ΟΜΙΛΕΙΤΕ ΕΛΛΗΝΙΚΑ;

Μηνύματα
16.595
Reaction score
4.268
Εκπαίδευση

Η εκπαίδευση (από το ρήμα εκπαιδεύω) δηλώνει την καλλιέργεια των διανοητικών και σωματικών ικανοτήτων και δεξιοτήτων των ατόμων για να μπορέσουν να ασκήσουν επαγγελματικές ή άλλες δραστηριότητες, καθώς και τη μόρφωση που αποκτάται με τη διδασκαλία, δηλαδή την παιδεία.

Στο ισχύον Σύνταγμα κατοχυρώνεται το δικαίωμα στην εκπαίδευση, που είναι στενά συνυφασμένο με το δικαίωμα της ανάπτυξης της προσωπικότητας. Στις μέρες μας, όπου εντείνονται τα φαινόμενα της μετανάστευσης και του ρατσισμού, έχει γίνει αισθητή περισσότερο από ποτέ η ανάγκη να ενισχύεται ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων μέσω της εκπαίδευσης.

Σε δημοσίευμα της «Ελευθεροτυπίας» της 7ης/10/08 διαβάσαμε ότι ο Επίτροπος για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα του Συμβουλίου της Ευρώπης πρότεινε να εισαχθεί στα σχολεία της Ευρώπης το μάθημα για τα ανθρώπινα δικαιώματα, ώστε όχι μόνο να γίνεται γνωστός ο μηχανισμός προστασίας των δικαιωμάτων, αλλά και να ενισχύεται η ανεκτικότητα, η μη διάκριση και η δημοκρατική συμμετοχή
 

Μηνύματα
16.595
Reaction score
4.268
άχθος αρούρης

Το άχθος αρούρης είναι ομηρική φράση (Σ 104). Η λέξη άχθος σήμαινε στα αρχαία ελληνικά «βάρος» και μεταφορικά «λύπη, στενοχώρια». Στα νέα ελληνικά έχει επιβιώσει στη λέξη αχθοφόρος (= αυτός που μεταφέρει φορτία). Κατά λέξη η φράση σημαίνει «βάρος της γης» και χρησιμοποιείται ως χαρακτηρισμός για άνθρωπο τεμπέλη, χαραμοφάη, παράσιτο, κηφήνα.

Άρουρα στα αρχαία ελληνικά ήταν ο αγρός, η πεδιάδα, η γη. Η λέξη έχει ρίζα από το ρήμα αρόω, και αρούριο ήταν το μικρό χωράφι. Στα νέα ελληνικά έχει επιβιώσει από την ίδια οικογένεια ο αρουραίος, που προέρχεται από τη φράση «αρουραίος μυς», δηλαδή το ποντίκι που ζει στους αγρούς. Με τον καιρό παραλείφθηκε το μυς και η λέξη αρουραίος χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό.
 

Μηνύματα
16.595
Reaction score
4.268
συνελόντι ειπείν

Η φράση σημαίνει «αφού συμπτύξω τα λόγια μου», «για να τα πω σύντομα, συνοπτικά, με λίγα λόγια». Παράδειγμα: Η υπόθεση ήταν ενδιαφέρουσα, η σκηνοθεσία πολύ καλή, τα σκηνικά πειστικά, συνελόντι ειπείν όλη η παράσταση ήταν εξαιρετική.

Το συνελόντι είναι δοτική πτώση της μετοχής του αορίστου συνείλον του ρήματος συναιρώ, που σήμαινε «μαζεύω, τυλίγω και σηκώνω, συμπτύσσω, συστέλλω» κτλ. Στα νέα ελληνικά απαντάται η λέξη συναίρεση για να δηλώσει την ένωση φωνηέντων μέσα στην ίδια λέξη. Παρόμοιο νόημα έχουν η νεοελληνική έκφραση «τα πολλά λόγια είναι φτώχεια» και το επίρρημα «κοντολογίς».
 

Μηνύματα
16.595
Reaction score
4.268
λυδία λίθος

Λυδία είναι το όνομα αρχαίας πόλης στα παράλια της Μικράς Ασίας, όπου ανακαλύφθηκε η πέτρα για τη δοκιμασία της γνησιότητας πολύτιμων λίθων. Έτσι προέκυψε η φράση λυδία λίθος. (Αντίστοιχα, ο ίασπις ήταν η μαύρη σκληρή πέτρα που πάνω της δοκιμαζόταν η καθαρότητα του χρυσού και του ασημιού.)

Μεταφορικά η φράση λυδία λίθος χρησιμοποιείται για να δηλώσει τρόπο δοκιμασίας, ελέγχου, εξακρίβωσης. Παραδείγματα: Η εκκλησιαστική περιουσία αποτελεί όντως τη λυδία λίθο στις σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας. Το χρήμα είναι η λυδία λίθος για τους χαρακτήρες των ανθρώπων.
 

Μηνύματα
16.595
Reaction score
4.268
περί πολλά μεριμνάς και τυρβάζη

Η φράση αναφέρεται στην Καινή Διαθήκη (κατά Λουκά Ευαγγέλιο, Ι΄ 41) και την απηύθυνε ο Χριστός στη Μάρθα: Mάρθα, Μάρθα, μεριμνάς και τυρβάζη περί πολλά. Χαρακτηρίζει κάποιον που ασχολείται με πολλά συγχρόνως και παραμελεί το κύριο έργο του, αυτό που έχει τη μεγαλύτερη σημασία.

Το ρήμα τυρβάζω σήμαινε στα αρχαία ελληνικά «ταράσσω, ανακατώνω, ασχολούμαι, φροντίζω». Το ουσιαστικό τύρβη σήμαινε «θόρυβος, σύγχυση, ταραχή».
Στον Παυσανία αναφέρεται και ως είδος θορυβώδους χορού προς τιμήν του θεού Βάκχου.
 

Μηνύματα
16.595
Reaction score
4.268
Μ.Α.Τ.

Όπως διαβάζουμε σε συνέντευξη του απόστρατου υπαρχηγού της Αστυνομίας Πόλεων Ηλία Ψυχογιού στην Ελευθεροτυπία (1/8/2004), η «συνταγή» προέκυψε λίγο μετά τη Μεταπολίτευση: «Όταν ήρθε ο Καραμανλής από το εξωτερικό, εμείς δεν είχαμε ειδικά σώματα για ν' αντιμετωπίσουμε αυτές τις καταστάσεις. Φώναξε τότε τον υπουργό και του είπε "φτιάξτε τα". Καθίσαμε στο Υπουργείο μια ομάδα αξιωματικών και τα σχεδιάσαμε. Δεν υπήρχε πρότυπον, τίποτα. Το βασικό, τους έλεγα εγώ, είναι να φτιάξουμε μια δύναμη που θα απασχολείται αποκλειστικά (ή σχεδόν αποκλειστικά) με το θέμα αυτό. Να υπάρχουν 100 άνδρες και, όταν χρειάζεται να αντιμετωπίσουμε κάποια συνάθροιση, να καλούμε αυτούς κι όχι άλλους. Φτιάξαμε έτσι μια ωραία οργάνωση των ΜΑΤ. Πήραμε διάφορα όργανα: ασπίδες, δακρυγόνα κτλ. Πήραμε προσφορές για θωρακισμένα από διάφορα κράτη και τελικά επιλέξαμε να αγοράσουμε "αύρες" από το Βέλγιο.

Συγκροτήθηκαν έτσι τα ΜΑΤ (Μονάδες Αποκαταστάσεως Τάξεως). Η ιδέα της ονομασίας τους ανήκε στο μετέπειτα υπουργό Αναστάσιο Μπάλκο. Για τη συγκρότηση των μονάδων δε χρειάστηκε να ψηφιστεί ειδικός νόμος. Αρκούσε μια απλή υπουργική απόφαση. Η δύναμή τους ήταν 150 αστυνομικοί στην Αθήνα. Μια δεύτερη μονάδα ΜΑΤ φτιάχτηκε στη Θεσσαλονίκη, ενώ αντίστοιχο σώμα οργανώθηκε κι από τη Χωροφυλακή».
 

Μηνύματα
16.595
Reaction score
4.268
ΕΛ.ΑΣ.

Η Ελληνική Αστυνομία (ΕΛ.ΑΣ.) δημιουργήθηκε για να εξασφαλίζει ειρήνη και τάξη. Διαβάζουμε στον ιστότοπο του Υπουργείου Εσωτερικών:
«Η Ελληνική Αστυνομία με τη σημερινή της μορφή δημιουργήθηκε το 1984, με τη συγχώνευση της Χωροφυλακής και της Αστυνομίας Πόλεων (νόμος 1481/1-10-1984, ΦΕΚ Α΄-152). Σύμφωνα με το νόμο 2800/2000, είναι Σώμα Ασφάλειας και έχει ως αποστολή:

την εξασφάλιση της δημόσιας ειρήνης και ευταξίας και της απρόσκοπτης κοινωνικής διαβίωσης των πολιτών, που περιλαμβάνει την άσκηση της αστυνομίας γενικής αστυνόμευσης και τροχαίας.

την πρόληψη και καταστολή του εγκλήματος και την προστασία του Κράτους και του δημοκρατικού πολιτεύματος, στα πλαίσια της συνταγματικής τάξης, που περιλαμβάνει την άσκηση της αστυνομίας δημόσιας και κρατικής ασφάλειας».
 

Μηνύματα
16.595
Reaction score
4.268
Μολότοφ

Οι βόμβες (ή κοκτέιλ) μολότοφ είναι «αυτοσχέδιοι εκρηκτικοί μηχανισμοί που αποτελούνται από φιάλες με εύφλεκτο υλικό και κομμάτια υφάσματος ως φυτίλι.
Το όνομά τους προέρχεται από το Σοβιετικό πολιτικό Βιατσεσλάβ Μιχαήλοβιτς Μολότοφ. Κατά τη διάρκεια της επίθεσης του Κόκκινου Στρατού εναντίων των Φιλανδών το Νοέμβριο του 1939 ο Μολότοφ σε ραδιοφωνικό του μήνυμα υποστήριξε πως η Σοβιετική Ένωση δεν έριχνε βόμβες αλλά "πανέρια" με τρόφιμα στους πεινασμένους Φιλανδούς. Τότε οι Φιλανδοί ονόμασαν τις βόμβες αυτές πικ-νικ Μολότοφ και ως αντίδραση χρησιμοποίησαν "φιάλες", τα κοκτέιλ μολότοφ κατά των σοβιετικών αρμάτων.

Τις βόμβες μολότοφ χρησιμοποίησαν και οι Σοβιετικοί εναντίον του Χίτλερ κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.
 

Μηνύματα
16.595
Reaction score
4.268
Κουκουλοφόρους
Οι κουκουλοφόροι είναι άνθρωποι που φοράνε κουκούλα για να μην αναγνωρίζονται. Η λέξη κουκούλα προέρχεται από το λατινικό cuculla και σημαίνει το κάλυμμα της κεφαλής που χρησιμοποιείται κυρίως για προστασία από τη βροχή και το κρύο.

Για τους κουκουλοφόρους διαβάζουμε στο Νεοελληνικό σατιρικό λεξικό: «Η αστυνομία αδυνατεί να τους συλλάβει επειδή φοράνε κουκούλα και δε φαίνονται τα πρόσωπά τους. Σου λέει ο αστυφύλακας, αρπάζεις έναν, του βγάζεις την κουκούλα, ξέρεις πού μπορείς να πέσεις; Αν είναι κόρη υπουργού, τι κάνεις; Φοράς ο ίδιος την κουκούλα και τρέχεις για να μη σε αναγνωρίσει ο μπαμπάς της».
 

Μηνύματα
16.595
Reaction score
4.268
Σάλος

Το ουσιαστικό σάλος χρησιμοποιείται σήμερα συνήθως με τη σημασία: ο ευρύτατος, συνήθως αρνητικός, αντίκτυπος που έχει ένα γεγονός στην κοινή γνώμη (Μ.Τριανταφυλλίδης). Ωστόσο η αρχική έννοια της λέξης είναι: θαλασσοταραχή, έντονη κύμανση της θάλασσας. Η τελευταία - που επιβιώνει στο παράγωγο ρήμα σαλεύω - προδίδει την αρχαία καταγωγή του ουσιαστικού: Σάλος στην αρχαία ελληνική είναι η φουσκοθαλασσιά, το ταρακούνημα της θάλασσας, το σκαμπανέβασμα του πλοίου.

Ωστόσο, όπως μαρτυρούν παλαιότερες χρήσεις της λέξης, ήδη στην αρχαία ελληνική είχε αρχίσει να δηλώνει την ανησυχία, την ταραχή - σημασία που τελικά έγινε η βασική.

Διαφορετική έννοια έχει βέβαια το ουσ. σαλός (= ηλίθιος, τρελός), μεσαιωνική λέξη, που συνδέεται όμως με το ρήμα σαλεύω, που ετυμολογείται από τον αρχαίο σάλον. Έτσι ο σάλος και ο σαλός είναι απρόβλεπτα συγγενείς λέξεις.
 

Μηνύματα
16.595
Reaction score
4.268
Συχνότητα

Ουσιαστικό, θηλυκό.
Ως λέξη του γενικού λεξιλογίου, σημαίνει «το να είναι κάτι συχνό» ή «πόσο συχνό μπορεί να είναι κάτι», π.χ. η συχνότητα των διενεργούμενων αγορανομικών ελέγχων. Ως όρος της Φυσικής δηλώνει τον αριθμό των πλήρων ταλαντώσεων ή κύκλων ενός περιοδικού φαινομένου σε συγκεκριμένη μονάδα χρόνου, συνήθως ένα δευτερόλεπτο: ακουστική συχνότητα, ηλεκτρική συχνότητα. Στο ραδιόφωνο μιλάμε για εκπομπή σε συγκεκριμένη ραδιοφωνική συχνότητα: Ο ραδιοφωνικός σταθμός της Εκκλησίας της Ελλάδος εκπέμπει στη συχνότητα 89,5 MHz.

Σύμφωνα με το Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής η λέξη, με την έννοια που έχει στη Φυσική, αποδίδει στα νέα ελληνικά τη γαλλική frequence και την αγγλική frequency. Λέξεις της ίδιας οικογένειας: συχνάζω, συχνοκοιτάω, συχνουρία.

Συνήθως ειρωνικά χρησιμοποιείται το λόγιο επίρρημα συχνάκις (= συχνά): Το μόνο που θα μπορούσαμε να του καταλογίσουμε είναι ότι συχνάκις φέρεται ως αλαζών έναντι των συνομιλητών του.


Ουσιαστικό, θηλυκό.
Ως λέξη του γενικού λεξιλογίου, σημαίνει «το να είναι κάτι συχνό» ή «πόσο συχνό μπορεί να είναι κάτι», π.χ. η συχνότητα των διενεργούμενων αγορανομικών ελέγχων. Ως όρος της Φυσικής δηλώνει τον αριθμό των πλήρων ταλαντώσεων ή κύκλων ενός περιοδικού φαινομένου σε συγκεκριμένη μονάδα χρόνου, συνήθως ένα δευτερόλεπτο: ακουστική συχνότητα, ηλεκτρική συχνότητα. Στο ραδιόφωνο μιλάμε για εκπομπή σε συγκεκριμένη ραδιοφωνική συχνότητα: Ο ραδιοφωνικός σταθμός της Εκκλησίας της Ελλάδος εκπέμπει στη συχνότητα 89,5 MHz.

Σύμφωνα με το Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής η λέξη, με την έννοια που έχει στη Φυσική, αποδίδει στα νέα ελληνικά τη γαλλική frequence και την αγγλική frequency. Λέξεις της ίδιας οικογένειας: συχνάζω, συχνοκοιτάω, συχνουρία.

Συνήθως ειρωνικά χρησιμοποιείται το λόγιο επίρρημα συχνάκις (= συχνά): Το μόνο που θα μπορούσαμε να του καταλογίσουμε είναι ότι συχνάκις φέρεται ως αλαζών έναντι των συνομιλητών του.
 

Μηνύματα
16.595
Reaction score
4.268
Ερτζιανά

Η λέξη ερτζιανά είναι ουσιαστικό που έχει προκύψει από τη φράση ερτζιανά κύματα, δηλαδή από τον πληθυντικό του ουδετέρου του επιθέτου ερτζιανός, -ή, -ό. Τα ερτζιανά είναι τα ηλεκτρομαγνητικά κύματα που χρησιμοποιούνται στις ραδιοεπικοινωνίες. Η διάδοση των κυμάτων σε συχνότητα περίπου 3000 GHz αποτελεί τη βάση για τη λειτουργία του ραδιοφώνου. Στην καθημερινή γλώσσα ερτζιανά σημαίνει ραδιοφωνία: Ποιητές, με τους τρόπους τους ο καθένας, δώρισαν τις φωνές τους στα ερτζιανά. Η λέξη προέρχεται από το όνομα του Γερμανού φυσικού Ηeinrich Rudolf Hertz, ο οποίος πρώτος δημιούργησε τεχνητά ηλεκτρομαγνητικά κύματα, γι' αυτό και η μονάδα μέτρησης της ηλεκτρικής συχνότητας, το Hertz (Hz), πήρε το όνομά του. To Hertz (χερτς/χερτζ) είναι μονάδα συχνότητας και δηλώνει πόσες φορές συμβαίνει ένα περιοδικό φαινόμενο στη μονάδα του χρόνου, π.χ. ένας κύκλος ανά δευτερόλεπτο.
 

Μηνύματα
16.595
Reaction score
4.268
Εκφωνητής

υσιαστικό, αρσενικό. Ανήκει στα επαγγελματικά ουσιαστικά και σχηματίζει το θηλυκό τύπο εκφωνήτρια. Εκφωνητής είναι αυτός διαβάζει μεγαλόφωνα ένα κείμενο, στο ραδιόφωνο, στην τηλεόραση ή αλλού: Ο εκφωνητής είναι απαραίτητο να διαθέτει καλή χροιά φωνής, σωστή άρθρωση, ευαίσθητο αυτί, ερμηνευτική ικανότητα και φαντασία. Ο εκφωνητής του αποχαιρετιστήριου λόγου ήταν αριστούχος μαθητής.

Εκφωνητής έχει ονομαστεί το ηλεκτρονικό σύστημα αυτόματης μετατροπής ελληνικών κειμένων σε συνθετική φωνή του Ινστιτούτου Επεξεργασίας του Λόγου.

Προέρχεται από το ρήμα εκφωνώ, που στα αρχαία ελληνικά σήμαινε «φωνάζω δυνατά, κραυγάζω ή προφέρω». Λέξεις της ίδιας οικογένειας: εκφώνηση (π.χ. εκφώνηση ειδήσεων), εκφώνημα (όρος της γλωσσολογίας).
 

Μηνύματα
16.595
Reaction score
4.268
Εκπομπή

Oυσιαστικό, θηλυκό. Η εκπομπή δηλώνει την ενέργεια και το αποτέλεσμα του εκπέμπω. Όταν ακολουθείται από ουσιαστικό σε γενική πτώση, συνήθως σημαίνει ότι κάτι παράγεται από μια πηγή και απελευθερώνεται ή διασκορπίζεται προς τα έξω: εκπομπή καυσαερίων, εκπομπή σωματιδίων. Με αυτή τη σημασία σπανίως χρησιμοποιείται στον πληθυντικό. Άλλη βασική σημασία της λέξης είναι «τηλεοπτικό ή ραδιοφωνικό πρόγραμμα»: Η εκπομπή του Τζίμη Πανούση «Δούρειος Ήχος» στο City 99,5. Η εκπομπή «Έρευνα» του MEGA. Με αυτή τη σημασία χρησιμοποιείται ευρέως και στον πληθυντικό.

Σύμφωνα με το Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής η λέξη, με τη σύγχρονη έννοια «τηλεοπτικό ή ραδιοφωνικό πρόγραμμα», αποδίδει στα νέα ελληνικά τη γαλλική emission. Tο ρήμα εκπέμπω στα αρχαία ελληνικά σήμαινε «απομακρύνω, διώχνω, στέλνω αλλού» κτλ. Διακρίνουμε εκπομπές επιμορφωτικές, πολιτικές, καλλιτεχνικές, ψυχαγωγικές, μουσικές, ενημερωτικές, ραδιοφωνικές, τηλεοπτικές, ψηφιακές, αναλογικές, ωριαίες, ημίωρες, καθημερινές, εβδομαδιαίες κτλ.
 

Μηνύματα
16.595
Reaction score
4.268
Ακροαματικότητα

Ουσιαστικό, θηλυκό.
Η ακροαματικότητα δηλώνει το ποσοστό των ακροατών εκπομπής ή σταθμού ραδιοφώνου. Κανονικά διακρίνεται από τις λέξεις θεαματικότητα και τηλεθέαση, που δηλώνουν το ποσοστό των τηλεθεατών μιας εκπομπής, ενός σταθμού κτλ. Στο Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής η ακροαματικότητα αναφέρεται και με τη σημασία «θεαματικότητα και τηλεθέαση». Αρκετές φορές χρησιμοποιούνται ως συνώνυμα, π.χ. τα πρώτα σε ακροαματικότητα περιφερειακά κανάλια ανά νομό.

Η λέξη παράγεται από το επίθετο ακροαματικός, -ή, -ό, που στα αρχαία ελληνικά σήμαινε «προορισμένος για ακρόαση». Από άποψη σημασίας συνδέεται με τη λέξη ακρόαση, που αποδίδει στα νέα ελληνικά τη γαλλική audience.

Λέξεις της ίδιας οικογένειας: ακροάζομαι, ακρόαμα, ακρόαση, ακροαστικά, ακροατήριο, ακροατής.
 

Μηνύματα
16.595
Reaction score
4.268
Καβαλέτο

Ουσιαστικό γένους ουδετέρου. Το καβαλέτο είναι ξύλινη συνήθως κατασκευή με τρία πόδια, πάνω στην οποία στηρίζει ο ζωγράφος ή ο σχεδιαστής τον καμβά ή τον πίνακα κατά την εργασία του. Ονομάζεται και «τρίποδο του ζωγράφου».

Σύμφωνα με το Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής προέρχεται από τη βενετική λέξη cavaletto. Στο Λεξικό Μπαμπινιώτη αναφέρεται ότι προέρχεται από την ιταλική caballeto, υποκοριστικό του caballo= άλογο.

Λέξεις της ίδιας οικογένειας: καβαλάω, καβάλα, καβαλάρης, καβάλημα, καβαλιέρος, καβαλικεύω, καβαλίκεμα, καβαλίνα.
 

Μηνύματα
16.595
Reaction score
4.268
Καμβάς

Ουσιαστικό γένους αρσενικού. Ο καμβάς είναι είδος βαμβακερού δικτυωτού υφάσματος που χρησιμοποιείται σε κεντήματα αλλά και στη ζωγραφική: Σύγχρονη μέθοδος ψηφιακής εκτύπωσης επάνω σε καμβά - Παραγωγή αντιγράφων Ελλήνων και ξένων ζωγράφων που θυμίζουν αυθεντικά.

Μεταφορικά δηλώνει το σκελετό της υπόθεσης ενός έργου: Η διαχείριση της «επόμενης ημέρας» του σεισμού από κυβέρνηση και κόμματα αποτελεί και τον καμβά πάνω στον οποίο αποτυπώνεται η πολιτική στρατηγική τους.

Η λέξη, σύμφωνα με το Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής, προέρχεται από τη γαλλική canevas. Στο Λεξικό Μπαμπινιώτη αναφέρεται ότι προέρχεται από την αγγλική canvas, η οποία ανάγεται στη λατινική cannabis < αρχαία ελληνική κάνναβις. Η εκδοχή αυτή δεν επιβεβαιώνεται από αγγλικά ετυμολογικά λεξικά, όπου δίνεται ως προέλευση της λέξης canvas η παλαιότερη γαλλική canevas.
 

Μηνύματα
16.595
Reaction score
4.268
Σπάτουλα

Ουσιαστικό γένους θηλυκού. Η σπάτουλα είναι εργαλείο με πλατύ έλασμα και λαβή, που συνήθως χρησιμοποιείται για επάλειψη επιφάνειας με χρωστικές ή άλλες ουσίες. Αναφέρεται σπάτουλα στη μαγειρική, αλλά και σπάτουλα του μπογιατζή και του ζωγράφου: Έργο τέχνης, ελαιογραφία και σπάτουλα, μεικτή τεχνική με ανάγλυφα τα φύλλα και τις ελιές σε τελαρωμένο καμβά.

Η λέξη προέρχεται από την ιταλική spatola, που προέρχεται από τη λατινική spat(h)ula (= πλάτη, πλευρά), υποκοριστικό του spat(h)a, το οποίο ανάγεται στην αρχαία ελληνική λέξη σπάθη. Η σπάθη δήλωνε στην αρχαιότητα διάφορα εργαλεία και όπλα που είχαν πλατύ και επίπεδο σχήμα, όπως ήταν το πλατύ μέρος του κουπιού και η πλατιά λεπίδα του σπαθιού.

Λέξεις της ίδιας οικογένειας: σπατουλάρω (= λειαίνω μια επιφάνεια, π.χ. τοίχο, επαλείφοντας με υλικό που απλώνω με σπάτουλα), σπατουλάρισμα, σπατουλαριστός.
 

Μηνύματα
16.595
Reaction score
4.268
Κορνίζα

Ουσιαστικό γένους θηλυκού. Η κορνίζα είναι το πλαίσιο (από ξύλο, μέταλλο ή άλλο υλικό) που περιβάλλει ένα ζωγραφικό πίνακα, μια φωτογραφία κτλ.: Κρεμασμένα σε ολόχρυσες κορνίζες τα πορτρέτα των προγόνων τους.

Σύμφωνα με το Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής προέρχεται από τη βενετική λέξη cornise. Στο Λεξικό Μπαμπινιώτη αναφέρεται ότι η βενετική αυτή λέξη ανάγεται στη λατινική cornix, που σήμαινε «κοράκι» και η οποία προέρχεται από την κορώνη της αρχαίας ελληνικής.

Λέξεις της ίδιας οικογένειας: κορνιζάδικο (= κατάστημα όπου κατασκευάζονται κορνίζες για πίνακες), κορνιζάρω, κορνιζάρισμα, κορνιζάς. Σπάνια χρησιμοποιείται το ρήμα κορνιζώνω και το ουσιαστικό κορνίζωμα.
 

Μηνύματα
16.595
Reaction score
4.268
Καθίκι

Ουσιαστικό γένους ουδετέρου. Η αρχική σημασία της λέξης είναι «ουροδοχείο». Χρησιμοποιείται ως υβριστικός χαρακτηρισμός: Ο τραμπούκος που με χτύπησε ούρλιαξε: «Κομουνιστής είσαι, ρε καθίκι!».

Σύμφωνα με το Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής γράφεται καθοίκι και προέρχεται από τη φράση κατ' οίκον (= στο σπίτι). Το θ στη θέση του τ αποδίδεται σε επίδραση λέξεων όπως καθημερινός και καθίζω. Η γραφή καθίκι είναι πολύ πιο διαδεδομένη και οφείλεται πιθανότατα σε παρετυμολογική συσχέτιση με το ρήμα καθίζω.
 


Staff online

  • abcd
    Πρώην Διοικητής ο τροπαιοφόρος
  • xfader
    Segregation supporter

ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΑ

Threads
175.843
Μηνύματα
3.030.183
Members
38.505
Νεότερο μέλος
wendigo
Top