ΟΜΙΛΕΙΤΕ ΕΛΛΗΝΙΚΑ;

Μηνύματα
4.543
Reaction score
3.085
ΟΜΙΛΕΙΤΕ ΕΛΛΗΝΙΚΑ; Συνεχίζω

Δραχμή

Ποιός δεν θυμάται τις καλές μας δραχμούλες, τότε που με ένα κατοστάρικο έπαιρνες, ας πούμε μια φρατζόλα ψωμί, και μας φαινόταν και ακριβό.

Η λέξη, πριν αποκτήσει την νομισματική/συναλλακτική της έννοια, υπήρχε στην αρχαία ελληνική ως έννοια ποσοτική.

Νομισματικά και συναλλακτικά αποτελεί μια από τις αρχαιότερες αξίες και καθιερώθηκε στις συναλλαγές της αρχαίας αγοράς των Αθηνών. Προέρχεται από το ρήμα Δράττω= Αρπάζω, Φουχτώνω και εξηγεί την συναλλακτική της έννοια.

Στην αρχαία Αθήνα -> Μία Δραχμή = Έξι Οβολοί.

Ο οβολός ήταν από τα πρώτα νομίσματα, ένα στρογγυλό κομμάτι μετάλλου, σιδερένιο ή χάλκινο και είχε συγκεκριμένη συναλλακτική αξία. Η φούχτα του μέσου άνδρα χώραγε 6 οβολούς, άρα αυτός μπορούσε να "δράττει" μία δραχμή (δείτε πιο κάτω στη λέξη οβολός).

Στην Αθήνα εισήχθη η δραχμή τον 7ο αιώνα π.Χ. από τον βασιλιά του Άργους Φείδωνα. Μέχρι το έτος 400 π.Χ. είχε διαδοθεί σταδιακά η χρήση νομισμάτων σε όλο τον ελληνόφωνο χώρο και είχε παρακμάσει έτσι τελείως το ανταλλακτικό εμπόριο. Δεν υπήρχε όμως ποτέ ένα ενιαίο νομισματικό σύστημα, αλλά συγκεκριμένα νομίσματα δέσποζαν σε ευρύτερες οικονομικές και πολιτικές περιοχές. Με την πάροδο του χρόνου επεκράτησαν τελικά στον ελληνικό χώρο το αττικό τετράδραχμο με βάρος 17 γραμμαρίων και νομίσματα με πολλαπλάσια αξία. Σε αντιστοιχία με τα αθηναϊκά νομίσματα έθεσαν σε κυκλοφορία τετράδραχμα και άλλες πόλεις, όπως π.χ. η Νάξος της Σικελίας περί το 430 π.Χ., με απεικόνιση του Διονύσου. (http://sfrang.com/historia/parart057.htm)

Έτσι παρέμεινε ως τις μέρες μας (μέχρι που τη ξεφτιλίσαμε και την χάσαμε).

Πηγή: Εργασία Γ' Λυκείου της Αικατ. Μελά (κόρης μου), την οποία βοήθησα να την περάσει στον υπολογιστή για να την παρουσιάσει. Η βιβλιογραφία και οι λοιπές πηγές ήταν διάφορες, κυρίως έντυπα του Υπ. Πολιτισμού για την Αρχαία Αγορά, καθώς και το Διαδίκτυο.

Οβολός

Με βάση τα παραπάνω, ο οβολός πριν γίνει νομισματική μονάδα, αποτελούσε μονάδα βάρους και εχρησιμοποιείτο στην Αρχαία Αγορά σαν "ζύγι", για το ζύγισμα των προϊόντων. Σιγά-σιγά απέκτησε συναλλακτική αξία και έγινε νόμισμα.

Η λέξη προέρχεται από την αρχαιότερη οβελός, που σημαίνει σούβλα (εξ ού και η λέξη οβελίας). Ένας άντρας μπορούσε να πιάσει έξι σούβλες μαζί.
 

Μηνύματα
3.592
Reaction score
3
Απάντηση: ΟΜΙΛΕΙΤΕ ΕΛΛΗΝΙΚΑ; Συνεχίζω

Δραχμή

Ποιός δεν θυμάται τις καλές μας δραχμούλες, τότε που με ένα κατοστάρικο έπαιρνες, ας πούμε μια φρατζόλα ψωμί, και μας φαινόταν και ακριβό.

Έτσι παρέμεινε ως τις μέρες μας (μέχρι που τη ξεφτιλίσαμε και την χάσαμε).

Πηγή: Εργασία Γ' Λυκείου της Αικατ. Μελά (κόρης μου), την οποία βοήθησα να την περάσει στον υπολογιστή για να την παρουσιάσει.
κ. Μελά, πολύ χαίρομαι που σας ξαναβλέπω... :107:

Τι μου θυμίσατε με την αναφορά σας στην δραχμούλα και τα πολύ εύστοχα σχόλιά σας...
την εποχή που ήμουν παιδάκι προσχολικής ηλικίας και αγόραζα με μία δραχμούλα μία μικρή σοκολάτα γάλακτος...

Πιστεύω ότι η εργασία της κόρης σας θα ενημερώσει τους νεότερους αλλά θα θυμίσει και πολλά με νοσταλγία στους μεγαλύτερους... :107:
 

Μηνύματα
4.543
Reaction score
3.085
ΟΜΙΛΕΙΤΕ ΕΛΛΗΝΙΚΑ; - Πιστεύουμε πως ναι!

κ. Μελά, πολύ χαίρομαι που σας ξαναβλέπω... :107:

Τι μου θυμίσατε με την αναφορά σας στην δραχμούλα και τα πολύ εύστοχα σχόλιά σας...
την εποχή που ήμουν παιδάκι προσχολικής ηλικίας και αγόραζα με μία δραχμούλα μία μικρή σοκολάτα γάλακτος...

Πιστεύω ότι η εργασία της κόρης σας θα ενημερώσει τους νεότερους αλλά θα θυμίσει και πολλά με νοσταλγία στους μεγαλύτερους... :107:
Ευχαριστώ για το καλοσώρισμα, αν και ποτέ δεν "έφυγα", άσχετα αν παρακολουθώ το site με διαλείμματα, λόγω φόρτου εργασίας εδώ που είμαι στην Κορέα.

Όσο για την κόρη μου και την εργασία της, μεγάλωσε πια, τέλειωσε και τις σπουδές της πριν δυο χρόνια, διδάσκει παιδιά τώρα και προσπαθεί να κάνει κάποιο μεταπτυχιακό. Είναι όμως καλή και επιμελής, αγαπάει αυτό που κάνει και που σπούδασε και πιστεύω ότι θα τα καταφέρει.

Ανεξάρτητα εάν η σημερινή νεολαία αντιμετωπίζει έντονο το πρόβλημα της ανεργίας, πολύ χειρότερα από τις προηγούμενες γενιές. Όμως αυτό είναι μια άλλη συζήτηση.
 

Μηνύματα
16.595
Reaction score
4.268
Καμπαρντίνα

Ουσιαστικό, θηλυκό, κλιτό. Η (γ)καμπαρντίνα είναι ελαφρύ πανωφόρι από αδιάβροχο ύφασμα. Η λέξη δηλώνει και είδος υφάσματος (λέγεται και καμπαρντινέ, π.χ. καμπαρντινέ παντελόνι). Σύμφωνα με το Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής η (γ)καμπαρντίνα προέρχεται από τη γαλλική gabardine. Θεωρείται απόγονος του παλτού από ύφασμα σερζ που φορέθηκε από Βρετανούς και Γάλλους στρατιώτες κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Σχεδιάστηκε για πρώτη φορά για τους Βρετανούς αξιωματικούς από τον Thomas Burberry, ιδρυτή του γνωστού οίκου μόδας, και ονομάστηκε trench coat από τους στρατιώτες στα χαρακώματα (trench= χαράκωμα).

Είδος αδιάβροχου πανωφοριού είναι και η νιτσεράδα, πιθανό αντιδάνειο από την ιταλική λέξη incerata, που σχηματίστηκε από το ρήμα incerο (= κηρώνω, επαλείφω με κερί), από το ουσιαστικό της αρχαίας ελληνικής κηρός (= κερί, λατινικά cera).
 

Μηνύματα
16.595
Reaction score
4.268
Μπουφάν

Ουσιαστικό, ουδέτερο, άκλιτο. Το μπουφάν είναι κοντό πανωφόρι το οποίο συνήθως κλείνει με φερμουάρ και στενεύει στη μέση. Μπορεί να είναι αδιάβροχο, υφασμάτινο ή δερμάτινο, με επένδυση ή χωρίς επένδυση, με κουκούλα ή χωρίς κουκούλα. Όπως και το τζάκετ, περιλαμβάνεται στον καθημερινό αλλά και στον αθλητικό ρουχισμό. Χαρακτηριστικό είναι το μαύρο δερμάτινο μπουφάν των μοτοσικλετιστών. Η λέξη προήλθε από τη γαλλική bouffant, από το ρήμα bouffer (= φουσκώνω). Το ελαφρύ μπουφάν ονομάζεται και αντιανεμικό, π.χ. αντιανεμικό μπουφάν ποδηλασίας.
 

Μηνύματα
16.595
Reaction score
4.268
Μοδίστρα

Ουσιαστικό γένους θηλυκού. Μοδίστρα είναι η γυναίκα που ασχολείται επαγγελματικά με την κατασκευή γυναικείων ρούχων. Με παρόμοια σημασία χρησιμοποιείται και η λέξη ράφτρα. Το κατά παραγγελία ράψιμο ρούχων (με ραπτομηχανή) συνηθιζόταν σε παλαιότερες εποχές, πριν από τη διάδοση των καταστημάτων. Σήμερα το επάγγελμα ασκείται κυρίως με τη μορφή «επιδιορθώσεων ρούχων». Το αρσενικό μόδιστρος δηλώνει τον επαγγελματία σχεδιαστή ρούχων στην υψηλή ραπτική: Την τιμητική του έχει ο μόδιστρος Βαλεντίνο στην 65η Μόστρα της Βενετίας.

Η λέξη προέρχεται από τη γαλλική modiste.
Λέξεις της ίδιας οικογένειας: μοδιστρούλα, μοδιστρική (= τέχνη της μοδίστρας), μοδιστράδικο (= εργαστήριο μοδίστρας).
 

Μηνύματα
16.595
Reaction score
4.268
Λούστρος

Ουσιαστικό γένους αρσενικού. Ο λούστρος γυάλιζε παπούτσια στο δρόμο κουβαλώντας τις βαφές και τις βούρτσες του στο ειδικό κασελάκι (πλανόδιος στιλβωτής ή καθαριστής παπουτσιών). Στη σύγχρονη γλώσσα χρησιμοποιείται ως μειωτικός και υβριστικός χαρακτηρισμός.

Προέρχεται από την ιταλική λέξη lustro, που σημαίνει «λάμψη». Από την ίδια λέξη προέκυψε στα ελληνικά και το λούστρο, που δηλώνει το βερνίκι, την ουσία που χρησιμοποιείται για την επάλειψη και στίλβωση μιας επιφάνειας.

Λέξεις της ίδιας οικογένειας: λουστράκος, λουστράρω (= επαλείφω με λούστρο, στιλβώνω, γυαλίζω), λουστράρισμα, λουστρίνι (= γυαλιστερό δέρμα).
 

Μηνύματα
16.595
Reaction score
4.268
Τσαγκάρης

Ουσιαστικό γένους αρσενικού. Ο τσαγκάρης κατασκευάζει ή επιδιορθώνει υποδήματα. Στη σύγχρονη γλώσσα χρησιμοποιείται κυρίως με τη δεύτερη έννοια. Συνώνυμα: υποδηματοποιός και παπουτσής. Παλαιότερα αυτός που επιδιόρθωνε παπούτσια λεγόταν και μπαλωματής.

Η ετυμολογία της λέξης, σύμφωνα με το Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής, είναι από το τσαγγάριος/τζαγγάριος, που ανάγεται στην ελληνιστική τζάγγα = είδος μαλακού περσικού υποδήματος.

Λέξεις της ίδιας οικογένειας: τσαγκαράδικο και τσαγκάρικο (= εργαστήριο του τσαγκάρη), τσαγκαροδευτέρα. Παλιότερα η Δευτέρα ήταν αργία για τους τσαγκάρηδες, και γι' αυτό ειρωνικά χρησιμοποιείται η λέξη για την επόμενη μέρα αργίας όπου αποφεύγουμε τη δουλειά από τεμπελιά.
 

Μηνύματα
16.595
Reaction score
4.268
Πεταλωτής

Ουσιαστικό γένους αρσενικού. Ο πεταλωτής ήταν ο τεχνίτης ο ειδικός στην προσαρμογή των πετάλων στις οπλές των αλόγων και άλλων υποζυγίων. Συνώνυμες λέξεις: καλιγωτής, αλμπάνης (παλιότερη σημασία). Η λέξη παράγεται από το ρήμα πεταλώνω.

Στη σύγχρονη γλώσσα το ρήμα χρησιμοποιείται επίσης στη φράση ψύλλο πεταλώνει, που χαρακτηρίζει πανέξυπνο και επιτήδειο άνθρωπο. Παρόμοια και η φράση ψύλλο καλιγώνει. Λέξεις της ίδιας οικογένειας: πεταλουργός (= ο τεχνίτης που κατασκευάζει πέταλα για τις οπλές των αλόγων κτλ.), πεταλουργείο ή πεταλωτήριο (= το εργαστήριο του πεταλουργού).
 

Μηνύματα
16.595
Reaction score
4.268
Καρβουνιάρης

Ουσιαστικό γένους αρσενικού. Η λέξη καρβουνιάρης αναφέρεται στον επαγγελματία που παρασκευάζει ή πουλάει κάρβουνα. Σημαίνει επίσης και το «θερμαστή» (τεχνίτη που ασχολείται με το λέβητα της ατμομηχανής), αλλά και το τρένο που λειτουργούσε με κάρβουνα, απ' όπου και η ειρωνική χρήση της λέξης για το αργοκίνητο τρένο (καρβουνιάρης ή μουτζούρης): Στην Ελλαδίτσα πηγαίνουμε ακόμη με το τρένο ΚΑΡΒΟΥΝΙΑΡΗΣ Α.Ε.! Αθήνα-Κομοτηνή 12 ώρες!

Σχηματίστηκε με βάση τη λέξη κάρβουνο, που προέρχεται από τη λατινική carbo = άνθρακας. Λέξεις της ίδιας οικογένειας: καρβουνάδικο και καρβουνιάρικο (= μαγαζί που πουλάει κάρβουνα), καρβουναποθήκη και καρβουναριό (= αποθήκη για κάρβουνα), καρβουνέμπορος, καρβουνιάζω, καρβούνιασμα.
 

Μηνύματα
4.543
Reaction score
3.085
Νιτσεράδα

......
Είδος αδιάβροχου πανωφοριού είναι και η νιτσεράδα, πιθανό αντιδάνειο από την ιταλική λέξη incerata, που σχηματίστηκε από το ρήμα incerο (= κηρώνω, επαλείφω με κερί), από το ουσιαστικό της αρχαίας ελληνικής κηρός (= κερί, λατινικά cera).
Γιώτα, μια διόρθωση (περισσότερο συμπλήρωση) για την νιτσεράδα, όχι βέβαια γλωσσική αλλά μάλλον εννοιολογική/ερμηνευτική.

Η νιτσεράδα είναι ένδυμα ναυτικό. Χρησιμοποιείται από τους ναυτικούς, κυρίως από αυτούς που εργάζονται στο κατάστρωμα και σε άλλους ανοιχτούς χώρους, για να τους προστατεύει από την βροχή και το θαλασσινό νερό, όταν αυτό λόγω κακοκαιρίας ξεπερνάει το ύψος των εξάλων του πλοίου και "ανεβαίνει" στο κατάστρωμα.

Όπως λες, είναι αδιάβροχο ένδυμα, αλλά σπάνια συναντάται - πλέον - σε μορφή πανωφοριού. Κατά κανόνα είναι ένδυμα δύο κομματιών. Παντελόνι και επάνω κομμάτι, κάτι σαν μακρύ ημίκοντο, αρκετά φαρδύ, ώστε να φοριέται πάνω από άλλα ρούχα και το οποίο φέρει και κουκούλα, ώστε ο άνθρωπος να είναι σχεδόν πλήρως καλυμένος από τα νερά.

Το παντελόνι είναι πολύ "ψηλοκάβαλο" και δένει ψηλά, στο ύψος του στομαχιού, ώστε να καλύπτεται πλήρως από το πάνω μέρος, του οποίου το κάτω μέρος φτάνει μέχρι λίγο πάνω από το γόνατο.
 

Μηνύματα
16.595
Reaction score
4.268
Ικανοποίηση

Ουσιαστικό γένους θηλυκού. Η ικανοποίηση είναι το συναίσθημα ευχαρίστησης που νιώθει κάποιος όταν πραγματοποιείται αυτό που επιθυμούσε: Την ικανοποίησή του για την επιτυχή ολοκλήρωση της εξαγοράς της Ολυμπιακής από τη ΜIG εξέφρασε ο υπουργός Ανάπτυξης Κωστής Χατζηδάκης.

Σύμφωνα με το Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής το ρήμα ικανοποιώ (ικανός + ποιώ), από το οποίο προέρχεται η ικανοποίηση, χρησιμοποιήθηκε για να αποδώσει το λατινικό satisfacio (βλ. αγγλικό satisfy και γαλλικό satisfaire). Αποτελεί «μεταφραστικό δάνειο».

Στην ίδια οικογένεια ανήκει το επίθετο ικανοποιητικός.
 

Μηνύματα
16.595
Reaction score
4.268
Aπογοήτευση

Ουσιαστικό γένους θηλυκού. Η απογοήτευση δηλώνει το δυσάρεστο συναίσθημα που νιώθει κάποιος όταν δεν πραγματοποιείται αυτό που επιθυμούσε: Απογοήτευση από τις παγκόσμιες και ευρωπαϊκές διαπραγματεύσεις για το κλίμα.

Σύμφωνα με το Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής το ρήμα απογοητεύω, από το οποίο προέρχεται η απογοήτευση, χρησιμοποιήθηκε για να αποδώσει το γαλλικό desenchanter. Αποτελεί «μεταφραστικό δάνειο».

Στην ίδια οικογένεια ανήκει το επίθετο απογοητευτικός.
 

Μηνύματα
16.595
Reaction score
4.268
Xαρά

Ουσιαστικό γένους θηλυκού. Η χαρά είναι συναίσθημα ευχαρίστησης και ικανοποίησης: Η χαρά των κωμικών στη Γαλλία είναι ο Νικολά Σαρκοζί. Ο πρόεδρος, με τις πράξεις του, «αναγέννησε» τη σάτιρα.

Η λέξη προέρχεται από τα αρχαία ελληνικά. Το ρήμα χαίρω (= νιώθω χαρά) έχει επιβιώσει κυρίως σε λόγιες εκφράσεις: χαίρω πολύ, χαίρω της εμπιστοσύνης κάποιου, χαίρω άκρας υγείας κτλ., και στην έκφραση χαιρετισμού χαίρετε. Στη θέση του χρησιμοποιείται ο παθητικός τύπος χαίρομαι.

Στην ίδια οικογένεια ανήκει το επίθετο χαρούμενος, -η, -ο (από τη μετοχή χαιρούμενος < χαίρομαι).
 

Μηνύματα
16.595
Reaction score
4.268
Λύπη

Ουσιαστικό γένους θηλυκού. Η λύπη είναι συναίσθημα που προκαλείται από ψυχικό πόνο: Εξέφρασαν τη λύπη τους Άρης και ΠΑΟΚ για τον άδικο χαμό του οπαδού του Άρη, ο οποίος υπέστη ανακοπή καρδιάς.

Η λέξη προέρχεται από τα αρχαία ελληνικά, όπου δήλωνε και το σωματικό και τον ψυχικό πόνο.

Στην ίδια οικογένεια ανήκει το επίθετο λυπημένος, -η, -ο, που αποτελούσε μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος λυπώ (= προκαλώ λύπη). Στα νέα ελληνικά χρησιμοποιείται κυρίως ο παθητικός τύπος λυπάμαι (σπανίως λυπούμαι).
 

Μηνύματα
16.595
Reaction score
4.268
Δρόμων

Το σημαντικότερο πολεμικό πλοίο των βυζαντινών.
Τον 9ο αι. ήταν ένα μικρό γρήγορο ιστιοφόρο με ένα πανί, εξοπλισμένο με διάφορες κατασκευές (π. χ., ξυλόκαστρο, τοξοβολίστρες) και μια ειδική συσκευή στην πλώρη, τον σίφωνα, για το υγρό πυρ. Οι ναυτικοί που επέβαιναν χρησιμοποιούσαν και μικρότερους εκτοξευτήρες υγρού πυρός, τους χειροσίφωνες.

Τον 13ο αι. ήταν το μεγαλύτερο πλοίο του βυζαντινού ναυτικού με δύο τριγωνικά ιστία, 100 κουπιά διατεταγμένα σε δύο σειρές, και επιπλέον ένα έμβολο στην πλώρη.

Δρόμων: μτγν. ουσιαστικό.
 

Μηνύματα
16.595
Reaction score
4.268
Χελάνδιον

Βυζαντινό πολεμικό πλοίο με δύο ιστούς. Εκινείτο με κουπιά αλλά και με τη βοήθεια δύο τετράγωνων πανιών, ένα σε κάθε ιστό.

Όπως διαπιστώνουμε από την εικονογραφία της εποχής ήταν εφοδιασμένο με έμβολο, το οποίο βρισκόταν πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας. Στην πλώρη του έφερε ειδική κατασκευή για να εξακοντίζεται το υγρό πυρ.

Αν και τον 9ο αι. πρόκειται για ένα ιδιαίτερο τύπο πλοίου στο β΄μισό του 10ου αι. κατέληξε να ταυτισθεί με τον δρόμωνα. Στο κατάστρωμά του επέβαιναν πολεμιστές που επεδίωκαν την από κοντά μάχη με τον εχθρό. Συχνά χρησιμοποιήθηκε σαν ιππαγωγό.

Χελάνδιον < (ε) χέλ(υς) = χέλι + καταλ. -άνδιον
 

Μηνύματα
16.595
Reaction score
4.268
Σαγολαίφιον

Σαγολαίφιον < σάγος = μανδύας [δάν. από το λατ. sagum] + λαίφος = ιστίο (Ησύχιος: αβέβαιης ετυμολογίας).

Πλοίο με ένα τετράγωνο πανί. Σύμφωνα με τον Φ. Κουκουλέ (Βυζαν. Βίος και πολιτισμός, τομ. Ε΄σελ. 361-2), στα νεώτερα χρόνια σακολαιφί ή τσακολαίφα ονομαζόταν τετράγωνο πανί το οποίο με τον άνεμο φούσκωνε πολύ ενώ σακολαίβα ή σακολαίφα ονομαζόταν πλοίο με εξογκωμένη κοιλιά, η οποία θύμιζε το σχήμα του πανιού.

Πιθανότατα ανάλογου σχήματος θα ήταν και το μεσαιωνικό σαγολαίφιον.
 

Μηνύματα
16.595
Reaction score
4.268
Γαλέα

Ληστρικάς νήας μακράς ., ας ήδη γαλέας κατονομάζειν ειώθασιν
(Ψευδο-Φραντζής, 242)

Πλοίο μικρότερο από το δρόμωνα, με μια σειρά κωπηλάτες. Επειδή ήταν πολύ ευέλικτο χρησιμοποιήθηκε για την προστασία των μεγάλης έκτασης ακτογραμμών.

Αρχικά έφερε ένα έμβολο στην πλώρη για να καταστρέφει τα αντίπαλα πλοία, το οποίο αργότερα υπερυψώθηκε για να μπορούν να εισβάλουν οι πολεμιστές στο εχθρικό πλοίο.
Στη δύση εξελίχθηκε σε μεγάλο πολεμικό, διωκτικό, πλοίο με πλήρωμα άνω των 200 ανδρών.

Γαλέα = μεσαιωνική λέξη< αρχ. ελλ. γαλέη (= είδος ψαριού)
 

Μηνύματα
16.595
Reaction score
4.268
Ξυλοκουμβάρα

Μεγάλο, φορτηγό πλοίο, με τρία ιστία, το οποίο αναφέρεται και ως κουμπάρα ή κουμπαρίαν ή με τα υποκοριστικά κουμπάριον και κυμβίον (αρχ. ελ. λέξη που δηλώνει τη λέμβο).

Ο Σκαρλάτος Βυζάντιος (Η Κων/πολις, 1, σελ. 248) συνδέει τη λέξη με το έντομο κουβαρίς και ο Reiske με το αραβικό cubar, το οποίο είναι όμως δάνειο από το ελληνικό κύμβη (Κουκουλές Φ., Βυζαντινών βίος και πολιτισμός, τομ. Ε΄, σελ. 362-3, Αθήνα 1952).

Οι Βυζαντινοί χρονογράφοι αναφέρουν ότι οι Σαρακηνοί λεηλατούσαν τα ελληνικά παράλια με κουμβάρια.


www.asprilexi.com
 


Staff online

  • abcd
    Πρώην Διοικητής ο τροπαιοφόρος
  • xfader
    Segregation supporter

ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΑ

Threads
175.843
Μηνύματα
3.030.183
Members
38.505
Νεότερο μέλος
wendigo
Top