμο του «απατεώνα»: Πώς ένα λαμόγιο πλουτίζει εκμεταλλευόμενο την ανθρώπινη βλακεία με τη βοήθεια διεφθαρμένων δημοσίων υπαλλήλων.

Σύμφωνα με το Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής προέρχεται πιθανόν από την ισπανική la moya = η τάδε. Στο Λεξικό της Πιάτσας παρατίθεται ο τύπος λαμόγιας με τη σημασία «αβανταδόρος» (= αυτός που κάνει αβάντα για κάποιον άλλο, υποκρίνεται δηλαδή τον αγοραστή για να προσελκύσει πελάτες) με ετυμολογική προέλευση από το ιταλικό la moya = το λάδι.
 

Μηνύματα
16.594
Reaction score
4.268
Σκρόφα

Ουσιαστικό γένους θηλυκού. Η αρχική σημασία της λέξης είναι «θηλυκό γουρούνι». Χρησιμοποιείται ως υβριστικός χαρακτηρισμός: Ήταν μια υπάλληλος στο ταμείο της εφορίας, περιμέναμε είκοσι άτομα ουρά και αυτή έβαφε τα νύχια της, η σκρόφα!
Μερικές φορές χρησιμοποιείται και ως επίθετο: σκρόφα ζωή.

Προέρχεται από τη λατινική λέξη scrofa. Με το όνομα σκρόφα (σημασία «γουρούνα») αναφέρεται παλιό ομαδικό παιχνίδι που παιζόταν με άδειο κονσερβοκούτι και μαγκούρες. Οι παίκτες προσπαθούσαν χρησιμοποιώντας τη μαγκούρα τους να οδηγήσουν το κονσερβοκούτι-σκρόφα στην κατάλληλη λακκούβα.
 

Μηνύματα
16.594
Reaction score
4.268
Φρόκαλο

Ουσιαστικό γένους ουδετέρου. Η αρχική σημασία της λέξης είναι «σκουπίδι». Χρησιμοποιείται ως υβριστικός χαρακτηρισμός, κυρίως για άτομα χαμηλού επιπέδου: Αν ξαναδώ κάνα φρόκαλο μοντέλο-γλάστρα σε πρωινάδικο...

Σύμφωνα με το Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής προέρχεται από τη μεσαιωνική λέξη φιλοκάλιον (= σκούπα), η οποία ανάγεται στο αρχαιοελληνικό επίθετο φιλόκαλος («φίλος του καλού, του ωραίου»). Στο Liddell Scott αναφέρεται ότι το ρήμα φιλοκαλώ είχε και τη σημασία «ομορφαίνω, καθαρίζω». Σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας, όπως στην Κέρκυρα, τα φρόκαλα ή φροκάλια είναι σκούπες φτιαγμένες από θυμάρι ή άλλο θαμνώδες φυτό. Οι νοικοκυρές φτιάχνουν μικρά φρόκαλα, τα τυλίγουν με δίχτυ και τα κρεμάνε πίσω από την πόρτα του σπιτιού τους για προστασία από το «κακό μάτι».
 

Μηνύματα
16.594
Reaction score
4.268
Κρυμμένος Θησαυρός

Φράση που αποτελείται από τη μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος κρύβω και το ουσιαστικό θησαυρός, αρσενικού γένους. Η λέξη θησαυρός είναι αρχαιοελληνικής προέλευσης.

Το Παιχνίδι του Κρυμμένου Θησαυρού περιλαμβάνεται στις εκδηλώσεις του πατρινού καρναβαλιού. Το 2009 διεξάγεται το 3o Διαδικτυακό Παιχνίδι Κρυμμένου Θησαυρού, που ξεκίνησε στις 2 Φεβρουαρίου με θέμα «Το Κυνήγι του Θησαυρού» στον ιστότοπο www.carnivalpatras.gr και θα ολοκληρωθεί την Κυριακή 1 Μαρτίου. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται, «ο τίτλος του θέματος παραπέμπει σε μια άλλη εποχή, όπου οι πειρατές ήταν τα αφεντικά στην θάλασσα». Το παιχνίδι αποτελείται από τέσσερις φάσεις. Στην πρώτη φάση, που διαδραματίζεται πάνω στο χάρτη της Ευρώπης, ο παίκτης πρέπει να ψάξει μέσα στο Διαδίκτυο τις απαντήσεις των ερωτήσεων. Στη δεύτερη φάση δίνεται στους παίκτες ένα παιχνίδι και όποιος παίκτης καταφέρει να το λύσει αποκτά ένα πολύ σημαντικό στοιχείο για το τι είναι ο θησαυρός. Στην τρίτη φάση δίνεται παιχνίδι με τη μορφή παζλ. Σε όποιον το λύσει δίνεται ένας γρίφος ο οποίος λέει πού είναι κρυμμένος ο θησαυρός. Τέλος, στην τέταρτη φάση ο παίκτης πάνω σε ένα δυναμικό χάρτη, μαζί με τις πληροφορίες που έχει από τις προηγούμενες φάσεις, θα βρει το θησαυρό.
 

Μηνύματα
16.594
Reaction score
4.268
Mπουρμπούλια

Ουσιαστικό γένους ουδετέρου, συνήθως στον πληθυντικό. Αποτελεί χαρακτηριστικό έθιμο του πατρινού καρναβαλιού.

Όπως αναφέρεται στον ιστότοπο www.carnivalpatras.gr, τα μπουρμπούλια είναι «απογευματινοί χοροί στο Δημοτικό Θέατρο της Πάτρας όπου οι γυναίκες προσέρχονται ελεύθερα, χωρίς εισιτήριο και χωρίς συνοδό, αλλά υποχρεωτικά ντυμένες με ένα μακρύ και φαρδύ μαύρο φόρεμα (ντόμινο) και μάσκα, ώστε να μην αναγνωρίζονται. Έχουν την πρωτοβουλία στο χορό και στην επιλογή καβαλιέρου. Στα χρόνια που οι σχέσεις των δυο φύλων ήταν υπό αυστηρή επιτήρηση τα μπουρμπούλια ήταν μια ετήσια απόδραση και τόπος πραγματικών αλλά και φανταστικών ερωτικών περιπετειών. Γίνονται και σήμερα για να διατηρείται η παράδοση».

Παραδίδεται ότι τα χρόνια του Μεσοπόλεμου ο θεατρώνης Ανδρέας Λοβέρδος ονόμασε μπουρμπούλι (= μεζές από κρέας που βράζει) τους απογευματινούς τότε χορούς γιατί δεν απαιτούσαν κάποια ιδιαίτερη προετοιμασία.

Στο Ερμηνευτικό και Ετυμολογικό Λεξικό της εγκυκλοπαίδειας Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάννικα διαβάζουμε ότι ο μπούρμπουλας, εκτός από είδος σκαθαριού, σημαίνει και «κόχλασμα, βρασμός, βράσιμο». Η λέξη θεωρείται ονοματοποιία, δηλαδή αποδίδει τον ήχο «μπουρ μπουρ».
 

Μηνύματα
16.594
Reaction score
4.268
Mασκαράτα

Ουσιαστικό γένους θηλυκού.
Η μασκαράτα είναι πομπή από μεταμφιεσμένους (μασκαράδες) του καρναβαλιού: Από το πρωί σήμερα οι Πατρινοί τσικνίζουν σύμφωνα με το παραδοσιακό έθιμο. Άρματα, μασκαράτες και ορχήστρες γυρνάνε σε όλη την πόλη.

Μεταφορικά σημαίνει υποκρισία: Με τη μασκαράτα της πρότασης δυσπιστίας στη Βουλή υποβιβάζεται η δημόσια ζωή.

Η μασκαράτα προέρχεται από την ιταλική λέξη mascarata. Λέξεις της ίδιας οικογένειας: μάσκα, μάσκαρα, μασκαράς, μασκαρεύω, μασκάρεμα. Η λέξη μασκαράς ως μειωτικός/υβριστικός χαρακτηρισμός έχει ετυμολογική προέλευση από την τουρκική maskara.
 

Μηνύματα
16.594
Reaction score
4.268
Άρμα

Ουσιαστικό γένους ουδετέρου.
Το άρμα του καρναβαλιού είναι όχημα που συμμετέχει στην παρέλαση: Προηγούνται τα καρναβαλικά άρματα του Δήμου κι ακολουθούν οι ομάδες του Κρυμμένου Θησαυρού.

Στην πορεία του πατρινού καρναβαλιού απέκτησαν όνομα επιδέξιοι τεχνίτες και λαϊκοί ζωγράφοι. Η παραδοσιακή τεχνική στην κατασκευή των αρμάτων χρησιμοποιούσε σύρμα για το σκελετό, πάνω στο οποίο με αλευρόκολλα επικολλούσαν στρώματα φύλλων εφημερίδας και τελικά, όταν αυτά στέγνωναν, τα έβαφαν και τα ζωγράφιζαν. Το σύρμα αντικαταστάθηκε από μεταλλικό σκελετό και οι εφημερίδες από φελιζόλ και πολυεστέρα.

Η λέξη άρμα έχει αρχαιοελληνική προέλευση. Στη συγκεκριμένη σημασία, σύμφωνα με το Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής, χρησιμοποιήθηκε για να αποδώσει τη γαλλική λέξη char.
Διαφορετική είναι η λέξη «άρμα» = όπλο, η οποία προέρχεται από τα λατινικά. Λέξεις της ίδιας οικογένειας: αρματαγωγό, αρματηλάτης, αρματοδρομία, αρματομαχία.
 

Μηνύματα
16.594
Reaction score
4.268
Καρνάβαλος

Ουσιαστικό γένους αρσενικού.
Ο Καρνάβαλος είναι το ομοίωμα όπου προσωποποιείται το πνεύμα της Αποκριάς: Η τελετή λήξης του πατρινού καρναβαλιού θα πραγματοποιηθεί στις 9.00 το βράδυ της Κυριακής, στο μόλο της Αγίου Νικολάου. Εκεί θα καεί ο βασιλιάς Καρνάβαλος, εν μέσω εντυπωσιακών πυροτεχνημάτων. Συνήθως περιφέρεται (παρελαύνει) στους δρόμους πάνω σε άρμα.

Σύμφωνα με το Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής προέρχεται από την ιταλική λέξη carnevale, που ανάγεται στη λατινική φράση carnem levare (= αφαιρώ, καταργώ το κρέας, κατά την περίοδο της Σαρακοστής). Λέξεις της ίδιας οικογένειας: καρναβάλι, καρναβαλικός, καρναβαλιστής, Καρναβαλούπολη (= κατασκευές καρναβαλικού χαρακτήρα για να παίξουν τα παιδιά).
 

Μηνύματα
16.594
Reaction score
4.268
Παλτό

Ουσιαστικό, ουδέτερο, άλλοτε κλιτό (του παλτού, τα παλτά) και άλλοτε άκλιτο. Το παλτό είναι πανωφόρι από μάλλινο ή άλλο ύφασμα, μπορεί να είναι σχετικά κοντό (λέγεται τότε ημίπαλτο) ή μακρύ και να κλείνει με κουμπιά ή/και ζώνη.

Σύμφωνα με το Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής η λέξη προήλθε στα ελληνικά από την ιταλική palto, που με τη σειρά της προήλθε από τη γαλλική paletot. Στα μεσαιωνικά αγγλικά απαντάται ο τύπος paltoke, με την έννοια «κοντό πανωφόρι, είδος ζακέτας». Παράγωγο της λέξης παλτό είναι η παλτουδιά, που χρησιμοποιείται κυρίως στον καθημερινό προφορικό λόγο: Για δες παλτουδιά που κονόμησα!
Η λέξη μαντό σε ορισμένα συμφραζόμενα μπορεί να είναι συνώνυμη με το παλτό. Προέρχεται από τη γαλλική manteau και σημαίνει «ελαφρύ γυναικείο πανωφόρι», συνήθως ως επίσημο ρούχο. Παλαιότερα χρησιμοποιούνταν, με παρόμοια σημασία, και η λέξη παρντεσού, που προέρχεται από τη γαλλική pardessus (= πανωφόρι).
 

Μηνύματα
32.116
Reaction score
27.026
ΑΡΧΑΙΑ ΦΛΥΑ-ΧΑΛΑΝΔΡΙ ΑΠΟ ΤΟ ΤΟΥΡΚΙΚΟ HALA DERE ΔΗΛ ΤΟ ΡΕΜΑ Η ΠΑΡΑΠΟΤΑΜΟΣ ΤΟΥ ΧΑΛΑ -ΜΑΛΛΟΝ ΟΝΟΜΑ. ΚΑΡΜΑΝΙΟΛΑ (KARMAGNOLA) ΙΤΑΛΙΚΟ ΠΑΛΙΟ ΟΝΟΜΑ ΕΡΓΟΣΤΑΣΙΟΥ ΑΜΑΞΩΜΑΤΩΝ-ΑΝΤΑΛΛΑΚΤΙΚΩΝ ΠΟΥ ΕΚΛΕΙΣΕ ΠΡΙΝ ΠΟΛΛΕΣ ΔΕΚΑΕΤΙΕΣ ΛΟΓΩ ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΩΝ. A KAI TO ΑΣΑΝΣΕΡ ΠΡΟΕΡΧΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΓΑΛΛΙΚΟ ANELQISTIR. (ΦΑΣΗ ΘΑΧΕ).
 

Μηνύματα
32.116
Reaction score
27.026
ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΕΠΙΘΕΤΑ ΔΗΛΩΤΙΚΑ ΩΣ ΕΠΙ ΤΩΝ ΠΛΕΙΣΤΟΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΕΡΧΟΜΕΝΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΟΥΡΚΙΑ. ΚΟΥΓΙΟΥΜΤΖΗΣ=ΧΡΥΣΟΧΟΟΣ, ΣΟΥΤΣΟΣ=ΝΕΡΟΥΛΑΣ, ΜΠΑΙΡΑΚΤΑΡΗΣ=ΣΗΜΑΙΟΦΟΡΟΣ, ΜΠΑΧΤΣΕΒΑΝΗΣ Η ΜΠΑΞΕΒΑΝΗΣ Η ΒΑΞΕΒΑΝΗΣ=ΚΗΠΟΥΡΟΣ, ΑΣΛΑΝ Η ΑΣΛΑΝΟΓΛΟΥ Η ΑΣΛΑΝΙΔΗΣ=ΛΙΟΝΤΑΡΙ, ΚΟΥΡΤΙΔΗΣ=ΛΥΚΟΣ, ΣΕΙΤΑΝΙΔΗΣ=ΔΙΑΟΛΟΣ, ΑΡΑΜΠΑΤΖΗΣ=ΟΔΗΓΟΣ ΑΜΑΞΑΣ, ΖΑΙΜΗΣ= ΕΦΟΡΙΑΚΟΣ, ΣΑΡΑΦΗΣ= ΑΡΓΥΡΑΜΟΙΒΟΣ, ΚΑΡΥΠΙΔΗΣ=ΦΤΩΧΟΣ, ΤΣΕΛΕΠΙΔΗΣ=ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΟΣ, ΜΠΕΧΛΙΒΑΝΗΣ=ΠΑΛΑΙΣΤΗΣ ΚΛΠ
 

Μηνύματα
32.116
Reaction score
27.026
ΕΠΙΘΕΤΑ ΠΡΟΕΡΧΟΜΕΝΑ ΑΠΟ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΥΣ ΤΙΤΛΟΥΣ ΝΟΤΑΡΙΟΣ Η ΠΡΩΤΟΝΟΤΑΡΙΟΣ=ΣΥΜΒΟΛΑΙΟΓΡΑΦΟΣ Η ΚΑΙ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ, ΣΠΑΘΑΡΙΟΣ Η ΣΠΑΘΑΡΗΣ Η ΠΡΩΤΟΣΠΑΘΑΡΙΟΣ=ΦΡΟΥΡΟΣ, ΠΡΩΤΟΠΑΠΑΣ= ΑΥΤΟΝΟΗΤΟ, ΣΑΚΕΛΑΡΙΟΣ=ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΣ ΤΙΤΛΟΣ ΑΥΛΙΚΟΥ ΕΑΝ ΘΥΜΑΜΑΙ ΚΑΛΑ.
 

Μηνύματα
32.116
Reaction score
27.026
ΤΑ ΓΥΡΩ ΑΠΟ ΑΘΗΝΑ ΤΟΠΟΝΥΜΙΑ ΩΣ ΕΠΙ ΤΟ ΠΛΕΙΣΤΟΝ ΕΙΝΑΙ ΑΡΒΑΝΙΤΙΚΑ ΟΠΩΣ ΤΟ ΧΑΡΒΑΤΙ ΠΟΥ ΠΡΟΑΝΑΦΕΡΘΗΚΕ Η ΚΑΙ ΣΛΑΒΙΚΑ ΟΠΩΣ ΑΡΚΕΤΕΣ ΠΟΛΕΙΣ ΚΑΙ ΧΩΡΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΩΣ ΤΗΝ ΠΕΛΟΠΟΝΗΣΟ. ΕΠΙΣΗΣ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΑΡΝΑΟΥΤΗΣ Η ΑΡΝΑΟΥΤΟΓΛΟΥ (ΟΠΟΥ ΓΛΟΥ ΙΣΟΝ ΥΙΟΣ) ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΑΡΒΑΝΙΤΗΣ Η ΑΛΒΑΝΟΣ ΣΤΑ ΤΟΥΡΚΙΚΑ.
 


Μηνύματα
16.594
Reaction score
4.268
Aυτοκίνητο

Ουσιαστικό γένους ουδετέρου.
Το αυτοκίνητο είναι το όχημα, συνήθως με τέσσερις τροχούς, που κινείται με δική του μηχανή. Διακρίνουμε αυτοκίνητα δημοσίας χρήσεως (ΔΧ) και ιδιωτικής χρήσεως (ΙΧ). Τα αυτοκίνητα που προορίζονται για μεταφορά επιβατών λέγονται επιβατικά.

Σύμφωνα με το Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής η λέξη, που προέρχεται από το ουδέτερο του αρχαίου επιθέτου αυτοκίνητος (= αυτοκινούμενος), χρησιμοποιήθηκε για να αποδώσει τη γαλλική automobile.

Λέξεις της ίδιας οικογένειας: αυτοκινητάμαξα (= σιδηροδρομικό όχημα με δική του μηχανή, αλλιώς οτομοτρίς), αυτοκινητικός (= που αναφέρεται στο αυτοκίνητο), αυτοκινητιστής (= επαγγελματίας οδηγός ή ιδιοκτήτης αυτοκινήτου δημοσίας χρήσεως), αυτοκινητιστικός (= που αναφέρεται στον αυτοκινητιστή), αυτοκινητοβιομηχανία, αυτοκινητόδρομος.
 

Μηνύματα
16.594
Reaction score
4.268
Φορτηγό

Ουσιαστικό γένους ουδετέρου.
Το φορτηγό δηλώνει γενικά ένα όχημα που μεταφέρει φορτίο: To Ισραήλ επέτρεψε κατ' εξαίρεση τη διέλευση από τη Γάζα ενός παλαιστινιακού φορτηγού με 25.000 λουλούδια και προορισμό την Ολλανδία. Ως επίθετο, η λέξη χρησιμοποιείται σε φράσεις όπως φορτηγό πλοίο, δηλαδή πλοίο που μεταφέρει εμπορεύματα.

Σύμφωνα με το Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής η λέξη, που προέρχεται από το ουδέτερο του αρχαίου επιθέτου φορτηγός (= φορτίο + άγω = φέρω), χρησιμοποιήθηκε για να αποδώσει την αγγλική cargo boat.

Ο οδηγός ή ιδιοκτήτης φορτηγού ονομάζεται φορτηγατζής. Στην ίδια οικογένεια λέξεων ανήκει η φορτηγίδα (= είδος πλοίου, η μαούνα).
 

Μηνύματα
16.594
Reaction score
4.268
Καμιόνι

Ουσιαστικό γένους ουδετέρου.
Το καμιόνι είναι μεγάλο όχημα που μεταφέρει φορτίο σε ανοιχτή ή κλειστή καρότσα: Χιλιάδες στρατιωτικά καμιόνια -άχρηστα πλέον- σκούριαζαν και διαλύονταν σαν παλιοσίδερα. Η λέξη χρησιμοποιείται και μεταφορικά: Ένα βράδυ προσευχήθηκα. Ο Χριστός μού αφαίρεσε ένα καμιόνι βάρος από πάνω μου.

Ευρωπαϊκό Καμιόνι κατά των Διακρίσεων ονομάστηκε η εκστρατεία ενημέρωσης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που ισχύουν στην Ευρώπη ύστερα από την υιοθέτηση των οδηγιών για την Ισότητα.
Το καμιόνι προέρχεται από το γαλλικό camion.
 

Μηνύματα
16.594
Reaction score
4.268
Nταλίκα

Ουσιαστικό γένους θηλυκού.
Η νταλίκα είναι μεγάλο όχημα που μεταφέρει φορτίο (με ή χωρίς ρυμουλκούμενο όχημα): Σαράντα τέσσερις μετανάστες που είχαν εισέλθει παράνομα στην Ελλάδα μετέφερε στοιβαγμένους σε νταλίκα μέλος οργανωμένου κυκλώματος διακίνησης λαθρομεταναστών.

Σύμφωνα με το Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής η λέξη προέρχεται από τη σλαβική talika (= καρότσα, κάρο) μέσω της τουρκικής talika (= σκεπαστό αμάξι). Το ντ οφείλεται σε συμπροφορά με το άρθρο: (την ταλίκα) την νταλίκα. [Παρόμοια: ντομάτα, μπρίζα.]

Ο οδηγός της νταλίκας ονομάζεται νταλικιέρης.
 

Μηνύματα
16.594
Reaction score
4.268
Λεωφορείο

Ουσιαστικό γένους ουδετέρου.
Το λεωφορείο είναι πολυθέσιο επιβατικό όχημα: Έξι συνολικά γραμμές λεωφορείων εξυπηρετούν το αεροδρόμιο. Συνηθισμένη είναι η διάκριση αστικό - υπεραστικό λεωφορείο. Η λέξη πούλμαν (αγγλική Pullman) είναι συνώνυμη στη σημασία «τουριστικό λεωφορείο».
Επίσης, υπάρχει ο όρος διαστημικό λεωφορείο: Το Διαστημικό Λεωφορείο της NASA, που επίσημα λέγεται Διαστημικό Σύστημα Μεταφορών (Space Transportation System-STS), είναι ο τρέχων φορέας εκτόξευσης πληρωμάτων και φορτίου των ΗΠΑ.

Η λέξη προέρχεται από το αρχαιοελληνικό επίθετο λεωφόρος (με παράλληλο τύπο λαοφόρος), που σε φράσεις όπως λεωφόρος οδός σήμαινε «που φέρει το λαό».

Ο οδηγός λεωφορείου ονομάζεται (ανεπίσημη χρήση) λεωφορειατζής, ενώ ο ιδιοκτήτης λεωφορείου λέγεται λεωφορειούχος. Στην ίδια οικογένεια λέξεων ανήκουν: λεωφόρος, λεωφορειακός, λεωφορειολωρίδα.
 

Μηνύματα
4.543
Reaction score
3.085
ΟΜΙΛΕΙΤΕ ΕΛΛΗΝΙΚΑ; Άντε να βάλω κι εγώ τον "οβολόν" μου

Εντελέχεια

Αριστοτελική λέξη/όρος: εν+τέλος+έχω

Σημαίνει την δύναμη που υπάρχει εγγενώς, σπερματικά σε ένα πράγμα ή έναν οργανισμό, και η οποία τον βοηθά να πετύχει την ολοκλήρωσή του.

Στις φιλοσοφικές αναζητήσεις του Αριστοτέλη η ύλη έχει μέσα της την ορμή να ολοκληρωθεί, να γίνει κάτι που δεν είναι π.χ. το μάρμαρο να γίνει άγαλμα ή ο σπόρος να γίνει δέντρο. Έτσι ο σπόρος, όταν γίνει φυτό (δέντρο) φτάνει στην τελείωση (τελειότητα) που απαιτεί η φύση του, αποκτά δηλ. εντελέχεια.

Η λέξη συνδέεται εσφαλμένα με την λέξη ενδελεχής και φέρεται ως ενδελέχεια. Περί αυτής όμως παρακάτω.

Πηγή: http://www.asprilexi.com

Ενδελέχεια

Επιμέλεια, φιλοπονία, εργατικότητα.

Πηγή: http://www.in.gr/dictionary/lookup.asp?Word=sedulity

Η λέξη είναι σύνθετη των: εν+δολιχός

Δολιχός= Επίθετο της αρχαίας ελληνικής -> ο μακρός, ο ανιαρός, ο κουραστικός, ο επίπονος.

Εξ αυτού προέρχεται η Δολιχοδρομία, αρχαίο αγώνισμα δρόμου αντοχής, μήκους 7 έως και 24 στάδια, ανάλογα με το είδος των αγώνων, κάτι σαν να λέμε σήμερα δρόμος ημιαντοχής ή αντοχής.

Πηγή: http://www.asprilexi.com

Εξ αυτής το επίθετο ενδελεχής -> ο επίπονος, ο επιμελής, ο εργατικός.
 


Staff online

ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΑ

Threads
175.842
Μηνύματα
3.030.082
Members
38.505
Νεότερο μέλος
wendigo
Top